Κώστα Φαρμάκη
Το Ι.Χ. της εποχής μας ήταν το γαϊδούρι. Της μεταπολεμικής εποχής. Των δεκαετιών του ’50 του ’60 και του ‘’70. Δεν έκαιγε πανάκριβη βενζίνη,μα ούτε και πετρέλαιο. Μόνο χόρτο, κομμένο από τα τσαΐρια του κάμπου του χωριού. Πολυτέλεια είχε το τριφύλλι και στα πολύ δύσκολα κατά τον Μάρτη-γδάρτη το λεπτό άχυρο απ’ την πατόζα ήταν για το γαϊδούρι κάτι παραπάνω από σούπερ φούντ. Το κάθε σπίτι είχε κι ένα γαϊδούρι. Πάντα αρσενικό. Ποτέ όμως γαϊδούρα. Γιατί η γαϊδούρα είχε καθήκοντα. Έπρεπε να γεννήσει. Να θηλάσει, να μεγαλώσει το γαϊδουράκι της. Πράγματα, που οι αγροτικές δουλειές στο χωριό δεν το ήθελαν καθόλου. Και κάτι άλλο.Μεταξύ μας σχετικό με την έλλειψη της γαϊδούρας. Οι γάιδαροι του χωριού, όπως διαπίστωσα αυτοπροσώπως είχαν πάντα ένα παράπονο. Μεγάλο παράπονο. Ποτέ στη ζωή τους δεν είχαν δει, έστω και για δείγμα, το …άλλο τους μισό.
Η διχρωμία του γκρίζου και του μαύρου επικρατούσε στον πληθυσμό των γαϊδουριών του χωριού. Τα γκρίζα γαϊδούρια είχαν μάλιστα την σχετική πλειοψηφία και τα μαύρα ήταν λιγότερα σπάνια. Σε κάθε περίπτωση και τα μεν και τα δε την ίδια νίλα τραβούσαν στο χωριό.
Ο Γάιδαρος που σπάνια κυκλοφορούσε χωρίς το μόνιμό του αχυρένιο σαμάρι, στην πράξη δεν ήταν καθόλου μα καθόλου «γομάρι», όπως άγαρμπα τον προσφωνούσαν όλοι στο χωριό κι έκανε πολλές και δύσκολες δουλειές.
Έτσι κοντολογίς στα χρόνια που τον «γνώρισα» κατάλαβα όλα τα παρακάτω, που πρόσφερε αυτός ο εργατικός δούλος του ανθρώπου:
-Κουβαλούσε όλα τα ξύλα της χρονιάς για την σόμπα και το τζάκι του σπιτιού.
-Τα γκιούμια με το γάλα για τον έμπορα ή για το σπίτι ήταν δουλειά δική του.
-Πάντα αγόγγυστα έπαιρνε στην πλάτη του πότε τον κουρασμένο νοικοκύρη, πότε την κυρά του σπιτιού και πότε όλα τα παιδιά της οικογένειας.
-Ποτέ δεν κλωτσούσε και μόνο μαστίγωνε με την ουρά τον εαυτό του για να διώξει τις ενοχλητικές αλογόμυγες.
-Υπάκουος μέχρι αηδίας.
-Το συνώνυμο της υπομονής.
-Λιτοδίαιτος και με πολλές νηστείες από τροφή στο “ενεργητικό του”
-Δεν ήξερε καν τι θα πει «διαμαρτυρία» όταν τον πεδικλώναμε ή τον μακρυσκοινούσαμε (τον δέναμε με μακρύ σχοινί σε πάσσαλο ή δένδρο) για να βοσκήσει.
-Ήταν το καλύτερο GPS της εποχής μας για όλους εμάς, που δεν ξέραμε να βρούμε την στρούγκα ή το μαντρί. Εκείνος ξεκινούσε με τα κατούνια (πράγματα-φαγητά τσομπάνου) και με μας καβάλα ακολουθούσε πότε την δημοσιά και πότε το μονοπάτι. Μας έβγαζε πάντα στον προορισμό. Εμείς πολλές φορές είχαμε αποκοιμηθεί στο σαμάρι του και ξυπνάγαμε όταν μας υποδέχονταν τα τσομπανόσκυλα με γαβγίσματα κι ο γάιδαρος άρχιζε να «παρκάρει» στην στρούγκα ή στο μαντρί.
-Ήταν πολύ φιλότιμος και ποτέ «ΓΟΜΑΡΙ».
-Ήταν γάιδαρος.
(Φωτο: Μακρουβαγγιλή ή Παπαστέργιου-Μίχου Ευαγγελία)