Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ κι η μπάμπου μ΄ καλά είμιστι, μόνι έκατι να σας πω τι γίγκιν από τα υπροχτές.
Τμάζουμαν για σήμιρα να γράψου ένα άρθρο χριστουγεννιάτκου κι όταν χήρσα να του δλεύου μι του μγυαλό μ΄, μ΄ έστειλι χαμπέρ΄ου Μήτσιους τ΄ Στέφου απ΄ του Τραπουτούστ΄, ότι χρουστώ ένα άρθρο για τ΄ν Κατρανοτσιβούλου.
Τι να φκιάκου κι ιγώ ου μπίραβους; Την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, απ΄ θα να λιγιν κι ου Μπαμπινιώτς, έκατσα κι χήρσα να γράφου για τ΄ν Κατρανοτσιβούλου, αφού του άρθρου του χρουστούσα.
Η Κατρανοτσιβούλου απ΄ λέτι δεν πρωτοβήκι στ΄ν Αμερική. Είνι Ελληνικό προϊόν κι πρωτογίγκιν στ΄ Ντράμστα, μόνι έκατι να τα πάρουμι μι τ΄ν αράδα.
Ήταν καναν κιρό στουν κάτ΄ του μαχαλά, μια Τσιβούλου. Παρασκιβή ήταν βαφτσμέν΄ αλλά στουν θκό μας τουν τόπου τς Παρασκιβές τς λεν Τσιβούλις. Ιγώ λίγου τ΄ θμούμι. Όπως τ΄ μολογούσαν, ήταν πουλύ καλός άνθρουπους κι πουλύ δουλευτάρου, αλλά ήταν πουλύ μαύρ΄! Για τ΄ αυτό τ΄ν είχαν βγάλ΄ κι παρανόμ΄. Τ΄ν ήλιγαν Κατρανοτσιβούλου! Η Τσιβούλου ήλιγιν ότι δεν ήταν μαύρ΄, αλλά ήταν ηλιοψμέν΄, για να μη τ΄ θαρρούν γιούφτσα. Η αλήθεια είνι όμως, ότι ήταν μαύρ! Ντιπ γαΐλα! Ηλιουψμένους είνι ου θκός μ΄ ου Σουτήρς΄ όχι η Κατρανοτσιβούλου.
Η Κατρανοτσιβούλου εξόν από καλός άνθρουπους, ήταν κι πουλύ άξια γυναίκα κι ν΄κουκυρά. Τα κατώϊα τς κριτσούσαν. Είχι δυό τρια γκουτζιούνια κι τα φκιανι καβουρμά, έφκιανι τουρσιά, αρμιά κι μιλτζιάνις στου καδί, πικμέζια, πελτέδες, γλυκα λοϊούν τ΄λουϊούν Στέγνουνι μαντάρια κι δαμάσκνα, έφκιανι πέτουρα, τραχανάδια, μάζουνι τσάι΄, χαμομήλ, φλαμούρ΄, βουζλιάνθ΄ κι σαλέπ. Έφκιανι τυριά κι μπατζιάδια, έφκιανι κρασί κι μάζουνι πλειότιρα κάστανα κι κάχτις απ΄ όλνους στου χουριό. Μι τς παράδες απού έβγανι, περνούσι καλύτιρα από όλνους. Ως κι στ΄ Μύκουνου είχι πάει, όταν κόμα δεν είχι γεννθεί ου Λάκης Γαβαλάς.
Σαν έβγινι ου Χ΄μώνας κι έρουνταν η άνξ΄, χιρνούσι να ξαναγιουμών΄ του κατώι κι για να αδειάζ΄ ου τόπους, έβγανι τα περσνά κι τα πλούσι στ΄ μσή τ΄ν τιμή απ΄ ότ΄ έφκιαναν κι έρουνταν οι κόσμ΄ κι αγόραζαν. Τηρούσι όταν τα πλούσι να νι κι Παρασκιβή, γιατί τ΄ν Παρασκιβή ήταν τα κατώϊα άδεια, για να προυφτάκει αφνούς απ΄ θα πάηναν του Σαββάτου στου παζάρ΄ στου Τσουτύλ΄ για να ψνήσουν. Έτς, αυτό το αλισβερίς΄ τ΄ς Τσιβούλους, γένταν μέρα Παρασκιβή κι του λιγαν Κατρανοτσιβούλου.
Σαν πήγαν οι πρώτ΄ οι Ντραμσνοί στ΄ν Αμερική, ρουτούσαν άμα γένητι κι ικεί καμμιά κατρανοτσιβούλου, για να ψ΄νίζουν ιφνά. Άξι τ΄ν ιστουρία κι ένας ουβραίους κι σκέφκι να του φκιάσ΄ κι αυτός για να βγάλ΄παράδις. Είπι πρώτα – πρώτα να τ΄του μεταφράσουν κι η μετάφρασ΄ τς Κατρανοτσιβούλους ήταν μπλάκ φράϊντέι. Έτς για να ξέρουμι τι μας γένητι κι που γίγκιν η πρώτ΄ Κατρανοτσιβούλου.
Άει, καλά Χριστούϊννα πιδιά μ΄ καλά κι τ΄ χρόν΄ άμα δεν είμιστι πλειότερ΄, τουλάϊστουν να ΄μιστι όσ΄ είιμιστι!!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα