Εκείνη η 28η Μάιου ήταν σκοτεινή. Πυκνά σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό και μαζί του και τις καρδιές των πολιορκημένων. 54 μέρες είχαν περάσει από τη στιγμή που η κοιλάδα του Λύκου καλύφθηκε από σκηνές, σημαίες με την ημισέληνο, κανόνια και πλήθη στρατιωτών που ζητούσαν αίμα. 54 μέρες μαχών, βομβαρδισμών, καπνών, νεκρών, πληγών και ηρώων… 54 ημέρες από την πρώτη στιγμή που οι κάτοικοι της Πόλης αγνάντευσαν με απόγνωση και ελπίδα στο πέλαγος καρτερώντας ένα λευκό πανί από τη Δύση, μήνυμα ότι η σωτηρία δε θα’ ταν μακριά… 54 μέρες και αυτό το μήνυμα δεν είχε φτάσει ακόμα… κι όλα το φώναζαν: δε θα έφτανε ποτέ…54 μέρες είχαν περάσει από την πρώτη στιγμή που οι προσευχές δυνάμωσαν, με την ελπίδα ότι η Παναγιά η Ελευθερώτρια θα ξαναελευθέρωνε την Πόλη της, όπως το έκανε αδιάκοπα στα 1000 χρόνια της πορείας της Βασιλεύουσας. 54 μέρες προσευχών και ελπίδας που γκρεμίστηκαν σε μια στιγμή, όταν η πολυαγαπημένη εικόνα της Βασίλισσας έπεσε στο λασπωμένο δρόμο, στη διάρκεια της λιτανείας… κάποιοι φώναξαν μέσα στον πανικό ότι η Παναγιά δεν είχε κάνει δεκτή τη δέηση των πολιορκημένων, ότι ο Ουρανός τους είχε γυρίσει τα νώτα… κάποιοι προσπάθησαν να καθησυχάσουν το πλήθος, να πουν ότι η πτώση της εικόνας δε σήμαινε τίποτα άλλο από την κόπωση και την απροσεξία εκείνων που την κρατούσαν, αλλά τα τρομαγμένα πρόσωπα και τα δάκρυα και οι λυγμοί μαρτυρούσαν ποια ερμηνεία είχε πιστέψει ο λαός. Από την κοιλάδα έφταναν τώρα σαν κύμα οι αλαλαγμοί και οι τυμπανοκρουσίες. Οι κραυγές των δερβίσηδων και οι επευφημίες των πλιατσικολόγων έκαναν τις καρδιές των πολιορκημένων να τρέμουν από φόβο, πιότερο από τον ήχο των κανονιών και του γκρεμίσματος των τειχών: Ο Μωάμεθ επιθεωρούσε τα στρατεύματά του και επαναλάμβανε την υπόσχεση που είχε δώσει: 3 μέρες λεηλασίας για την Πόλη που είχε στοιχειώσει τα όνειρά του. Πίσω από τα τείχη, εκείνη τη μέρα όλα ήταν σκοτεινά και η μοναδική ελπίδα, η πολυαγαπημένη ελπίδα βρισκόταν ταλαιπωρημένη μα αγέρωχη στο παλάτι των Βλαχερνών. Βρισκόταν στο παλάτι, μαζί με τους συμβούλους του, δακρυσμένος, εξουθενωμένος όχι από τις ημέρες που είχαν περάσει, μα από τις ώρες που ήξερε πως θα έρθουν… κατάκοπος από το σκοτάδι που πλησίαζε… Όσοι περνούσαν από το δρόμο, κοιτούσαν ψηλά προς στα παράθυρα του παλατιού μήπως κάποιος Αξιωματούχους τους γνέψει κάτι αισιόδοξο… οι υπόλοιποι, γέροντες γυναίκες και παιδιά είχαν καταφύγει στην Αγιά Σοφιά, περιμένοντας από εκεί ένα σημάδι…
Ξαφνικά άνοιξαν οι πόρτες του μεγαλόπρεπου Ναού, και τρέχοντας όρμησαν μέσα πολεμιστές, με καπνισμένα πρόσωπα και σκονισμένα χέρια. Ήταν οι υπερασπιστές των τειχών που εγκατέλειπαν ο ένας μετά τον άλλον τις θέσεις τους, για να μεταλάβουν- κανένας τους δεν ήθελε να φύγει ακοινώνητος… μαζί τους, μπήκε και ο Αυτοκράτορας, ως ένας ακόμα χριστιανός, που ήθελε να ‘ναι έτοιμος. Σαν τον είδαν οι άνδρες αναθάρρησαν… το ίδιο και το πλήθος… για όλους εκείνους ήταν ο Σωτήρας τους… για εκείνον αυτοί ήταν το μαρτύριο του: έτσι όπως τον κοιτούσαν, ανήμποροι γέροντες, μανάδες με μωρά στην αγκαλιά, νεαρά κορίτσια με ομορφιά σαν κατάρα, και τέτοιο του έστελναν μήνυμα με τη σιωπή και τα δάκρυά τους: «σώσε μας Άρχοντα…» μαρτύριο ήταν για το Βασιλιά η ύστατη κοινωνία. Κοινώνησε και έφυγε βιαστικός για τα τείχη. Η εικόνα των εχθρών του, τον θύμωνε κι αυτό του έδινε δύναμη. Η εικόνα των ικετών τον πονούσε κι αυτό τον έκανε να δειλιάζει… Τα τείχη… εκείνα τα τείχη που είχαν προστατέψει την Πόλη μέσα στους αιώνες, την εγκατέλειπαν κι εκείνα, κομμάτι κομμάτι… εκείνα τα τείχη που για το χατίρι τους είχε στεφτεί βασιλιάς με στέμμα από βότσαλα… δεν ήθελε να έχει πολύτιμους λίθους στο κεφάλι του, αφού η Βασιλεύουσα δεν είχε τείχη σαν κορώνα στη δική της κεφαλή… σ΄εκείνα τα τείχη που ενωτικοί και ανθενωτικοί αρνήθηκαν να ενωθούν για να τα φτιάξουν, σ΄εκείνα τα τείχη κατέφυγε ο Αυτοκράτορας.Με το άλογό του κάλπασε από την μια άκρη τους ως στην άλλη, αγκάλιασε έναν έναν τους υπερασπιστές και τους ευχαρίστησε με όλη τη δύναμη της ψυχής του που δεν τον είχαν αφήσει μονάχο του… ο ήλιος που εκείνη την ημέρα δεν είχε χαρίσει όλη τη λάμψη του για τελευταία φορά, χάθηκε εντελώς πίσω από τα σύννεφα… ο Δικέφαλος αετός έσβησε στις σκιές του δειλινού… κι έπειτα ήρθε η νύχτα… μια νύχτα που την φώτιζαν οι φωτιές από την κοιλάδα και τα κεράκια στους ναούς και στα σπίτια… μόνο φωτιές… κανένας ήχος…
Ήταν μεσάνυχτα -3 ή 4 ώρες πριν χαράξει- και ουρλιαχτά χτύπησαν τα τείχη της Πόλης, σαν δαίμονες. Μέσα στο σκοτάδι φωτιές και κραυγές πλησίαζαν σαν χείμαρρος τις Πύλες, και στο παιχνίδισμα τους αποκάλυπταν τις άγριες μορφές. Χιλιάδες σκάλες στήθηκαν στα τείχη και ξαφνικά σκιές σκαρφάλωναν πάνω τους… τα παιδιά των τειχών δυο- δυο, τρεις- τρεις, έσπρωχναν τις σκάλες, έριχναν βράχια και τότε οι κραυγές της επίθεσης έσμιγαν με τα ουρλιαχτά του πονου… χιλιάδες βασιβουζούκοι θέλησαν να είναι αυτοί που θα παρέδιδαν την Πόλη στο Σουλτάνο, μα βρέθηκαν μπροστά στα βέλη και στα βράχια των Βυζαντινών… σαν έβλεπαν ότι δεν το μπορούσαν να κάμψουν τα πέτρινα και τα ανθρώπινα τείχη της Βασίλισσας του Βοσπόρου έκαναν να τραπούν σε φυγή, αλλά οι στρατιώτες του Σουλτάνου τους περίμεναν και δυο επιλογές τους έδιναν: ή θα ορμούσαν στην Πόλη κι ας πέθαιναν, ή θα πέθαιναν από τα ρόπαλα των Οθωμανών… ώρες κράτησε αυτός ο χορός της βίας, με τους ατάκτους να ορμούν στα τείχη, να δέχονται τα χτυπήματα των Βυζαντινών, να υποχωρούν για λίγο και υπό την απειλή των Τούρκων να ορμούν ξανά…αυτό που δεν είχαν καταλάβει οι πλιατσικολόγοι ήταν ότι ο Σουλτάνος δεν είχε ποτέ πιστέψει στην στρατιωτική τους δεινότητα. Τους ήθελε να κουράσουν τους υπερασπιστές της Πόλης… τους ήθελε και για κάτι ακόμα: τα νεκρά κορμιά τους που σιγά σιγά σχημάτιζαν λόφους, θα χρησίμευαν στον οργανωμένο του στρατό για να φτάσει – πατώντας πάνω τους μέσα στην τάφρο- πιο κοντά στα τείχη…
Η Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου τα τείχη χαμήλωναν- δέχτηκε αναπάντεχα την επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων, ενώ το μεγάλο κανόνι τράνταξε τα τείχη κι ένα τμήμα του κατέρρευσε. Εκατοντάδες Τούρκοι όρμισαν στα χαλάσματα αλλά οι Βυζαντινοί έστεκαν καλά… εκεί βρισκόταν και ο Κωνσταντίνος, εκεί και ο Ιουστινιάνης. Εκεί όρμησε από την κοιλάδα και ο Σουλτάνος, μπροστάρης ο ίδιος της τελικής μεγάλης επίθεσης. Τώρα η μάχη δινόταν σώμα με σώμα, μέσα στη νύχτα που είχε αρχίσει να φεύγει νωχελικά. Εκεί στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού παίχτηκε το δράμα της Πόλης και του Κωνσταντίνου, μα άρχισε πιο πέρα κοντά στην Πύλη της Αδριανούπολης, εκεί όπου τα τείχη δεν προστατεύονταν από τάφρο. Εκεί σ’ αυτό το μοναχικό σημείο μια πόρτα, όχι Πύλη, μια πόρτα μικρή και ασήμαντη έμελλε να αλλάξει την πορεία της νύχτας, ως ο ύστατος, πιο εκκωφαντικός οιωνός.
Η Κερκόπορτα ειχε μείνει αφύλακτη κι από εκεί τρύπωσαν δεκάδες Οθωμανοί και ύψωσαν τα λάβαρα τους… εκείνα τα λάβαρα άλωσαν την Πόλη, όχι ο στρατός, ούτε οι άτακτοι, μόνο οι σημαίες που κυμάτισαν ξαφνικά στο πρώτο φως, τάραξαν τους αμυνόμενους και έδωσαν φτερά στους επιτιθέμενους… «Εάλω η Πόλις» φώναξαν με τρόμο όσοι είδαν το σημάδι στα τείχη, πιστεύοντας μέσα στην κόπωση και στη ζάλη ότι κάτω από εκείνες τις σημαίες ορδές των εχθρών είχαν νικήσει τα τείχη… δεν ήταν έτσι, λάθος είχαν κάνει όσοι ερμήνευσαν με τη λόγική όσα τα μάτια τους έβλεπαν… μα κι αν ήταν λάθος εκείνη η πρώτη κραυγή, είχε γίνει όπλο στα χέρια του Σουλτάνου… και μαχαιριά στις ψυχές των κουρασμένων ηρώων της Πόλης, που δεν είχε ακόμα αλωθεί… κι έπειτα ήρθε η δεύτερη μαχαιριά, στο κορμί του Ιουστινιάνη… «μείνε ακόμα αδερφέ, σε έχουμε ανάγκη» τον ικέτευε ο Κωνσταντίνος, μα ο Γενουάτης στρατηγός δεν άντεχε άλλο… στη φυγή του, μέσα σε δυσβάσταχτους πόνους, τον ακολούθησαν οι άνδρες του, κι έτσι έμεινε η Πύλη του Αγίου Ρωμανού με μοναδικό υπερασπιστή τον Κωνσταντίνο… τον Κωνσταντίνο της μοναξιάς και της Θυσίας: σ’ όλη του τη ζωή ήταν μόνος αυτός ο άνδρας… τα αδέρφια του τον είχαν εγκαταλείψει στο όνομα των συμφερόντων της πολιτικής, οι γυναίκες της ζωής του είχαν χαθεί, οι σύμμαχοί του τον είχαν αφήσει στη μοίρα του και τώρα ο πιο πιστός του συνοδοιπόρος σ’ αυτή την περιπέτεια είχε φύγει… μόνος και μοναδικός ο Κωνσταντίνος, στην τελευταία ώρα της Πόλης… μόνος και μοναδικός μέσα στους πολλούς την ώρα που ξεψυχούσε…
Έχει ξημερώσει η 29η Μαίου, ημέρα μνήμης της Αγίας Θεοδοσίας… οι κάτοικοι της Πόλης σπεύδουν στο Ναό της, στη συνοικία του Αγιάκαπου… Χασάν πασά τζαμί, θα τον ονομάσουν αργότερα οι κατακτητές… εκεί θα τους συναντήσουν οι πρώτες ομάδες Οθωμανών που ορμούν από την Πύλη του Ρωμανού, ανυπομονώντας να ξεκινήσουν τη λεηλασία… εκείνοι οι πρωινοί προσκυνητές της Αγίας Θεοδοσίας θα είναι οι πρώτοι των αμάχων που θα πέσουν στο πλακόστρωτο… θα ακολουθήσουν κι άλλοι… πολλοί… χιλιάδες σφαγές, χιλιάδες βιασμοί, χιλιάδες σκλάβοι… μέσα σε λίγες νυχτερινές ώρες, η βυζαντινή Πόλη είχε βυθιστεί στη νύχτα που έσβησε τον αετό της Δόξας της.
www.eptalofos.gr