Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ κι η μπάμπου μ΄ καλά είμιστι, μόνι έκατι να τα πάρουμι μι τ΄ν αράδα, για να σας πω τι γίγκιν ιχτές τ΄ν Πέφτ’!
Ιγώ απ΄ λέτι. πήγα ιχτές στου παζάρ΄ στου Λιαψίστ΄! Τώρα που σμαζώχκαν οι δλειές, είπα να κουσιεύου λίγου πλειότιρου στα παζάρια. Έρχνι απού του κιφάλ΄, αλά καλά πέρασα! Πήγα μι του χουριανό μ΄ του Μήτσιου του Μήτσαλη, να πιούμι έναν καφέ στου καφενείου τ΄ Πατρικίου. Πρου μη να πάμι για καφέ, πιρπάτσαμι αντάμα ως του φυτώριου, γιατί ου Μήτσαλης τα χούϊα τ΄ δεν τα αφήν΄, ούτι όταν βρέχ΄!
Σαν σέβκαμι στου καφινείου κι ήρθι ου Κυριάκους να πάρ΄ παραγγελιά, παράγγειλα τουν καφέ απού πίνου. Εσπρέσσο φρέντουν μέτριουν μι καστανή. Θιαμάχκι ου Κυριάκους που πίνου παγουμένου καφέ του Χ΄μώνα κι μι ρώτσι, γιατί δεν πίνου ζεστόν, να μη πλιβριτουθούν τα άντερα μ΄! Τουν είπα ότι τουν εσπρέσσο δεν τουν ευχαριστιούμι, γιατί είνι λίγους. Τι να ευχαριστηθείς απού μια δαχλήθρα; Αυτός ούτι στου κούφιου του δόντ΄ δε φτάν΄ να πάει!
Μ΄ είπι να πιω καπουτσίνουν κι τουν είπα ότι δε θέλου, γιατί άμα τουν μάθου, τι θα πίνου, όχι μόνι τώρα απού έχουμι σαρακουστή, αλλά κι όλουν του χρόνου, Τετράδες κι τα Παρασκιβές, που δε θα αρτένουμι απού γάλα;
Μ΄ είπι ότι έχ΄ γάλα απού μύγδαλα, αλλά στ΄ν αρχή δεν τουν πίστεψα. Βγαίν΄ γάλα απού μύγδαλα; Αυτός μ΄ ήλιγι ότι βγαίν΄, αλλά στ΄ ζουή μ΄ δεν είηδα καέναν, να αρμέγει ούτι μύγδαλα, ούτι μυγδαλιές. Ου Κυριάκους όμως ήλιγι ότι είνι απού μύγδαλου κι άμα λέει ψέμματα, να νι θκιά τ΄ η αμαρτία. Να σας πω τ΄ν αλήθεια, ύστιρα απόύ τ΄ αυτό, τουν ήπια κι μ΄άρισι. Τώρα τηρώ στου ίντερνετ, θάρουμ βήκι κι κα΄να κουκουρέτς κι κανα κεμπάπ απού μύγδαλου, για να πάου του Σαββάτου να γυρέψου απού τουν Πράππα ή απού τουν Κουσμίδη στου Τσουτύλ΄!!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα