Eίτε να τους σκοτώσει και τους δύο, είτε να ευνουχίσει το μοιχό, είτε να τον εξαναγκάσει με βασανιστήρια να εξαχοράσει τη ζωή του στην τιμή που ήθελε ο απατημένος. Συχνά η εκτέλεση του μοιχού γινόταν με λιθοβολισμό, από πολλούς μαζί πολίτες, που πρόστρεχαν στις κραυγές του συζύγου.
Αν ωστόσο αποδειχνόταν ότι ο ένοχος είχε χρησιμοποιήσει βία για να συνευρεθεί με τη σύζυγο, τότε ο σύζυγος δε δικαιούταν παρά μιαν αποζημίωση, που το ύψος της οριζόταν από τους δικαστές και ήταν συνήθως μια μνα (100 δραχμές).
Μια από τις ποινές των μοιχών ήταν η ραφανίδωσις ή παράτιλμος, δηλαδή το μπήξιμο μιας ραφανίδος μεγέθους καρότου στον πρωκτό τους, οπότε στο εξής τους αποκαλούσαν ονειδιστικά ευπροίκτους. Άλλη ποινή ήταν το κούρεμα, γι’ αυτό και το είδος του κουρέματος που εμείς το λέμε «σύριζα», οι αρχαίοι Αθηναίοι το αποκαλούσαν μοιχόν. Το δικαστήριο μπορούσε να επιβάλει και πρόστιμο, τα μοιχάγρια.
Αν η γυναίκα που πιανόταν αυτόφωρα σε παράνομη σεξουαλική πράξη ήταν ανύπαντρη ή κόρη, ο αδερφός ή ο πατέρας είχε δικαίωμα να την πουλήσει σκλάβα.
Σε περίπτωση βιασμού παρθένας, το δικαστήριο επέβαλλε στο βιαστή πρόστιμο 10 μνων (1.000 δραχμών), δεκαπλάσιο δηλαδή από το πρόστιμο για το βιασμό παντρεμένης.
Κατά τον Πλούταρχο, σε άλλες ελληνικές πόλεις ο μοιχαλίδα πάθαινε ακόμη χειρότερα. Στην Κύμη π.χ. την έσερναν πρώτα στην αγορά και την ανέβαζαν σ’ ένα μεγάλο λιθάρι, για να τη δει και να τη χλευάσει όλος ο κόσμος. Μετά την κάθιζαν πάνω σ’ ένα γάιδαρο και τη γυρόφερναν σ’ όλη την πόλη, κάτω από λοιδορίες, βρισιές και φτυσίματα.
Τέλος την ξαναπήγαιναν στην αγορά, πάνω στο ίδιο λιθάρι, όπου τη «βάφτιζαν» ονοβάτιδα. Μ’ αυτόν τον ατιμωτικό «τίτλο» θα την προσαγόρευαν από τότε ώσπου να πεθάνει, απαγορεύοντάς της τη συμμετοχή σε θρησκευτικά καθήκοντα και κρατώντας τη σε καραντίνα «για να μη διαφθείρει και τις άλλες γυναίκες». Φυσικά, όπως και στην Αθήνα, ο σύζυγος την έδιωχνε από το σπίτι, γιατί κι αν ακόμη διανοούταν να δείξει συγκατάβαση και να τη συγχωρέσει, η κοινωνία θα τον αποκήρυχνε και θα τον περιφρονούσε σαν άτιμον.