Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ καλά είμι, μόνι η μπάμπου μ΄ δε μι τα λέει καλά κανα δυό φορές. Έχει από τ΄ Δευτέρα, μι γίνκι ντάτσκα, να πάου σ΄ ένα πιχνίδ΄ στ΄ν τηλεόρασ΄, που του λέν ζουρλάιβορ.
Τ΄ λέου ότι αυτά δε νι για τ΄ ημένα, γιατί ιγώ είμι πάππος, αλλά αυτή μι λέει ότι τ΄ν είπι η Νάσαινα ότι θα πάει ου Νάσιους κι ότι έχουν κι ικεί οι διάσημ΄ έναν πάππο κι τουν έχουν κι αρχηγό. Άφκι που άμα κερδίσου λέει ότι θα γιουμώσουμι παράδις. Ιγώ τώρα ούτι να ακούσου δε θέλου για τ΄αυτά, αλλά άμα δεν τ΄ δώκου σημασία μπορεί να μι κουβαλής΄ στ΄ Ντράμστα όλες τς ΜΚΟ για τ΄ν ισότητα των δυό φύλων κι να βρώ κανα μπελιά.
Καλά τ΄ν είπα, τ΄ν Τετράδ΄ το βράδ΄ δε θα πάου στου καζαναριό κι θα κάτσουμι να του ιδούμι αντάμα, αλλά άμα είνι να πάου, θα ρθεις κι ισύ αντάμα, να εμη είμι κι μόναχους!
Σαν να ταν βαλτοί κι αυτοί τ΄ν Τετράδ΄, έφκιαναν ότ΄ ήθιλα να ιδή η μπάμπου μ΄ κι να σκιαχτεί. Είχαν πρώτα κάτ΄ γκούβες μι καθαρό νερό, αλλά για να τς απεράης θελ να ξέρς μπάνιο κι η μπάμπου κι στς Χαλκιδικές που πααίνουμι τα καλοκαίρι, πααίν΄ μέχρι ικεί που πατάει κι για τ΄ αυτό, όλο μι ρουτούσι: «Ικεί που κολυμπούν τώρα αυτοί, πατώνουν»; Τι να πατώσουν; τ΄ν ήλιγα. Άμα πατώνουν δε νι αγώνισμα, είνι σχολικός περίπατους. Σκιάχκι η μπάμπου! Φουβήθκι ότι άμα πάει μπουρεί να κι να πνιχτεί.
Ύστιρα από τ΄ αυτό, τ΄ς έβαναν σι κάτ΄ γκούβες, μέσα στ΄ λάσπ΄ κι έπρεπε να βγουν από τ΄ ικεί κι γένταν ένα μι τ΄λάσπ΄, άφκι που καμιά φορά απόμνισκαν κι μέσα στ΄ λάσπ΄. Ήταν μιαν απού τ΄ν ήλιγαν Λουλουδάτ΄ κι αυτήν όλο μέσα στ΄ γκούβα απόμνισκι. Του είδι η μπάμπου κι μι ρώτσι: «αφνούς απού δε μπορούν να βγουν απ΄ το λάκκο, τι τς φκιάνουν; Τς βγάνουν τουλάϊστουν ύστιρα, ή τς αφήνουν ικεί»; Τι, να τ΄ν πω; Έμ΄ ήθιλα να τ΄σκιάξου, εμ δεν ήθιλα να τ΄ν πω κι ψέμματα. «Δεν ξέρω», τ΄ν είπα. «Μπορεί κι να τς βγάνουν, μπορεί κι να τς αφήνουν».
Ικεί από σκιάχκι πλειότερο, είνι ικεί απού ένας πήρι ασυλία κι τουν κρέμασαν στο λαιμό κάτ΄ κόκκαλα από πεθαμέν΄ κι μι ρώτσιν: «Άμα πάρω κι ιγώ ασυλία, θα μι κρεμάσουν αυτό το φόβιο το σέι στο λαιμό»; Δε γένητι αλλοιώς, τ΄ν είπα. Φουβήθκι η μπάμπου. Γίγκιν κίτριν΄, σαν το λιμόν΄. «Κι άμα δεν πάρω ασυλια τι γένητι», μι ρώτσιν. Μπορεί κι να σι δώξους, τ΄ν είπα. «Κι τι σκλιά γυρεύουμι να πάμι, μ΄είπιν». Δεν είπα τίποτας. Χάρ΄κα από μέσα μ΄!
Ύστιρα από τ΄ αυτό τς έμασι όλνους σ΄έναν τόπο σκιαδερό, που μόνι που τουν ήγλιπις, μαζώνταν η ψχή σ΄. Αυτό θα να ταν τίποτα παληά μνημόρια. Δε νι που ήταν ου τόπους φόβιους, ήταν κι αυτός ο παρουσιαστής, που έβανι όλο γκουντουσλίκια. Αυτός αντί να βάλ΄ τς παίχτες να ρνεύουν, έβανι όλο φτύλια. Αψόμωτο τον ήλιγαν.
Δεν άντεξε η μπάμπου, σκώθκι κι έκλεισι τ΄ν τηλεόρασ΄! «Δεν πααίνου καν΄ πθενά», μι λέει! Ούτι ισύ θέλου να πας. Τράβα κι στο καζαναριό, τράβα κι στα Τσουτύλια, πιέ κι ρακιά, πιέ κι φρέντα, μόνι στο ζουρλάιβορ να μι πάμι.
Ότ΄ πεις τ΄ν είπα, κι από μέσα μ΄ σκέφτουμαν, πόσο χρήσιμο είνι καμιά φορά το ζουρλάϊβορ.
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα