Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ κι η μπάμπου μ΄ δεν είμιστι καλά, μόνι έκατι να τα πάρουμι μι τ΄ν αράδα, για να σας πω τι γίγκιν.
Μι ρουτούσι η μπάπμου που έχ΄ καένα ΚΕΠ σμά κι τ΄ν είπα ότι έχ΄ στου Τσουτύλ΄. Σκώθκι μια χαραή, πήρι του λιφουρείου κι ανταμα μι τ΄ Μπασιουνάσιαινα κατέφκαν στου Τσουτύλ΄. Ιγώ μόνι που γλέπου τ΄ Μπασιουνάσιαινα μ΄ ανιβαίν΄ του αίμα στου κιφάλ΄, αλλά δεν είπα καν΄ τίποτας. Το δειλνό γύρσαν πίσ΄ κι η μπάμπου είχι κατ΄ χαρτιά στα χέρια. Τ΄ ρώτσα τι είνι αυτά κι μ΄ είπι ότι είνι δελτία κοινωνικού τουρισμού.
Όλο το βράδ΄ ήταν στου τάμπλετ. Τι έφκιανι δε μ΄ ήλιγι κι ήρθι κι πλάηασι τα μεσάνυχτα. Τ΄ χαραή σα σκώθκαμι, μ΄ είπι του χαμπέρ΄: Έκλεισι για δυό βδουμάδις όλ ινκλούσιβ σι ένα τρανό πεντάστερο χάν΄, στ΄ν Πάργα. Τ΄ν άλλ΄τ΄ μέρα κατέφκαμι αντάμα στου Τσουτύλ΄, πήγαμι στου Χάτσιου κι ψούντσαμι κινούρια μαγιώ κι πήραμι του λιοφωρείου κι πήγαμι στ΄ν Πάργα.
Πήγαμι στου χάν΄ κι μας έβαλαν σι μια τρανή σάλα, απού τ΄ν ήλιγαν σουΐτα. Παηνάμι τ΄χαραή κι έτρουγάμι ότ΄ ηθιλάμι κι όσο ηθιλάμι. Του μεσμέρ΄ του ίδιου κι του ίδιου κι του βράδ΄. Κάθι μέρα αυτό γένταν. Το πρωί έφκιανάμι κι μπάνιου στ΄ θάλασσα κι του δειλνό στ΄ν πισίνα κι μι του όλ΄ ινκλούσιβ μας έδναν να πιούμι κι όσα φρέντα ηθιλάμι μέσα στ΄ μέρα κι όλα πάηναν καλά, ώσπου χάλασι ου κιρός.
Σα χάλασι ου κιρός, δε νι που εχασάμι τα μπανιαρίσματα, είνι που τσάκουσι κι ένας ψόφους κι τσιοτεινιαζάμι κι μέσα στ΄σουΐτα. Κατέφκα στ΄ ρεσεψιόν μι μ΄ είπαν να ανοίξου του εγκληματιστικό κι μ΄ είπαν πως να του φκιάκου. Σέβκα στ΄σουΐτα, πάτσα το τσιακτάρ΄, αλλά αυτό αντί για ζέστα έβγανι κρύου αέρα, Το κλεισα γλήγορα για να μη παγώσουμι.
Η σουίτα είχι κι τζιάκι μέσα κι σκέφκα να τ΄ανάψου, αλλά δεν είχαμι τι να κάψουμι. Άδειασα έναν τρουβά απού είχαμι κι πήγα τρεις – τέσσερς στράτες κι τουν γιόμουσα τσάκνα κι ξύλα απού βρήκα λόϋρα από το ξενοδοχείου. Έβαλα στου τζιάκι απού κάτ μια φημιρίδα για προσάναμα, ύστιρα τα τσάκνα, ύστιρα λιανά ξύλα κι ουπάν – ουπάν τα χοντρά. Όλα καλά ως ικεί, αλλά του κακό κίντσι, όταν τα βαλα φωτιά. Βήκαν μέσα από από το ταβάν κάτ΄ τσλίστρες που τα ήλιγαν σπρίνκλερς κι χήρσαν να τσλούν νιρό, σ΄ όλον τον τόπον. Γίγκαμι κι ιγώ κι η μπάμπου κι τα ρούχα κι τα σκεπάσματα ντιπ σκλήδα. Αντάμα μι τα τσλίστρες, χήρσαν να βάζουν κι σειρήνες. Στο λεφτό σέφκαν μέσα στ΄σουΐτα πυροσβέστες μι τς στρίτσκες στα χέρια κι απολνούσαν νερό μι τ΄αυτές κι μπλιόντουσιν ου τόπους. Ιγώ κι η μπάμπου, ετρεμάμι όπως το ψάρ΄ όξω απ΄το νιρό. Δεν ξέρω άμα ετρεμάμι πλειότερο απ΄ το κρύο, ή από το λόσκοτο που γένταν.
Σαν έσουναν αυτοί, ήρθιν ου διευθυντής απ΄ το χάν΄ κι μας είπι ότι θα μας κάμ΄ μήνυσ΄ για εμπρησμό, επειδής αναψάμι φουτιά στου τζιάκι. Μ΄ είπι κι όλας: «τ΄ν πινακίδα απ΄ λέει απαγορεύεται η χρήση πυρός, δεν τ΄γλέψ΄»; Ιγώ τουν ήλιγα ότι τα τζιάκια είνι για να καιν ξύλα κι άμα δε θέλ΄ να ανάβουμι φουτιές, να μη φκιάν΄ τζιάκια, κι αυτός μ΄ ήλιγι ότι τόυ τζιάκι είνι διακοσμητικό. Τουν είπα γιατί δεν έφκιανι κι ένα φούρνο διακοσμητικό κι μ΄ είπι ότι τουν κοροΐδεύου.
Μι τ΄ αυτά κι μι τ΄ αυτά, συμφώντσαμι αυτός να μη μας κάμ΄ μήνυσ΄ κι ιγώ να πάρου τ΄ μπάμπου κι να φύγουμι απ΄ του χάν΄. Έτς γίγκιν κι του βράδ΄ είμασταν στου χουριό. Πήγα κι ήφιρα ένα δεμάτ΄ τσάκνα, το βαλα στου τζιάκι κι το τσουξα φουτιά. Έβαλα κι μια αγκαλιά ξύλα απού πάν΄ κι είμιστι μι τ΄μπάμπου μ΄ κι πυρόνουμέστι κι δε μας χρειάζ΄ άλλ΄ σουΐτα σι πεντάστερο χάν΄!
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα