Νε θα τ’ μυρί’εις νε θα τ’ν ιδείς. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ – ΡΙΖΕΣ. ΔΡΥΟΒΟΥΝΟ (Γραμματική, Στοιχεία της Ντοπιολαλιάς κλπ).
Μέρος 7ο
Τουν λέει πόσου κάμν κι ου Νιάνιους..μπράφ ου παράς κι τουν λέει:
Νιάνιους: Κοίταξι για να τα πάου στα λιουφουρεία , θα βάλου τν κλούτσα στου νόμου κι θα πιράις πρώτα τα γκντούνια π τς κρικέλις, ύστιρα του καρδαρ κι στουν πάτου του γκιουμούλ πτου χιρούλ ιντάξ;
Βάν ου Νιάνιους τ’ν κλούτσα κι ου Σιώμους αραδιάζ τν πραμάτεια. Ιφχαριστάει του Νιάνιου κι κάθιτι σι ένα κουτσουρούλ πόχ’ πόξου πτου μαγαζίτ.
Ου Νιάνιους κάμν να κινής αλλά κουντουστέκιτι..ιρνάει κατ του Σιώμου κι τουν λέει:
Νιάνιους: Ωρέ καταλαβαίνου τι τραβάς κι σι ιδώια ..γλέπου σι πήραν οι φουτιές κι καψαλίσκις..δεν ξέρου τι σμάδ ίσι αλλά του χρώμα του πέτχις..ντιπ όκαχτους μι τ αφνούς π έχν τς αρκούδις κι πέζν ντέφ..σαν αφνούς πτι κείνα τα πέρα τα χουριά π πέζν νταούλια π φαίνιτι τς πίριν πουλύ ου ήλιους.αφνούς μι τα πουλλά τα μπάνια.. π’ γυαλίζν μόνι τα μάτιατς..
Σιώμους: Ωρε τι θέλτς να πείς; Τι ινουάς; Τι του κλώθς γύρου γύρου;
Νιάνιους: Ωρε κοίταξι να ιδις, σι γινικές γραμμές ντιπ σα ιούφτους ίσι…. καρβουνόξλου.. ντιπ σα γκαρόιουφτους..σα γκουρμπέτς πτα όντρια..
Σιώμους: (Πιτάχνιτι) Τιιιι;!! Μ’ ίπεις ιούφτου κι γκουρμπέτ ρε ουχτίκα Ντριανουβνέ; Σι σκότουσα ιδώια..σ’ έσφαξα ζιουγριμουντιούλκα (κι πουλιουμούσι ότ έβρισκι αμπρουστάτ γκιούμια , σίτις , πέταλα καρδάρια ..κι χίρσι να πιαλάει να τουν προυφτάσ’..) …
Ου Νιάνιους παει-πάει…σφαιρα κατ’ τα λιουφουρεία. Τα πουδάρια χπούσαν στα αγγειά, πούχιν ουπίσου στν πλάτ , αλλίως πτ σβιλτάδα θα χπούσαν στα φτιά. Φταν μι τ γλώσσα ως τα κότσια, κι τότι ακούιτι «του λιουφουρείου για Βατιρό, Ξηρουλίμν, Σιάτστα , Σέλτσα, Πέλκα κι Ντριάνουβου αναχουρεί»
Ου Νιάνιους κλώθιτι μι τα λιγκέρια σν πλάτ , μπαιλτζμένους κι αλαφιασμένους κι τότι..γλέπ τουν εισπράχτουρα απν Πέλκα κι τουν λέει:
Νιάνιους: Ρούκουσι ζβέλτα τα τσιμπράτσκαλα πουκάτ στου ντλάπ κι σι γινικές γραμμές κόψι ένα εισιτήριου για Ντριάνουβου γλίγουρα… μι κυνηγάει , ιούφτους ..ντιπ γκουρμπέτς…(σκέφτιτι κι του διουρθών’ ) αγανατζής..σι γινικές γραμμές..
Ανιβαίν σφαίρα στου λιουφουρείου κι λέει τουν σουφέρ: ( δεν τουν ίπιν ότι τουν κυνηγούν) Ωρέ Σιλτσιώτ, σι γινικές γραμμές, δε σφαλνάς γλίγουρα τν πόρτα γιατί μη παίρν του ρεύμα κι τ αγιάζ κι χίρσα να τσιουτσιουργιάζου;;θέλτς ασθινίδις στου λιουφουρείους; Ν ακουλήσου κι τς άλνους; Κι δεν κινάς σιγά-σιγά; Πέρασιν η ώρα ..πότι θα φτάσουμι ..ταχιά; σι γινικές γραμμές (κι σκυβ..κρυμένους στα καθίσματα να μη τουν δεί ου άλλους)
Ανιβαίν κι οι άλλ, σφαλνάει η πόρτα κι του λιουφουρείου κινάει..Ου Νιάνιους τ γλιτών , σκώνιτι κάθιτι κανουνικά στου κάθισμα κι λέει:
Νιάνιους: Ασκουσούμ ρε σουφέρ..να χαίρισι τα τσκάλιας..σίδα ιγώ πν αρχή π ίσι ταμάμ για σουφέρς. Άει θα τουν τσακίσου ψίχα κι όταν φτάσουμι πέμι.
Του λιουφουρείου προυχουράει , κάμν στάσεις ανιβαίν κατιβαίν σαλαβατίζν ..ου Νιάνιους τίπουτα..έβαλι κι ν τραγιάσκα στα μάτια κι τουν βράζ τουν τραχανά. Μόλις φταν του λιουφουρείου στου σύνουρου στ συκιά ου Νιάνιους αναβαλνιέτι, ταράζιτι πτουν νουμπέτ’
Νιάνιους: Ωρέ μι μύρσιν πάτριου έδαφους, σι γινικές γραμμές, έφτασάμι κιόλας;; ..
Σι πέντι λιφτά του λιουφουρείου φτάν. Κατιβαίν ου Νιάνιους κι ου Πιλκιώτς ου εισπράχτουρας τουν ανοίγ τα ντλάπια. Χιρνάει να τα βγάν ου Νιάνιους, τα τζάβαλα κι τότι ..απ του καφινείου τ Λιόλια τουν ζαρίζ’ ου αντάις τ’ ου Κώτσιους. Πιαλάει γλίγουρα κι χιρνάει να τουν βουηθάει..
Κώτσιους: Καλουσήρθις ρε αντάσ’..σ’ αραθύμσα..μέρις έχου να σι ιδώ..θα τα πάμι σπίτ τα τσαμπασίρια;
Νιάνιους: Όχ ρε..σι ποιό σπίτ; Κι γώ σ αραθύμσα..σι γινικές γραμμές, στ Λιόλια θα πάμι να ξιαπουστάσουμι κι ψίχαλας..
Παέν γραμμή στ Λιόλια κι ου Νιάνιους φουνάζ’ «Ω Λιόλια..ω καφιτζή ελα ρε ‘πόξου..μέρις έχουμε να ανταμουθούμι ..σι γινικές γραμμές σ αραθύμσα»
Βγαίν ου Λιόλιας..Ω καλώς του Νιάνιου..έλα ρε φέρτιτα..βάλτιτα που μέσα κάτστι ρε»
Ου Νιάνιους κι ου Κώτσιους στρώνουντι στου γνουστό του τραπέζ πουκάτ πτου αγριουτσέναρου.
Κώτσιους: Που ήσαν ρε παλιόφιλι; Που χάθκις κι ιτιμάσκα να ρθώ στου τσιαρδίς να σι βρώ;
Νιάνιους: Κοίταξι ρε αντάσ’..σι γινικές γραμμές , θάρσα ότι αρώστσα ψίχα κι πήγα στν Κόζιαν..στου Μχάλ του Μπουντιούκου..αγόρασα κι κανα δυό τσιμπράτσκαλα κι ήρθα.Ιφτιχώς μι ίπιν ου Νούνους ου Μχάλτς ότι σι γινικές γραμμές θα τα πούμι κι τ χρόν κι να φλάγουμι..κατάλαβις;;
Κώτσιους: Όχ’ ρε Νιάνιου..δεν κατάλαβα καντίπουτα..γιατί λές αράδα σι γινικές γραμμές; τι θα πεί αυτό;
Νιάνιους: Τήρα..θα σι πώ άλλ φουρά γιατί ίνι πουλύ ιπιστιμουνικό..πουλύ βαθύ..απ του πουλύ του βάθους π ίνι σαν ίζμπα, σα στουά δεν παίρντς ανάσα.Να φανταστείς για τ’ αυτό του βάθους , μι κηνήγσιν ιούφτους ..τώρα κατάλαβις;
Κώτσιους: Τώρα ίνι πδέν κατάλαβα καντίπουτα..τέλους πάντουν..θα σβιγγώσουμι τίπουτα; Στέγνουσάμι
Νιάνιους: Ναι ρε Κώτσιου στέγνουσάμι.. Λιόλιααα..σι γινικές γραμμές φερ’ μια ντραματζάνα τιουλτιούκου να χιρίσουμι κι τ άλλα , πουρζιαλτζμένου, βιλιούσκις κι μιζέδια…σι γινικές γραμμές μη αστουχίις τα φυλτζιάνια..
Σι λίγου γιάτους ου Λιόλιας..τα κουβάλτσιν όλα. Τ απλών στου τραπέζ΄, βάν στα φυλτζιάνια τιουλτιούκου κι τς λέει κι τς λέει «αθέρας..26 γράδα πτου καζάν τ Νικουλή..πιέτι κι θα μι θυμθίτι..»
Ου Νιάνιους, παίρν του φυλτζιάν μι του ζέρβου, τσιγκράει μι τουν Κώτσιου κι λέει «αει γειά μας» κι ύστιρα μι τα δυό τα δάχλα πτου λιάβου σφιγγ κι σφαλνάει τς μύτις, τζιβών τα μάτιατ σκών σιαπάν του κλαρίνου κι σβιγγών τν τιουλτιούκου. Ου Κώτσιους τουν γλέπ κι σκέφτιτι « μάλλουν τουν βρώμσιν τίπουτα κι σφάλτσιν τς μύτις κι σέφκιν κανά μπαμπαλούδ η κανά άγανου κατ’ του μάτιτ κι του σφάλτσιν» Τρών ψίχα κλέτσιου κι συνιχίζν. Βάν στα φυλτζιάνια τιουλτιούκου κι ου Νιάνιους τα ίδια, σφαλνάει τς μύτις τζιβών τα μάτιατ κι γκλιούκ τν τιουλτιούκου. Ου Κώτσιους σκέφτιτι «ωρέ ΄τι γένιτι; τι έπαθιν ου αντάις;τι τουν έφκιασαν σν Κόζιαν’.. πάλι γέγκιν..δεν τουν λέου τίπουτα όμους για να μη προυσβαλθεί κι χαλάσουμι τς καρδιέζμας..αλλά άμα ξαναγέν;;». Βάν πάλι κι ου Νιάνιους «σι γινικές γραμμές αει γειά μας» κι σφαλναει τς μύτις τα τζιβών κι γκλιούκ. Ου Κώτσιους δεν αντέχ άλλου..κατ έπαθιν ου Νιάνιους κι πρεπ να τουν σώσ’.
Κώτσιους: Τι γένιτι ρε Νιάνιου; Τι έπαθις; Αράδα σφαλνάς τς μύτις κι τζιβώντς τα μάτιας..δε θέλτς να μι γλέπς η σι βρουμώ;;
Νιάνιους: Όχ ρε αντασ’..τι δε θέλου να σι γλέπου.. αν ίνι τι γυρέβου ιδώια αντάμας; Άκσι για να καταλάβς. Όπους σίπα προυτύτιρα , ιπιδή έίχα κάτ σμάδια, που προυχτές που μέθσαμι για τα μάτιαμ, κι ιπιδί ουρλιούνταν κι η άλλ’ είπα να πάου στου Μχάλ’ του Μπουντιούκου να μι ιδεί. Αφού μι ιξέτασιν παντού κι μι ίπιν πρώτα σι γινικές γραμμές, η συζήτης πήγιν στου πιουτί..αν πίντς, πόσ’ τιουλτιούκου πίντς τ μέρα κι τέτοια. Δεν κρύφκα πουλύ, λίγου… τουν είπα ότι πίνουμι μόνι τέσσιρις ντραματζάνις τ μέρα αντί για τς αληθινές τς ιφτά. Μόλις τουν είπα έτσ’, ρίχκιν σιαπάν.ανταριάσκιν…μέφριξιν..γιάλτζαν τα μάτιατ κι ουρλιούνταν ΝΕ ΘΑ Τ ΜΥΡΙΙΣ ΚΙ ΝΕ ΘΑ ΤΝ ΙΔΕΙΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑΣ ΞΑΝΑ..Μ έσκιαξιν όπους σί πα..φρίθκα . Έτσ’ κι γώ ιπιδί ακούου τς γιατροί κι τς έχου κι σέβας..φκιάνου ότ’ ακριβώς μίπιν…σφαλνώ τς μύτις κι τζιβώνου τα μάτιαμ κι τ σβιγκώνου ..ΝΕ Τ ΜΥΡΝΩ ΚΙ ΝΕ Τ ΓΛΕΠΟΥ..ΑΕΙ ΓΕΙΑ ΜΑΣ, ΣΙ ΓΙΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ