Τί θα ήταν οι τόποι χωρίς τη στοργή των ανθρώπων που τους έζησαν?
Ψηλά στο πανέμορφο φθινοπωρινό Καταφύγι, στα Πιέρια,
σε υψόμετρο 1400 μ., συνάντησα τον μπαρμπα-Χαρίση Χαρισίου,
που φτιάχνει ακόμη, λίγο λίγο το πατρικό του σπίτι.
Μου διηγήθηκε πως ήταν μωρό το 1943 όταν οι Γερμανοί λεηλάτησαν και έκαψαν το πλούσιο τότε χωριό του με τους 3.500 κατοίκους και σκόρπισαν σαν τρομαγμένα πουλιά, στις γύρω περιοχές.
Έζησαν λίγα χρόνια σα νομάδες, και με την απελευθέρωση, άλλοι, πήγαν στην Κατερίνη, άλλοι στην Κοζάνη και στη Θεσσαλονίκη, κι άλλοι στο Βελβεντό.
Το χωριό δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ όπως πριν…
Στο τεράστιο, και αναπαλαιωμένο σήμερα, σχολείο του δεν ακούστηκε ποτέ ξανά το κουδούνι, και στην αυλή του δεν έπαιξαν ξανά παιδιά, μα η αγάπη των Καταφυγιωτών για τη μάνα γη τους, τους ώθησε να κτίσουν ξανά όμορφα παραδοσιακά σπίτια για τους μήνες του χρόνου που ο καιρός είναι καλός.
Μπορεί να έχασαν το μερτικό τους απ’ τις χαρές που θα τους έδινε η ζωή σ’ αυτό το όμορφο χωριό μέσα στο χρόνο, μπορεί σήμερα οι κάτοικοί του να είναι ελάχιστοι, αλλά η νοσταλγία γι αυτά που δεν χάρηκαν,
και η ακατανίκητη επιθυμία για επιστροφή στον αγαπημένο τόπο, έκανε τη γενιά του μπαρμπα-Χαρίση να κτίσει πετραδάκι πετραδάκι ένα χωριό από την αρχή…
“Ανεβαίνω και με τα πόδια”
μου είπε, “δυόμισυ ώρες δρόμο, δουλεύω και κατεβαίνω. Το έφτιαξα για τα παιδιά μου”…
Είχα μπροστά μου, μια αληθινή ιστορία ζωής…
Απ’ αυτές, που μετατρέπουν μια απλή περιήγηση,
σε επίσκεψη της ψυχής….
Καταφύγι: “…μωρό το 1943 όταν οι Γερμανοί λεηλάτησαν και έκαψαν το πλούσιο τότε χωριό του με τους 3.500 κατοίκους και σκόρπισαν σαν τρομαγμένα πουλιά, στις γύρω περιοχές..” Ολυμπίας Τσικαρδάνη
89