Α ΚΥΚΛΟΣ 3o MEΡΟΣ
ΟΥ ΚΩΤΣΙΟΥΣ ΚΙ ΟΥ ΝΙΑΝΙΟΥΣ , ΣΤΟΥ ΚΑΦΙΝΕΊΟΥ Τ ΛΙΟΛΙΑ, ΜΟΥΛΟΥΓΟΥΝ
Δρυόβουνο, 9 Αυγούστου 1953 αργα το μεσημέρι..
Κωτσιους: Όρε Νιάνιου , αυτοί μας αγάνουσαν του κιφάλ(ι) , πριν σώσει ου ένας χιρνάει ου άλλους …κι νάβρισκαν κι καμιά λύς(η)..όρε ζαλούρα κ(ι) ανακατουσούρα..
Νιάνιους: Σκοτουστς ρε Κώτσιου..άμπουξέ τς..ριξτς στου στόμα γαλαζιόπιτρα, δε γλεπς τι γένιτι; Τα ίδια κι τα ίδια κι τα ίδια, γέγκιν ως τώρα ινιά φουρές… πρώτα θα τουν απουλικ(ει) του Δάσκαλου κι ύστιρα , ως του βραδ, θα τουν σμας(ει) πάλι …ιμις τ δλειά μας κι του κουμάντου μας
Μ τ(ι) αυτά και μ(ι) τ(ι) αυτά, έφτασαν σχιδόν στου πλατύσκαλου
Κώτσιους: Ω νιάνιου.. δε σιβαίνουμι, ιδώια στ Κώτια, πουκάτ απ τν πιρουγλιά κι μι σι πώ καλύτιρα πουκατ απ τα συκια να (δεν προυλαβαίν(ει) να μπιτίς(ει))
Νιάνιους: Τι λες ρε αχμάκι..τι ιπις ρε ουρδα ανάλατ;..ξέφιγις ντιπ;..άμα σέβουμι ιδώια πουκάτ κάικαμι..Δε γλέπς τι σκουτίδα έχ; Ιμίς δε γκαμπλώνουμι στα καλά μας, στ σκουτίδα δε θα ζαρίζουμι ντιπ..Αν πούμι κι γριντουθούμι ρε αντας(ει), ιμεις θα στουμστούμι, θα σκρουπίσουμι σαν καλαμπόύκ(ι) ..ούτι να παραχωσν δε θα βρούν..θα λεν θος σχουρέστς ουπάν σι άδειου μνημόρ… κι ίπις κι κάτ(ι) ακομα χειρότιρου.. να τρυπώσουμι πουκάτ πτν συκιά..τι λες ρα αχρειάνκι..τι ιπεις ρε γκζντάρ..ικεί πεφν αράδα σύκα..χπούν στου ματ(ι) στου φτί, στου λαέν, στα νόμια..κι δεν ξερου πως γένιτι όταν μιθούμι παραφύσις κι χυνουμάστι στν καρεκλα κι ακουμπούμι κατά ουπίσου , ζντάνν, ίσια στα τσκάλια ..κι πιτάχνουμέστι όπους όταν καίουμίστι απ τν τσιγάρα.. χπούν παντού. Κι του κυριοτιρου: δεν προυφτεντς να φλάξ του φυλτζιάν(ι) μι τν τιουλτιούκου, χπάει μέσα κι πως γένιτι κάθι φουρά πιτχαίνει ντιπ στ μές(η), πλιακαλνάει, σκώνιτι σιαπαν, χύνιτι όλ, τραφόνουμέστι κιόλας, κι παέν χαμένις οι ρακές κι τς πλιαρώνουμι τζίαμπα.Ιπίσις, ίνι κι ψιχα λίγκαβους κι σκλίκας, ιτούτους ου καφιτζις κι ασκένουμι.Είνι κι τ άλλου, πτου τράφουμα βρουμούμι τιουλτιούκου κι ύστιρα χιρνούν οι αλλις στου σπιτ να ουρλιούντι κι να μας πρίζν, ιπιδίς μας καταλαβεν π ζβίγγουσάμι, μας.,.(δεν προυφταίν)
Κώτσιους: Καλά ρε Νιάνιου πουλά ιπιχιρίματα, απόμκα άφουνους (αν κι ουμιλώ πουλί) πάμι στου κατ άμα ίνι..ωρέ ικίνου του κάτ δεν έχ(ει) μόνι ένα αγριουτσέναρου; Πως θα φλάξουμι του τσιρβέλου , απ τ λάυρα ρε Νιάνιου; αυτό ίνι ντιπ αριό, κι ίνι γιουμάτου μπαιαγκουφουλιές, να μι πεφν στς κούπις κι παέν χαμένις ; Ωρέ να μη μας ζαλουτρυπίς(ει) του μουρέλου;
Νιάνιους: Όχ ρε, ίσια-ίσια, μόνι προυτιρίματα εχ(ει)…ιμις ιμιστι και οι δυο ψια πιριφαν(οι) κι στα μάτια κι στ αυτια ..ικια (τουν δείχν(ει)) κι θα γλεπουμι κι θ ακούμι , άσι ου λιόλιας (ου κάτ ου καφιτζής) ίνι κι καθαρότιρους κι είνι κι πουλί ιφνότιρους… κι ιμεις δεν τς πατούμι , δεν βγένουμι…
Κώτσιους: Καλά λες ρα, αει κίνα
Σαλνα-σαλνά , κουντα κατ του ντβαρ κατ του πιριπτιρου (δεν ιπίρχιν τότι, του λέου για να καταλάβτι τ μιριά), χίρσαν να κατιβέν…παιναν κατ του ντβάρ, γιατί είχαν σβιγγώσ(ει) 5-6 στου σπιτ(ι) κι φουβούνταν να μι γριντουθουν κι τς καταλαβν οι αλλ(οι). Ύστιρα που κανα τέταρτου,πιρπάτσαν αυτά τα 12 τα μέτρα..τς φάγκι ότι πήγαν ως του Λιαψίστ, αλλά στουν πάτου, έφτασαν. Απόξου απ τ Λιόλια ήταν 3-4 τραπέζια, του ένα ήταν σμώτιρα στου αγριουτσέναρου..αυτό διάλιξαν…
Λιόλιας(καφιτζίς , ακούει σαλαβάτ κι βγέν): Τι κουβαλιθκιτι ρε; , τι σκλια γυρευτι τετοια ώρα;..δε γλέπτι που ιτιμάζουμι να σφαλίσου;
Νιάνιους: Τι λές ρε Λιόλια ..ήρθαν πιλάτις κι σι ιτιμάζισι να σφαλίις; Αστόισις ποιοι ίμαστι..ιμίς καρτιρούμι ν ανιξ απ τ χαραι κι του βραδ τιλιφτεοι φευγουμι…πότι-πότι που καμιά μέρα λίγου πααίνουμι σπιτ(ι) για να μι ουρλιουντι οι άλλις..αλλιώς, όλ τ μέρα ιδώ δε φλάγουμι;; Ιμάς ιτιμάζισι να διώξ;
Λιόλιας: (σκεφτιτι κι τουν έρχουντι τα γίδια) ( ορέ απ τ(ι) αυνούς έχου γιρό διάφουρου, δεν πρεπ να τς χάσου μι τίπουτα..θα είνι κι γιρί δισφίμισ αμα σκουθούν κι φιγν) Ακούστι , ιντάξι αλλά μι δυό όρους, δε θα μας πιασν οι ταχιατνές οι χαραές , του πουλι ως τς δώδικα του βραδ (ήταν δυό του μισμέρ) κι δε θα πιίτι πουλύ γιατί ίστιρα δε θα φτασ(ει) για όλνους.. Ιντάξ;
(Νιάνιους κι Κότσιους μαζί): Τι να κάμουμι ινταξ(ι)
Νιάνιους: Όμους φέριμας κατ(ι) να ν΄τσούξουμι γιατι πίτιασιν του στόμα μας
Λιόλιας: Όχι όμους πουλί είπαμι..τι θέλτι τιουλτιούκου ή κράσου
Νιάνιους Κράσου ..
Λιόλιας Κοιταξετι , πήρα σήμιρα ένα απ του Λιαψιστ(ι)..αθέρας, είνι απ τι κείνουν τουν έμπουρου απ τ Σιάτστα ποχ(ει) τ αμπέλ(ι)τ στ μπάρα..Είνι ψιχα ακριβότιρου αλλά είπαμι..αθέρας
Νιάνιους: Ιντάξ, φέρι αμα ινι καναδυο ντραματζανις να χιρίσουμι
Λιόλιας: !!!!!!! Τι δυό νττραματζανις γι αρχή ρε ..δεν ίπαμι τι θα ποιουν κι οι άλλ;.. σα να μί χίρσαμι καλάαα
Νιάνιους: Γιατί ρε, τι πίνουμι κι δε φτάνει για τς αλλνους;..αιντι ιγώ παραπάν που 16 βαένια κράσου του χρόνου δεν πίνου, αίντι κι καμια διξαμιινι τιουλτιούκου, ιτούτους ου Κώτσιους παραπάν που 12 βαένια δεν μπουρεί γιατι ίνι κι ψια ανέσουστους…
Λιόλιας: Δε χίρσαμι καλάαααα (κι απομακρύνιτι μέσα στου καφινίου)
Νιάνιους: Όρε Κώτσιου, θαυμάζου τα φυς(η) τρουιούρ στν πλατέα κι ικτιμώ κόμα παραπάν τς παπούδις μας
Κώτσιους: Γιατί ρε Νιάνιου , για πεμι..
Νιάνιους: Του γλεπς ικείνου του ασπρουλέυκαδου κατ του καμπαναριό;.. Ποίος του φύτιψι; οι πάπ οι θκοί μας.. γιατί του φύτιψαν; Ακσι ..γλεπς κάτ(ι) σγκαλουμένις μαύρις φουλιές ουπάν στου λιφκάδ; Οι μσες ίνι απού γκαλτσις οι άλλις απου καραμούζις..τό βαλαν οι παπ οι θκοι μας για να παρασύρν τα πλιά, κουντα στς φουλιές , στ φαμπλιά κι να ξιαστουχιούντι να μη παέν ούτι στ αμπέλια όυτι στα ύπουρα να τα μιρμιτούν…Φουστηρις παπ σι λέου σα ναχν που τρια πτυχια κι δυό μιταπτυχιακά ου καθένας. Του ιπόμινου θα σι αρες(ει) κόμα παραπάν..γλέπς ικίνου του γκαργκάτς αμπρουστα π του σπιτ τ χοντρου; Ακσι τώρα.. δεν πεζν τα πιδια πιχνιδια π χρειαζιτι να κλώθουντι γυρου-γύρου η τζιβουντό να κρίβουντι απ τς αλλ(οι); Άμα δεν φυτιβαν του γκαργκατς πως θα πιζαν τα πιδιά; Που χα να βρούν τα πιδια τοσου τρανό πουλτόξυλου να κλώθουντι γύρου γύρου η να κρύβουντι; Του παρακάτ ίνι ακόμα καλίτιρου..Ίδις που γύρου γύρου πτου χουριό , φύτρών, κέδαρα, σμουρτς(ι), δέντρα (βελανιδιες).. Είδις κανα τέτοιου νανι μέσα στου χουριό; Όχ.. Οι φουστήρις οι θκοί μας τι φυτιψαν; Ύπουρα,,,Να χν να τρών κάχτις, μίγδαλα , δρόκινα καλίγκις, ζιούλις μπάπκις, φιρίκια, χειμουνόγκουρτσα ότ(ι) θελτς.. Τι Ρε Κώτσιου απουκοιμήθκις;
Κώτσιους: Όχι ρε ..μπουρεί να φαίνιτι ότι είνι λιγου τζιβουμένα τα μάτια απ του πιουτί ..αλλά τα αυτιά είνι τσιουλουμένα..τ ακούου όλα μι προυσουχή
Νιάνιους: Να πάμι ομους λίγου κι στα κακά..Θμάσι Ικείνου του φιγγάρ, για ιφτα χρόνια, που ήταν αυτοί π έδειχναν μι του δάχλου, αυτοί μι τς στουλές π δεν άφιναν όλ(οι) τς άλλ(οι) να πούν τίπουτα κι άμα ήλιγαν παιναν ενακένας στου φρέσκου; ..Κατάλαβις Κώτσιου;
Κώτσιος: Πως δεν κατάλαβα , δε θμούμι λες τι πέρασα;
Νιάνιους: Τι έφκιασαν λές τα γκντούνια…φκιάν ένα πρόγραμμα, κι ιπουχριών όλις τς κοινότιτις, να παν μι του ζορ κι να φτεψν πέυκα..Φίτιψαμι κι μεις στς ασπρώσεις κι μάλιστα το φκιασαν απαγουριμέν(ι) ..Υπουχρέουσαν κι τν Πέλκα, τ Σελτσα κι παντού Τι δλειά εχν τα πεύκα σι μας ρε;…τι γυρευν ανάμισα στα κέδαρα κι στ σμούρτς(οι)..να παρν καμια φουτια κι να χπουν ικινα τα καφε π έχν απαν κι να πιτάχνουντι παντου…να βάλν φουτιά κι στα κέδαρα κι στς ντρισγκις..Ποιος ξερ, ποιος παλιουιλαδίτς , τ κόματους τς βαμπακουσιν..
Κωτσιους: Δε μι λες ρε νιάνιου, έχου μια τρανή απουρία.. τι δεν έχουμι ιμείς καναν πλάτανου ..τι δε φύτιπσαν οι παπ οι θκοί μας;
Νιάνιους: Τι σι πα ρε νουρίτιρα;..τι τς περασις τς θκίμας τς παπ ..γκαφάλια; Άκσι ν μαθαίντς …Τι γυριυαν ρε οι θκοι μας να κουβαλούν χούια απ τν παλιά Ιλλάδα σαν κατ άλλοι τριούρ π ξιγιλάσκαν; Στν Πέλκα δηλ . είχαν κατ κάγγιλα μι λουβουδιές κι κατ άλλις τρανταφλιές (στ μια τα μιρια ίχαν κι κατ(ι) βατσινιές) κι καένα δέντρου…γι αυτό ήταν έτσ , τς ίχι χπίσ ου ήλιους στου ψμένου ..αει μπιρδεύουντι (δεν ίχαν βέβιια κι τς θκοί μας τς παπ , τς φουστήρις μι του υψηλό IQ να τς διαφουτίσν), κι περν κι φτευν πλατάνια, αντί να φτεψν κανα δέντρουν (βελανιδιά) κανα γκαργκάτσι , καμιά καρυά (να τρων κι τίπουτα), κανά άλλου ύπουρου… κι ήδη χίρσαν τα προυβλήματα. ( θα τα πιριγράψου παρακάτ ) Στ Σέλτσα , κόμα χειρότιρα.Πηραν κι έβαλαν ένα πλατάν , κι σι ντιπ ανάπουδου μέρους, μες τ μές(ι) στ στράτα αμπρουστά πτουν Αη Γιώργ(η). Μ ακούς ρε η απουκοιμήθκις;
Κώτσους: Σ ακούου ρε αντάσι, όλου φτιά ίμι…
Νιάνιους: Ακου λοιπόν..καμι εικόνα..είμαστι αντάμα στ σέλτσα..πουκατ πτου Πλατάνι , μι του χουντρο του κτουκ(ι) κι ιτιμάζουμεστι να ρουφκαλίσουμι, κι πρέπ να παραγγείλουμι. Ιπιδίς ίμιστι κι λιγου πρέσβεις..
Κώτσιους: Τι πρέσβεις ρε νιάνιου, τέτοιοι εχι μόνι στν Αθήνα
Νιάνιους: Πρισβιφτες ήθιλα να πώ
Κώτσιους: Τι Πρισβιφτες λες ρε Κώτσιου ,,τέτοιοι έχ(ει) κόμα παραπέρα που τν Αθήνα…Αααα Νιάνιου χιρσι να σι πιάν(ει) του κρασί…να μη πάρουμι άλλου να πουρέψουμι μι τι αυτό π έχουμι
Νιάνιους: Ιντάξει ρε μπιρδευκα ψίχα…Αυτό που ήθιλα να πώ ίνι, ότι, όταν θελτς να παραγγείλτς κι δε γλεπς κι για να ιδείς, παέντς του κιφάλ(ι) ντιπ κατά ουπίσου , τανίιζ τα μάτια κι βάντς τουν κατάλουγου μι τα μιζέδια κι τα πιουτά ανάμισα στα πουδάρια, δίπλα στν παλιά κι τα τσκάλια…
Κώτσιους: Τώρα κατάλαβα ρε Νιάνιου ..Πρισβιουπας θελτς να πείς..
Νιάνιους: Α γειά σου, έτσι ινι οι φιλ(οι) διουρθών όταν χρειάζιτι. Ιπιδί λοιπόν όπους ίπις είμαστι αυτό απου ..πρισβ..(δε θμούμι ακριβως) κι θελ(ει) να κοιτούμι του ρουλόι
Κώτσιους: Ααα Νιάνιου ποιο ρουλόι αφού δεν έχουμι
Νιάνιους: Του ρουλόι πτου καμπαναργιό ρε ασπούμι… Κώτσιου, τι αθέρας κι χαμπάρια ίνι του κρασί..μαζώματα μι φενιτι είνι, χίρσι να μι πιάνει…Άκου λοιπόν προυβλήματα πτου πλατάνι..
1) ιπιδί δεν εχς ρουλόι, κι δε γλεπς κι του καμπαναργιό, γιατί ίντου μακρυά απτου πιουτί, θέλτς να ιδείς κατά που ίνι ου ήλιους, για να καταλάβς τν ώρα…σκώντς του μουρέλου να ιδίς τουν ήλιου που να ιδείς..γλέπς μονι φύλλα , κουτσιάνια, ξύλα καν πουθινά ου ήλιους
2) Ινώ πιντς κι τρως κι γλιντας χιρνούν να πεφν τα φύλλα , στου ματ(ι) στου σβέρκου , στου φτι κι του κυριότιρου στου φιλτζιάν(ι)..φτιέσι αράδα πτα σιάβαρα κι ξουδεύιτι κι του πιόμα…ύστιρα που λίγου στρώμα καταί ..ποίος να τα φουκαλναει συνέχεια.. αφού πεφν αράδα
3)Υστιρα έινι ικίνα τα καφέ τα μπάμπαλα…σιβαίν παντού, ζουπούν κιόλας…κιαν χιρίς(ει) κι φσάει καμια ανιμκιά…μεχρι του κουντσκο κι τ Βρουγγίστα, φτάν
4) πάμι τώρα στου χουντρο του κτουκ(ι) ..σκώνισι να πάς στουν αναγκαίου…τρικλνας λίγου π του πιουτί..γλιστρούν κι τα πουδάρια π τα φύλλα να σου μπρουστα του κτούκ(ι)…ζιούσκα στου κιφαλ(ι)..κάθισι πάλι σν καρέκλα. Ιπιδίς όμους σι σφίγγ(ει), σκώνισι πάλι..που να πάς τόσου πουλί όιρα πτου κτούκ(ι) σι σφίγγι κιόλας…χιρνάς να λιντς του ζναρ πτν πλατέα για να προυφταστείς…εχν στ Σέλτσα κι ανάπουδα του μέρους…αει κι προυφτάσκεις.. τοσου τρανη που γίνιτι η απόστας(η) απ του κτούκι δεν προυφτέντς χέζισι ξανά..
Όλα αυτά ανακάλυψαν οι θκοί μας οι παπ για του πλατάν..γι αυτό δεν έβαλαν στου Ντριάνουβου..Ήταν ψαγμέν(οι) …(Όχι σαν τς άλνους…)
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)