Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ καλά είμι κι απ΄τα σήμιρα, είμι κόμα κι καλύτιρα. Για να τα πάρουμι μι τ΄ σειρά, για να σας πω κι γιατί είμι κόμα κι καλύτιρα.
Ιπροχτές είχαμι πάει στου καζαναριό μι το Γούλα κι του Μίχου. Όπως ήπναμι λέει ου Γούλας: «Καλά το βρήκαμι ιδώ, μόνι μι μας αγκαλέσ΄ καένας κι μας πλακώσουν απ΄ το κιφάλ΄ τα προστίματα». Σκέφκι λίγου ου Μίχους κι λέει: «αυτό αφκέτι του σ΄ ημένα, μόνι να κάμτι ότ΄σας πω». Καλά, τουν είπαμι, κάμε ότ΄ θαρρείς ότι είνι καλύτιρο.
Κόμα δεν απόσωσάμι τ΄ν κουβέντα κι έβγαλι απ΄τον πρόπκατο το άιφον. Πήγε στς ρυθμίσεις κι έβγαλι αυτό απού λέει «αποστολή στοιχείων μου» για να χει απόκρυψ΄ κι πήρι ένα νούμερο. Μας είπι πρου μη να πάρ΄: «ότ΄ κι να ακούστι, μούλουξέτι κι αφκέτι το σ΄ ημένα». Κάμε ότ΄ καταλαβαίντς, τουν είπαμι κια οι δυό.
Πήρι στ΄ν Κουζιάν΄ κι γύρεψε τον εισαγγελέα υπηρεσίας κι όταν τ΄ τον έδωσαν, είπι ότι θέλ΄να κάμ΄ μια καταγγελία. Είπι στον εισαγγελέα ότι στο καζαναριό στ΄ Ντράμστα πααίνουν κάθε μέρα στς 11:00 η ώρα ο Γούλας τ΄ Κουρκουλόζ΄, ου Μίχους ου Φιάκας κι ου Κώτσιους ου Τσιαμήτς, πίνουν ρακιά κι ψένουν μεζεκλίκια κι γλεντούν κι τραγδούν κι δε βάνουν κι μάσκες. Κι μέσα στο τρανό το ντλάπ΄ κρύβουν τ΄ν τραμαντζάνα μι του ρακί κι τα μεζέδια. Κι τον είπι ότι άμα δεν ψτεύ, ας έρθ΄ ταχιά να τς τσακώσ΄ εν τη τελέσει του αδικήματος. Τώρα αυτό το «εν τη τελέσει του αδικήματος» δεν το πολυκατάλαβα, αλλά ο Μίχος έχ΄ κι αγγονή δικηγόρο κι τα ξέρ΄ καλύτιρα.
Σαν έκλεισι το τηλέφωνο τον περίλαβάμι μι το Γούλα, μόνι αυτός ατάραχος μας τηρούσι κι μας είπι: «δε σας είπα αυτό αφκέτι του σ΄ ημένα κι μ΄ είπητι κάμε ότ΄ θαρρείς ότι είνι καλύτιρο»; Τουν είπαμι: «πε μας τι έης στο νου σ΄, για να ξερουμι τι να κάμουμι».
Πήρι πρώτα κι καήπιωσε τ΄ν τραμαντζάνα στο λάκκο για να μη τ΄ βρουν κι έβαλε στο τρανό το ντλάπ δαδί, προσανάματα κι ένα μπουκάλ΄ οινόπνευμα απ΄ το γαλάζιο κι μας είπι: «ταχιά προτού από τς έντεκα θα στείλτι τα ες εμ έσια σας, θα βάλτι μάσκες κι θα κάμτι δλειές στ΄ν αυλή κι δε θα σταματήστι, άμα δε ρθει ου εισαγγελέας».
Ιχτές έφεξι η μέρα κι πριν από τς έντεκα εκαμάμι όπως μας ορμήνεψε ου Μίχους. Κατά τς εντεκάμ΄σ άκσαμι σιαματά στ΄ν πλατέα. Άξα τς σειρήνες κι είηδα από τ΄ν ακρίτσα τς κούρσες τς αστυνομίας μι τα γαλαζιόφωτα από πάν΄ να κλώντι λόϋρα κι γένταν ένας λόσκοτος μα τι λόσκοτος. Απ΄ ότ΄κατάλαβα περικύκλωσαν το καζαναριό, έβαλαν κι σκοπό απ΄όξω κι χήρσαν να γυρεύουν ημένα το Γούλα κι του Μίχου.
Ιγώ κάθουμαν στο χαϊάτ κι ψευτοκάρφωνα . Ικείν τ΄ν ώρα σέφκι ένας ξερακιανός μι σουρλωτό κιφάλ΄ στ΄ν αυλή κι πήγα κατ΄ ικεί μι το σκεπάρ΄ στου χέρ΄. Μι λέει: «γυρεύω τον Κωνσταντίνο Τσιαμίτη του Δημητρίου κι είμι εισαγγελέας». Τουν λέου «εγώ είμι κύριε εισαγγελέα κι πέ μοι που μπορώ να σι βοηθήσω». Μι λέει «τι φκιάντς ιδώ»; Τουν λέου: «διορθώνου του χαϊάτ΄ κι άμα δε μι ψτεύς, γιά κι το ες εμ ες, γιά κι η ταυτότητα». Τ΄μάσκα τ΄ν είηδι απού τ΄ν είχα κι είπι στο γραμματκό τ΄ που ήταν στο πλάι τ΄: «Τήρα να ιδής που εκαμάμι λάθος, γιατί αυτός μι φαίνητι πουλύ νομοταγής άνθρωπος. Μι λέει: «Του σπίτ΄ τ΄ Μίχου τ΄ Φιάκα, του ξέρς»; Τουν ξέρου, τουν είπα, κι έλα να στου δείξου.
Πήγαμι κι ου Μίχους ήταν στ΄ν αυλή κι διόρθωνι τουν πλακό. Είχι κι αυτός τα ες εμ έσια τ΄, τ΄ν ταυτότητα ουπάνου τ΄κι είχι κι τ΄μάσκα μι τ΄ μύτ΄ από μέσα. Θιαμάχκι ου εισαγγελέας κι τουν άξα απού ήλιγι το γραμματκό: «Πουθενά δεν είηδα τόσο νομοταγείς ανθρώπ΄. Λάθος εκαμάμι απού ήρθαμι. Τήρα τς πως κυκλοφορούν στ΄ Ντράμστα, που ξέρουν ότι δεν έχουν κι έλεγχο από καέναν».
Μι γύρεψαν να τς πάου κι στου σπίτ΄ τ΄ Γούλα. Έρουνταν κι ου Μίχους το κοντό. Βρήκαμι του Γούλα να ξιαρνάει τ΄ αχούρ΄. Μι τ΄ μάσκα τ΄, τα ες εμ έσια τ΄ κι τ΄ν ταυτότητα τ΄ουπάν. Τα χασι ου εισαγγελέας! Μας λέει: « δεν παντέχαινα να βρώ τόσο νομοταγείς ανθρώπ΄, αλλά για το τυπικό, πάμι να ελέγξουμι κι το τελευταίο σκέλος τς καταγγελίας».
Πήγαμι στου καζαναριό κι έβαλι έναν αστυνόμο να ψάξ΄. Δε βρέθκι καν΄ τίποτας. Λέει τουν αστυνόμου: «Άνξι κι του τρανό του ντλάπ΄». Τ΄ άνξι κι είηδι το δαδί, τα προσανάματα κι το μπουκάλ΄ το οινόπνευμα. Θιαμάχκι ου εισαγγελέας. Μας γύρεψε συγνώμη για τ΄ν ταλαιπωρία, μας είπι ότι τόσο έντιμ΄ ανθρώπ΄ σαν ημάς δεν είηδι καν΄ πθενά κι πως ότ΄ κι να τουν πουν για τ΄ εμάς, δεν ξαναψτεύ τίποτας. Κίντσαν, έφυγαν ο αστυνομικός διευθυντής, ου εισαγγελέας κι οι χωροφυλάκοι κι σα σκαπέτσαν, λέει ου Μίχους: «Τώρα πάμετι στου καζαναριό, να φέρω τ΄ν τραμαντζάνα απ΄το λάκκο κι απ΄ τα τώρα κι ύστιρα, δεν κινδυνεύουμι απού καν΄ καέναν».
Μας άφκι μι του Γούλα, μι του στόμα ανοιχτό!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα