Τα χαρτιά του έγραφαν: Επίθετο Μπατσίλας, όνομα Γεώργιος. Στην ιδιότυπη λαλιά του Λιβαδερού όμως ήταν απλώς ο Μπατσιλουγιώρς. Και για όλους τους άνδρες του χωριού ήταν ο Μπατσίλας με τόνομα , παρά το ότι αυτό ήταν το επίθετο. Μπατσίλααας! Φώναζε ένας κι ο άλλος και εννοούσαν πάντα τον Γιώργο. Μπατσίλααα! Άκουγε ο Γιώργος και γύριζε το κεφάλι του αμέσως και απαντούσε. Τώρα, το πως αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να κάνει κύριο όνομά του το επίθετο ,μόνο εκείνος γνωρίζει. Γιατί Μπατσιλάδες ήταν πολλοί στο χωριό, αλλά Μπατσίλας ένας, ο Γιώργος.
Ήταν σχετικά ψηλός, αλλά και λίγο εύσωμος. Δεν τον έλεγες και αδύνατο τον Μπατσίλα. Όπου πήγαινε και γυρνούσε, δύο πράγματα δεν ξεχνούσε να πάρει πάντα μαζί του. Το χαμόγελο και το γέλιο. Τον έβλεπα συχνά -πυκνά να κατεβαίνει τον κεντρικό δρόμο του χωριού. Είχε τα χέρια του πλεγμένα πίσω στην μέση και μονίμως ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Ποτέ μα ποτέ δεν τον είδα κατσούφη. Όταν πάλι γελούσε τραντάζονταν ο τόπος. Μπορεί π.χ. να γελούσε στον Καλιτσουφόντη (Μίχο Ξενοφών) και να ακούγονταν μέχρι την αστυνομία. Τόσο βροντερό γέλιο είχε ο Μπατσίλας.
Είναι σ’ όλους γνωστό ότι ανήκε σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Ο Μπατσίλας όμως ήταν πάνω κι απ’ το κόμμα. Ήταν ήπιος, χαμηλών τόνων και μετριοπαθής. Ήταν και Κύριος μα και άρχοντας. Γαλαντόμος και φιλότιμος. Είχε και προσόντα αρχηγού. Γι’ αυτό και πολλές φορές εκλέχθηκε Πρόεδρος του χωριού. Γιατί το κατείχε το πράμα, που λένε. Ξέρω πως άφησε εποχή στο χωριό. Και υποθέτω πως πρέπει να είναι ένας από τους μακροβιότερους προέδρους, αν όχι ο μακροβιότερος.
Λέγεται, πως την 21η Απριλίου 1967 το Λιβαδερό ήταν από τα μοναδικά χωριά, όπου δεν έγιναν συλλήψεις αριστερών. Και τούτο οφείλεται στον Μπατσίλα, που «πάτησε πόδι» και απαίτησε επιτακτικά από τον τότε αστυνόμο του χωριού Σκαρμούτσο, να μην συλληφθεί κανείς. Έτσι κι έγινε .Κανένας δεν συλλήφθηκε στο χωριό.
Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο χωριό και είχε πολλούς φίλους, καθώς και έναν φίλο ξεχωριστό, νομίζω. Το ούζο. Πάντα όμως σε επίπεδο «παν μέτρο άριστον». Όταν με έβλεπε κοντά στο σπίτι μας ,μπροστά στην αστυνομία, μου έλεγε:
-Κώσταα κερνάς ούζο;
-Μετά χαράς Μπάρμπα Γιώργη του έλεγα και εκείνος ανταπαντούσε:
-Άσε μια άλλη φορά, σήμερα πολλά ήπιαμε. Φτάνει Κώστα.
Αυτό μπορεί να έγινε διαχρονικά δύο ή και τρεις φορές. Ο Μπατσίλας ποτέ δεν δέχθηκε κέρασμα. Τώρα που το σκέφτομαι, υποθέτω ότι ο άνθρωπος προφανώς ήθελε μόνο να ακούσει πολύ την προσφορά και να αισθανθεί την φιλοτιμία και την αγάπη του άλλου στο πρόσωπό του. Θέλω να πιστεύω ότι δεν κάνω λάθος σ’ αυτό.
Όταν έφθασε το πλήρωμα του χρόνου και εγκατέλειψε τα κοινά, ο Μπατσίλας έγινε κτηνοτρόφος για αρκετά χρόνια. Και ήταν πολύ καλός επαγγελματίας μάλιστα. Έτρεφε αγελάδες. Δεν γνωρίζω πόσες. Εκείνο όμως που γνωρίζω είναι ότι κάθε πρωί ο Μπατσίλας μοίραζε αγελαδινό γάλα στο πεζοδρόμιο μπροστά από το φούρνο του γαμπρού του Χαριλάκη και της κόρης του Ελένης.
Αν ήταν στο χέρι του και μπορούσε έκανε και καλοσύνες και εξυπηρετήσεις, χωρίς ποτέ να εξετάζει σε ποιους. Θυμάμαι και δεν θα ξεχάσω το 1978, που απολύθηκα από το στρατό. Έψαχνα σαν πτυχιούχος για δουλειά, μα τίποτα δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Ο Μπατσίλας, χωρίς να του το ζητήσω «έπιασε» τον πατέρα μου και του είπε:
-Πες τον Κώστα, άμα θέλει να τον διορίσουμε στην ΔΕΗ. Μπορούμε.
Ο πατέρας μου μου το μετέφερε. Για λόγους συνείδησης και παρά του ότι εκείνο τον καιρό δούλευα ως εργάτης νυκτερινής βάρδιας στην AMSTEL αρνήθηκα. Παράγγειλα στον πατέρα μου να μεταφέρει στον Μπατσίλα το όχι και να τον ευχαριστήσει για την πρότασή του.
Αυτός ήταν ο Μπατσίλας και έτσι τον θυμάμαι πάντα. Να είναι καλά εκεί ψηλά, να μας βλέπει και να ξεκαρδίζεται στα γέλια, όπως πάντα έκανε στην ζωή του.
Κ. Φαρμάκης
Ξάνθη