Η τιμωρία της μοιχείας στην Αρχαία Ελλάδα
Μερικές βέβαια θα το ήθελαν, αν τυχόν ήταν αηδιασμένες από το σύζυγο ή ερωτευμένες με άλλον· αλλά στην αρχαία Αθήνα η μοιχεία ήταν έγκλημα βαρύτατο και η τιμωρία των μοιχών αφηνόταν στην διάκριση του δικαστή – αν έφταναν τελικά ως εκεί, γιατί οι παλιότεροι νόμου του Δράκοντα τους παρατούσαν στο έλεος εκείνου που τους έπιανε αυτόφωρα, ενώ οι νεώτεροι του Σόλωνα πρόσφεραν στο σύζυγο τρεις εναλλακτικές λύσεις:
Eίτε να τους σκοτώσει και τους δύο, είτε να ευνουχίσει το μοιχό, είτε να τον εξαναγκάσει με βασανιστήρια να εξαχοράσει τη ζωή του στην τιμή που ήθελε ο απατημένος. Συχνά η εκτέλεση του μοιχού γινόταν με λιθοβολισμό, από πολλούς μαζί πολίτες, που πρόστρεχαν στις κραυγές του συζύγου.
Αν ωστόσο αποδειχνόταν ότι ο ένοχος είχε χρησιμοποιήσει βία για να συνευρεθεί με τη σύζυγο, τότε ο σύζυγος δε δικαιούταν παρά μιαν αποζημίωση, που το ύψος της οριζόταν από τους δικαστές και ήταν συνήθως μια μνα (100 δραχμές).
Όπως γίνεται φανερό, ο νομοθέτης, συντάσσοντας τον περίεργο τούτο νόμο, θεώρησε πιο επικίνδυνη για την κοινωνική τάξη της αποπλάνηση από το βιασμό. Από δίκη περνούσαν οπωσδήποτε οι μοιχοί στην περίπτωση που δεν υπήρχε αυτόφωτο αδίκημα· και τότε ο δικαστής, εφόσον τους έκρινε ένοχους, τους καταδίκαζε σ’ οποιαδήποτε ποινή εκτός από θάνατο.
Μια από τις ποινές των μοιχών ήταν η ραφανίδωσις ή παράτιλμος, δηλαδή το μπήξιμο μιας ραφανίδος μεγέθους καρότου στον πρωκτό τους, οπότε στο εξής τους αποκαλούσαν ονειδιστικά ευπροίκτους. Άλλη ποινή ήταν το κούρεμα, γι’ αυτό και το είδος του κουρέματος που εμείς το λέμε «σύριζα», οι αρχαίοι Αθηναίοι το αποκαλούσαν μοιχόν. Το δικαστήριο μπορούσε να επιβάλει και πρόστιμο, τα μοιχάγρια.
Όπως είπαμε και σε προηγούμενες σελίδες, η τελευταία αυτή ποινή είχε ταξικό χαρακτήρα, αφού μονάχα οι πλούσιοι μπορούσαν να ξεμπλέξουν εξαγοράζοντας την ποινή τους.
Αν η γυναίκα που πιανόταν αυτόφωρα σε παράνομη σεξουαλική πράξη ήταν ανύπαντρη ή κόρη, ο αδερφός ή ο πατέρας είχε δικαίωμα να την πουλήσει σκλάβα.
Ένας μεταγενέστερος νόμος, που φαίνεται ότι επιχειρεί να περιορίσει κάπως τις καταχρήσεις του αρσενικού πληθυσμού σε βάρος του θηλυκού, δεν επέτρεπε στον Αθηναίο να πουλήσει την κόρη του ή την αδερφή του, κάτι που μέχρι τότε ήταν νόμιμο, παρά «μόνο» εφόσον αποδειχνόταν πως είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή πριν από το γάμο της.
Σε περίπτωση βιασμού παρθένας, το δικαστήριο επέβαλλε στο βιαστή πρόστιμο 10 μνων (1.000 δραχμών), δεκαπλάσιο δηλαδή από το πρόστιμο για το βιασμό παντρεμένης.
Μετά την καταδίκη της, η μοιχαλίδα διωχνόταν αμέσως από το σπίτι και στο εξής της απαγορευόταν να μετέχει σε θρησκευτικές τελετές· ενώ, αν παρουσιαζόταν μ’ εμφάνιση εξεζητημένη, ο καθένας μπορούσε να την προσβάλει, να της ξηλώσει τα κοσμήματα, να της σκίσει τα ρούχα, να τη βρίσει, να την εξευτελίσει.
Κατά τον Πλούταρχο, σε άλλες ελληνικές πόλεις ο μοιχαλίδα πάθαινε ακόμη χειρότερα. Στην Κύμη π.χ. την έσερναν πρώτα στην αγορά και την ανέβαζαν σ’ ένα μεγάλο λιθάρι, για να τη δει και να τη χλευάσει όλος ο κόσμος. Μετά την κάθιζαν πάνω σ’ ένα γάιδαρο και τη γυρόφερναν σ’ όλη την πόλη, κάτω από λοιδορίες, βρισιές και φτυσίματα.
Τέλος την ξαναπήγαιναν στην αγορά, πάνω στο ίδιο λιθάρι, όπου τη «βάφτιζαν» ονοβάτιδα. Μ’ αυτόν τον ατιμωτικό «τίτλο» θα την προσαγόρευαν από τότε ώσπου να πεθάνει, απαγορεύοντάς της τη συμμετοχή σε θρησκευτικά καθήκοντα και κρατώντας τη σε καραντίνα «για να μη διαφθείρει και τις άλλες γυναίκες». Φυσικά, όπως και στην Αθήνα, ο σύζυγος την έδιωχνε από το σπίτι, γιατί κι αν ακόμη διανοούταν να δείξει συγκατάβαση και να τη συγχωρέσει, η κοινωνία θα τον αποκήρυχνε και θα τον περιφρονούσε σαν άτιμον.