Η γιαγιά η Γιάννου ή Βασίλαινα,όπως την έλεγαν ήταν η μάνα του πατέρα μου. Για την ακρίβεια ήταν η θετή του μάνα.Aς πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Η Γιάννου λοιπόν ήταν θεία του πατέρα μου. Ο πατέρας μου ορφάνεψε από πολύ μικρός. Και από μάνα και από πατέρα. Έτσι η θεία του η Γιάννου ,που παντρεύθηκε εντωμεταξύ τον Παπαστέργιο Βασίλη και δεν απόχτησε παιδιά τον υιοθέτησε. Από θεία η Γιάννου έγινε μάνα του. Μια αληθινή και στοργική μάνα για τον πατέρα μου και μια πολύ καλή γιαγιά για μας, τα πέντε εγγόνια της.
Η Βασίλαινα πολύ νωρίς έμεινε χήρα. Οι Γερμανοί τον Αύγουστο του 1943,αναίτια και άδικα σκότωσαν τον άνδρα της τον Βασίλη ,που έβοσκε αμέριμνος τα πρόβατα στην Παλημάνα, κοντά στους Λαζαράδες.
Ήταν πολύ περήφανη για τον πατέρα μου, τον μοναχογιό της. Όταν την ρωτούσαν για τον Γιάννη της, με πολύ υπερηφάνεια έλεγε και ξανάλεγε πως εκείνος έχει μεγάλο, μα πολύ μεγάλο βαθμό στο στρατό.
Την ρωτούσαν:
-Είναι λοχαγός;
-Όχι πιδάκι’μ.
-Μήπως είναι ανθυπολοχαγός;
-Όχι,όχι
-Μήπως είναι δεκανέας ο Γιάννης ρε θεία;
-Nαι, ναι αυτό είναι.
Η Γιάννου είχε την μάνα μου σαν κόρη της και ποτέ κακό λόγο δεν της είπε. Ήταν οι δυο τους σαν μάνα και κόρη τόσο στις δουλειές μα και στις αναποδιές. Τίποτα δεν τους χώριζε. Η Γιάννου, σαν πεθερά στόμα είχε και μηλιά δεν έβγαζε. Άγιος άνθρωπος, που λένε.
Βοηθούσε την μάνα μου σε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Όταν η μάνα μου το καλοκαίρι έφτιαχνε τραχανά η γιαγιά Γιάννου ήταν αυτή που έριχνε το πλιγούρι λίγο-λίγο και η μάνα μου με χονδρό ξύλο ανακάτευε.
Η γιαγιά Γιάννου φύλαγε το αμπέλι στην Αγιανάληψη κάθε βράδυ. Και μια καλύβα με άχυρο στο πάνω μέρος του αμπελιού, ήταν το κονάκι της. Κάθε μέρα ,βασιλεύοντας ο ήλιος, η Γιάννου με το μαύρο μαντήλι στο κεφάλι και την μάλλινη φούστα της να κουνιέται ρυθμικά και να πάει πέρα δώθε, όπως με τον δικό της χαρακτηριστικό τρόπο περπατούσε, κατέβαινε τον δρόμο προς το αμπέλι, να αντικαταστήσει εμάς τα παιδιά που φυλάγαμε το αμπέλι την μέρα.
Εμείς τα εγγόνια της είμασταν για την γιαγιά Γιάννου τα ΄΄Καναβουρούλια΄΄.Έτσι μας έλεγε πάντα.Κι αυτό γιατί η γιαγιά μας (Γκουτζιομήτρου Χαρίκλεια) από την πλευρά της μάνας μας ήταν το γένος Καναβούρα. Εγώ δε την γιαγιά ήμουνα ο γνυκουτός ( γυναικωτός)της οικογένειας.Και είχε πολύ δίκιο η γιαγιά Γιάννου σε αυτό. Γιατί κάθε φορά που η μάνα μου άρχιζε να κάνει πίτα, εγώ ήμουν εκείνος, που ανακάτευα τ’ αλεύρι και τάκανα όλα κάτασπρα.
Κοντά στο 1965 η γιαγιά Γιάννου 65 ετών περίπου, που στην ζωή της είχε αγκαζέ την ατυχία , αρρώστησε βαριά. Τελικά δεν τα κατάφερε. Σε γειτονιά αγγέλων ταξίδεψε.Εκεί ήταν άλλωστε η θέση της.
΄΄Αναπαύσου εν ειρήνη΄΄ γιαγιά Γιάννου.
΄΄Τα Καναβουρούλια΄΄