Το 1960 στις 24 του Δεκέμβρη, μόλις εφτά χρόνων χνούδαλο (μικρό) τότε, ετοιμάστηκα να πω τα κόλιαντρα (κάλαντα). Θα ήταν η πρώτη φορά. Γι’ αυτό, από το μεσημέρι κιόλας άρχισα να ετοιμάζομαι. Άδειασα το σακούλι το μάλλινο από τα τετράδια ,τα βιβλία και τα μολύβια για να το έχω για τον ώμο μου. Σ’ αυτό θα έβαζα τα φιρίκια, τα μήλα, τα σύκα και τα μισά πορτοκάλια, που θα μάζευα από τα κόλιαντρα. Στο τραγούδι όλα καλά .Το είχα μάθει νεράκι. Είχα κάνει και πρόβες. Να δω άμα το ξέρω απέξω. Αυτό ήταν πολύ εύκολο. Η αρχιμηνιά όμως, που λέγαμε στα Σούρβα, ήταν κομμάτι δύσκολη για μένα και την μπέρδευα. Εκεί που έλεγε: «το καλαμάρι έγραφε την μοίρα του την έλεγε», η μοίρα η δική μου το είχε να το χάνω το πράμα, γιατί κι αυτό το ευλογημένο και πολύ τρανό ήταν και πολλά πράγματα έλεγε για τον Αη Βασίλη από την Καισαρεία.
Είπα στην μάνα μου να με ξυπνήσει στις 12 τα μεσάνυχτα. Ο φίλος μου ο Γιώργος ο χωραφάς, που τώρα αγναντεύει τα ανεμοσούρια στην Ελβετία πέρασε απ’ το σπίτι για να γκιζιρίσουμε μαζί. Έτσι είχαμε συμφωνήσει. Χιόνιζε απαλά αλλά και φυσούσε κάπου κάπου. Έβαλα χοντρά μάλλινα σκφούνια, μακρύ μάλλινο παντελόνι και σοσόνια με κουμπιά. Πανωφόρι είχα μια μανδύα, βοήθεια από Αμερική κι ένα κόκκινο μάλλινο σκουφί με μια φούντα στην κορυφή του.
Αφού αρματώθηκα καλά ξεκινήσαμε. Πρώτα πήγαμε στην θειά την Νάτσινα. Αρχίσαμε το τραγούδι, μα λίγο απ’ το κρύο, λίγο απ’ τον ύπνο η μισή ομάδα δεν τραβούσε. Στα μισά απ’ το τραγούδι έχασα την λαλιά μου αλλά τραγουδούσε και για μένα ο Γιώργος. Η θειά Νάτσινα που βγήκε εντωμεταξύ στην πόρτα, με τρόπο ευγενικό μας σταμάτησε αφού μας έδωσε από τρία σύκα και από ένα ολόκληρο μήλο. Πήγαμε από την πάνω μεριά για να τα πούμε στην θειά μας την Γιώργινα .Την Φραγκουγιώργινα. Επειδή είχαμε κάνει προθέρμανση νωρίτερα, εδώ τα είπαμε μια χαρά. Τελειώσαμε μα η πόρτα δεν άνοιγε. Η θειά ήταν στο ισόγειο, στο μαντζάτο και ετοίμαζε το γουρούνι που είχαν σφάξει. Χτυπήσαμε την πόρτα ,κι ήρθε η θειά με λιγδωμένα τα χέρια της .Μας είπε να βελάξουμε για το καλό του κοπαδιού. Κι εμείς που είχαμε βελάξει από το κρύο, τι να κάνουμε οι φουκαράδες, βελάξαμε και για το έθιμο. Η θειά μας έβαλε στα σακούλια από ένα ολόκληρο μανταρίνι και δυό ξυλουκέρατα. Μας είπε : «άϊντι κι τ χρόν πιδιά μ» και προχωρήσαμε προς την Νταλλαγιώργινα. Με πιο πολύ θάρρος, είχαμε ξενυστάξει πλέον, ανεβήκαμε τα πέτρινα σκαλιά της σκάλας και τα είπαμε στην Νταλλαγιώργινα. Μας έδωσε σύκα κι από ένα πορτοκάλι. Ένα κρύσταλλο μεγάλο ξάφνου έπεσε κοντά μας και πεταχτήκαμε επάνω, κι η θεία η Γιώργινα αμέσως το μάλωσε:
«Ι να κλείϊς κι να μη φανείς λαχτάρσις τα πιδιά»
Στην συνέχεια πήγαμε στην θειά μου την Ρίνα, την Λαδουρίνα .Όμορφη και στα σαράντα της και πολύ προκομένη γυναίκα. Ήταν πολύ μπροστά από τις άλλες γυναίκες του χωριού. Είχε σχέση με την Μαργέτα στην Πρόνοια. Η Σταματία, η μικρή της κόρη μας φώναζε συχνά και μας έδινε γάλα σκόνη, βοήθεια από την Αμερική κι αυτό. Αυτή λοιπόν η θειά μου με είχε μάθει κι ένα «άτακτο » τραγούδι που έλεγαν στην Κοζάνη τις Απόκριες. Εγώ ντρεπόμουνα πολύ που το άκουγα κι εκείνη με εξηγούσε πως το τραγούδι δεν ήταν καθόλου άτακτο αλλά πολύ τακτικό έθιμο στους σιούρδους στην Κοζάνη. Το θυμάμαι. Δεν το ξέχασα. Δεν είναι βέβαια επίκαιρο, μα σε 2-3 μήνες θα είναι. Είναι αυτό εδώ το μικρό:
«Πουτσ ανά μπριό μπριό, πουτσ ανάβουν τις φουτιές-Μες του μνη μπριό μπριό μες του μνήμα του βαθύ»
Τα είπαμε λοιπόν στην θειά την Ρίνα κι εκείνη μας πήρε μέσα. Στο σπίτι. Είχε το τηγάνι στην φωτιά. Τηγάνιζε κρεμιδοκεφτέδες, που μοσχομύριζαν. Αφού μας φίλεψε μας είπε κι αυτή να βελάξουμε, παρότι δεν είχαν στο σπίτι τους ούτε αρνιά ούτε και πρόβατα. Μόνο τρεις φλόρες κατσίκες είχαν. Τις βοσκούσε στα κέδρα κάθε μέρα ο πατέρας της Ρίνας ο παππούς ο Φώτης, ο Λαδουφώτης. Μας έδωσε κι από μία δραχμή τον καθένα. Μεγάλο καρδιά η θεία Ρίνα!
Βγήκαμε στο μπαλκόνι της και κοντοσταθήκαμε. Σ’ όλο το χωριό και από όλες τις μεριές μόνο κόλιαντρα άκουγες. Μεγάλη κατάνυξη στο ορεινό χωριό. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει κι εμείς συνεχίζαμε τα κόλιαντρα. Ένα άσπρο καπέλο έκατσε στο κεφάλι μας απ’ το χιόνι. Και οι μύτες μας απ’ το κρύο σαν κόκκινες πιπεριές Φλώρινας. Μα τα μούτρα μας χαρούμενα. Ήταν, ξέρεις, κόλιαντρα. Και τι κόλιαντρα. Τα καλύτερα στο χωριό.
Επόμενη …στάση η παπαδιά Θουδώρα, του Παπαδημήτρη, που ήταν συγγενής απ’ τη μεριά του πατέρα μου και ήταν απέναντι στους Μπαλαμάδες. Περάσαμε το λάκκο. Ήταν παγωμένος. Κατά λάθος στραβοπάτησα, έσπασε ο πάγος και μπλουν το σοσσόνι το δεξί πήρε νερό. Σιγά το πράγμα είπα και προχωρήσαμε. Εδώ η παπαδιά μας έδωσε από ένα μανταρίνι και ένα πενηνταράκι. Έτσι αυγάτισαν και οι παράδες μας. Πήγαμε κι αλλού μα δεν πήραμε σβάρνα κι όλο το χωριό. Έτσι ούτε το πρωί θα τελειώναμε. Πήγαμε εκεί, κακά τα ψέματά, που θα παίρναμε και κάνα ψιλό. Όμως εκείνο τον καιρό ο κόσμος δεν είχε λεφτά να δώσει, είχε μόνο πλούσια αγάπη που έδινε σ’ εκείνα τα φτωχά παιδιά. Σ’ εμάς.
Τελευταία αφήσαμε την γιαγιά μου την Χαρίκλεια, που ήταν απάνω στην ράχη. Κοντά στον Πουλιομήτσιο, τον Καλογιάννη Δημήτριο. Αυτός ο άνθρωπος είχε κάνει, μια …εφεύρεση στην κτηνοτροφία του χωριού. Πρόβατα, γίδια, γουρούνια, γελάδια και πράματα (γαϊδούρια και μουλάρια) όλα μαζί σ’ ένα κοπάδι στην βοσκή. Τέτοιο καλό πράμα ανακάλυψε ο μπάρμπα Μήτσιος. Μα κείνα τα χρόνια ατυχήσαμε. Είχαμε μεγάλη εξαγωγή τσομπάνων στην Ελβετία και έτσι η εφεύρεση δεν προχώρησε. Ας είναι καλά ο άνθρωπος, εκεί που βρίσκεται. Ανεβήκαμε λοιπόν τους Ντισιράδες με δυσκολία γιατί πολύ γλιστρούσε ο δρόμος. Φθάσαμε στην γιαγιά Γκουντούλινα, είπαμε τα κόλιαντρα, κι εκείνη μας πήρε μέσα να ζεσταθούμε στο τζάκι, που είχε μια γκζιούπα (μεγάλο κορμό) κι έκαιγε . Μας ασήμωσε με μία δραχμή στον καθένα. Και δυό μήλα κόκκινα. Και για το δρόμο μας έδωσε την αγάπη της. Αφού βέβαια πρώτα μας τάισε κιόλας. Τυρί σαγανάκι, όπως εκείνη ήξερε πολύ καλά να το κάνει. Μουσκεύαμε λαίμαργα το ψωμί και η νοστιμιά δεν τέλειωνε.
Βγήκαμε στην ράχη. Ακόμα τα κουλιαντρούλια του χωριού τραγουδούσαν τα κόλιαντρα. Εμείς είχαμε τελειώσει. Η χαρά μας όμως όχι. Κατηφορίσαμε κάνοντας γλύστρα (τσουλίθρα) στο χιόνι, μη χάσουμε την ευκαιρία. Φθάσαμε στους Παπαστεργιάδες κι εκεί χωρίσαμε με το φίλο μου τον Γιώργο. Στο σπίτι άνοιξα το σακούλι. Πλούσια τα ελέη. Μήλα ολόκληρα και μήλα μισά, μαυρισμένα αλλά μήλα, μανταρίνια, πορτοκάλια, σύκα, ξυλουκέρατα. Μόνο οι κουλούρες έλειπαν. Α! και τρεις ολόκληρες δραχμές και τρεις δεκάρες. Πολύ καλά για πρώτη φορά, είπα μέσα μου.
Έξω δυνάμωσε ο βοριάς και μέσα η σόμπα έκαιγε, κατακόκκινη. Ίσως κι απ’ την ντροπή της. Που δεν μπορούσε η δύστυχη τα κόλλιαντρα να πει κι αυτή, όπως η αφεντιά μας. Εκείνη την κάτασπρη, χιονισμένη και απαλή βραδιά των δικών μας Χριστουγέννων. Των Χριστουγέννων του χωριού.
Κ. Φαρμάκης
Ξάνθη
12