«Ο πατέρας μου τον γνώριζε απ’ τα χρόνια της ¨Πουλίτσας¨. «Κύριος», μου έλεγε πάντα, «εξαιρετικός ο Αργύρης», πρόσθετε. Και εκείνος τον αγαπούσε. Θυμάμαι πόσο στεναχωρήθηκε όταν του είπα πως αρρώστησε και τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. «Μην σκάζ’. Θα τα καταφέρει ο Λοχαγός», μου ‘πε χτυπώντας με στον ώμο.
Για μένα, ένας καλός φίλος. Οι δύο μας, ή πλαισιωμένοι και από άλλους, να απολαμβάνουμε τον κυριακάτικο καφέ που συνήθως κατέληγε σ’ ένα τσίπουρο.
Πάντα ήθελε να δίνει το παρόν στον τζιαντέ (σ. σ. ο κεντρικός δρόμος παλιά και τώρα πια πεζόδρομος της Κοζάνης), να συναντά κόσμο, να ενημερώνεται, να κουβεντιάζει. Όχι από περιέργεια. Από ενδιαφέρον για τον τόπο, για τους ανθρώπους του.
Πολλές κουβέντες του άρχιζαν με την φράση «εκείνα τα χρόνια» και τότε ξεκινούσε η αναπόληση μιας ζωής γεμάτης δουλειάς, πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, αλλά και ονείρων.
Όταν μου πρόσφερε το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας» δεν με εξέπληξε η αφιέρωση που το συνόδευε για τον διάλογο που ήθελε να ακολουθήσει. Και ακολούθησε. Με συμφωνίες αλλά και πολλές διαφωνίες. Ήταν όμως διάλογος. Ζωηρός, έντονος, χορταστικός… Γιατί αυτό αποζητούσε πάντα ο Αργύρης Δούσιος. Τον διάλογο για όλα τα θέματα.
Η απώλεια του μόνο θλίψη μας δημιουργεί. Αποκαλύπτει όμως και ένα κενό. Πολίτης παλαιάς κοπής ο Αργύρης. Της συμμετοχής, της έγνοιας για την κοινωνία, για την πόλη, για την περιοχή. Τον τίτλο του ευπατρίδη λίγοι τον αξίζουν πραγματικά. Ο Αργύρης σίγουρα ένας από αυτούς.
Θα λείψει σε όλους όσοι είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε. Θα μας μείνει, τουλάχιστον, η ικανοποίηση πως τον γνωρίσαμε.
Στην αγαπημένη του Αθηνά και στα παιδιά του για τα οποία τόσο περήφανος αισθανόταν, την αγάπη και τα συλλυπητήρια μου μέσα απ’ την καρδιά μου.»
Μιχάλης Πιτένης