Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ μια φορά καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ κόμα κι καλύτιρα, μόνι σκανιάζου για τα πιδιά μας κι τα αγγόνια μας, για τουν κόσμου που θα ζήσουν, έτς όπως αλλάζουν τα πράματα λόϋρα.
Σήμιρα τ΄ χαραή, βγαίντας απού του σπίτ΄, μπλατσιάσκα μι τ΄ Νάσαινα τ΄ Γκανάαινα. Στ΄ν ατρχή δεν τ΄ν αγρόντσα. Η Νάσαινα ήταν ντμέν΄ μι αυροπαϊκά ρούχα, είχι μια τσιάντα Γκούτσι στ΄ν πλάτ΄, γόβα δωδεκάποντ΄ κι στραβοπατούσι στου γκαλντερίμ΄ κι μαλλιά βαμμένα ξανθά. Από τ΄ φωνή τ΄ν αγρόντσα! Τ΄ ρώτσα τι φκιάν΄ ου Νάσιους κι μ΄ είπιν ότι άνξι επιχείρησ΄. Θιαμάχκα! Τι επιχείρησ΄ μπουρεί να άνξι ου Νάσιους; Μ΄ είπιν ότι το κάρβουνο απού βγάν΄, το συσκευάζ΄ κι του στέλν΄ σ΄ όλον τον κόσμο. Έφκιασι κι ένα σάιτ κι άνξι κι ι-σόπ κι έρουντι κι του παίρνουν από τ΄ Βρώσταν. Έτς κι πλειότερες παράδες βγάν΄ κι δε χρειάζ΄ να γυρνάει τα χουριά να του πλάει κι έχ΄ κι του γουμάρ΄ ξαποσταμένου.
Θιαμάχκα κι κίντσα για τ΄ν πλατεία. Είηδα το φορτηγό τ΄ Πλατέντα κι ζιούγουσα να ιδώ το φίλο μ΄ το Γκουγκή. Πουλύ χάρκαμι και οι δυό που ειδήθκαμι! Τουν ρώτσα που είνι ου Λάμπρους, γιατί είχα δυό τομάρια να τουν δώσου. Μ΄ είπιν ότι ου Λάμπρους δε θα ξαναμάσ΄ τουμάρια, γιατί αυτός απού τα πάηνι δεν τα παίρν΄, γιατί τα παίρν΄ ιφνότερα από το «άμαζον». Τώρα τι θα τα κάουμι ημείς τα τουμάρια; Ήπναμι κι κανά κρασί απού τς παράδες απού ηπιρνάμι απ΄ τα τομάρια, πάει κι αυτό. Τουν ρώτσα πώς κι ήρθι κι μ΄ είπι ότι ήφιρι κάτ΄ κτιά για τ΄ Σιώμαινα. Τήρσα κι είηδα ένα κιαμέτ΄ κτιά στ΄ν καρότσα.
Ικείν΄ τ΄ν ώρα απού εκραινάμι, φάνκι κι η Σιώμαινα. Τ΄ ρώτσα τι τα θέλ΄ τόσα κτιά κι μ΄ είπιν ότι επειδή ταχιά είνι Κατρανοτσιβούλου, πούλτσι όλα τα κάστανα απού έχ΄ στου κατώϊ κι θα τα στείλ΄ μι τα κτιά. Τ΄ ρώτσα τι είνι η Κατρανοτσιβούλου κι μ΄ είπιν ότι είνι η μπλάκ φραϊντέϊ στα θκα μας. Τ΄ ρώτσα πως βγαίν΄ κι μ΄είπιν ότι επιδή η κατράν΄ είνι μαύρ΄, αντί για μπλάκ λέμι κατράν κι αντί για φραϊντέι (Παρασκιβή) λέμι Τσιβούλου, Σαν να μ΄ άρεσι, κι μπράβο στ΄ Σιώμαινα που του σκέφκιν!
Μόνι μι φάνκι παράξενο πως πούλτσι τα κάστανα, γιατί καένας δεν τς τα πήρι ως τα τώρα, γιατί τα γύρευε ακριβά κι ήθιλι τέσσερς δραχμές το κιλό κι μ΄ είπι ότι τα πούλτσι όλα μι δέκα δραχμές. Δεν τ΄ν πίστεψα κι μ΄ έβγαλι το δελτίο παραγγελιών από το λάπτοπ κι είηδα ότι ήλιγι αλήθεια! Τ΄ ρώτσα πως τα κατάφιριν κι μ΄ είπι ότι τα βγαλιν από τα ιχτές στο ίντερνετ μι είκοσ΄ ευρώ κι τα κατέβασι σήμερα στα δέκα, επειδή έρητι η Κατρανοτσιβούλου. Όλ΄ το θάρεσαν ευκαιρία κι μέσα σι δέκα λεφτά τα πούλτσιν όλα!
Σαν απόσωσι του λόγο τς, χαιρέτσα γλήγορα γλήγορα κι κόσιεψα στου σπίτ΄, να προλάβω τ΄ μπάμπου, να μη θαρέσ΄ ευκαιρία τ΄ μπλάκ φράιντεϊ κι χιρήσ΄ να παραγγέλν΄. Καλά που είχι πέσ΄ του ίντερνετ΄ κι πρόφτακα κι έσωσα τ΄ σύνταξ΄!!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα