Α ΚΥΚΛΟΣ 5o ΜΕΡΟΣ
Στου καφενείου τ Λιόλια, ου Νιάνιους κι ου Κώτσιους συνεχίζν να ζβιγκών …κι να μολογούν..
Νιάνιους: Ω Κώτσιου, θαρρώ μ έτσουξι λίγου η κλιά…μήπους μι πίριν κανά αγιάζ(ει) ή χίρσα ν αρουστω κι θελου κανα ιλιάτς κι..
Κώτσιους: Μήτι είνι πτου πιουτί ρε Νιάνιου;..Έχουμε ώρα π περασάμι τς 5 τς ντραματζάνις…μήπους να του γυρίσουμι σι τιουλτιούκου, για να ξιπιαστεί λιγου η κλια..να παρ μιταβουλή;
Νιάνιους: Όχ ρε δε θαρρώ …(κοιτάει κατ του τραπέζ).. πούντου του ψουμί ρε;…τοσ(ι) ώρα χουρίς ψουμι , αυτό θα μας πίραξιν…Λιόλιααααα ..που χασκάς ρε σβάρνα Λιόλιααααα
Λιόλιας: Ααα
Νιάνιους: Τι αα ρε.. άξνους..ακούς ικί αα..πως να μισφαλίσν ίστιρα οι ιπιχιρίσεις …ιπαγγιλματίας ίνι αυτός;…γλίγουρα τσακίς .. δε μι λες ρε καφιτζί , τι ουρλιέσι κι αγκαρίιζ ετσιαιά όταν παραγγέλνουμι; Πως καμν οι άλλ(οι) οι μαγαζάτουρις ρε ξέρς; Ήμαν προυχτές στου τσουτίλ(ι)..στου παζάρ στν ΑηΜαρίνα… κι κάθουμάσταν κι παράγγειλνάμι..κι ου θκός μας ου καφιτζις, κι τηρούσα , κι οι άλλ(οι) όταν χπούσαμι τα χέρια να παραγγείλουμι, οι μσοί απουλουιούνταν: «Εφτασιιιι» κι άλλοι οι μσοί « αμέσωωως»..Τι ίνι αυτά που φκιάντς ισί ρε;.. τι ααα ανοίγς τ γκλαβανή ντάμπαρα, να σεβ κι κανά κνουπ, η κανας τσιούλους να φτιέσι ίστιρα ουπάν στα μιζέδια τα θκάμας; Γλήγουρα τσακίς κι φέρι μας ψουμί…
Ου Λιόλιας σιβαίν αγλήγουρα στου καφενείου κι ιπιστρέφ σχιδόν αμέσους μι μια φιλιωτα ψουμί στου χέρ…
Νιάνιους: Τι φκιάντς ικί ρε;, θέλτς να μας δηλητηριάις, να μας ακουλίεις αστένιις κι μικρόβια; Μι τι του τσακώντς του ψουμι ρε;… που τάχις νουρίτιρα τα τσιούγκας; Ίνι δυνατόν καφιτζίς λίγκας κι σκλίκας; Τι δεν πέρντς κι σι, ικίνουν τουν τσιούτσιανου του μασιά να μας φέρντς του ψουμί σαν άνθρουπους; Κοιτάει καλύτερα)!!!!!! Τι φιλιώτα ίνι αυτή ρε που μας κουβάλτσις; Αυτή είνι τρανήτιρ απ αχιρώνα, ούτι ου πλάστς π φκιάνουμι τν πίτα δεν του χουράει..που τ μεσ απ του πισνικ(ι) τ χώρσις; Κι δε μι λες ρε ιπαγγιλματία…που θα του βάλουμι, σι τοσου τσιούτσιανα τραπέζια π έχς..ούτι τα μιζέδια κι οι κούπις δε χουρούν..Τέλους πάντουν…άστου κι τσακίς φεύγα…Ω ρε πως του κόβουμι τώρα; μι τα χέρια θα γι(νει) σα σαψιάλ(ι); Λιόλιααα φερ ένα μαχέρ
Λιολιας: Δεν έχου..ένα έχου κι πρώτα τόχουσα στ λίγδα γιατί έβγαλα καβουρμά κι ύστιρα έκουψα αρμιά…να του φέρου;
Νιάνιους: Να του κρατιις ικι , κι να μι σκαλτστείς ντίπ….σκλίκα ..ωρε πώς του κόβουμι τώρα;; Η θα τουν σφάξου κι θα πάου στ Λάρσα η ακόμα χειρότιρα θα τουν φτίσου κι θα βρουμις..ίνι ιφνός αλλιως θα σίλιγα αν θα τουν ίχαμι καφιτζί
Κώτσιους: Αστου ρε , στου ζναρ έχου ιγώ μπλίκρα , τν πίρα περς(ι) απ του παζάρ απ τ χρούψτια
Νιάνιους: Άιντι χίρνα κόβι…τσιούτσιανα σαν αντίδουρα..να μη μας ζουπίσν κι αλλου του στουμάχ(ι)
Ου Κώτσιους χιρνάει να πιδεβιτι να κόψ(ει) του ψουμί..του ζιαβαρναει ψιχα..αλλά πουλί δύσκουλα..
Νιάνιους: Τι φκιαντς αυτού ρε …πότι θα κοψ του ψουμί…Καλά ρε τι μπλίκρα ίνι αυτή; σι ξιγελασαν; Αυτή ούτι τσούρα που πεθαμένου δε λιαριζ (Συγγραφευς: Δεν πστεύου να μας άκσι καένας;;) … Κόψτου μι τα χέρια, άει να σώνουμι…
Αφού διευθετηθηκε το θέμα του ψωμιού, τα πράγματα ηρέμησαν σχετικά..
Στην πλατεία μπροστα στο πηγάδι, έπαιζαν 2-3 παιδιά και ξαφνικά απ τουν κατ του μαχαλά, έρχουντι δυό κι κρατούν μι του καπίστρ, δυό γουμάρια για να τα πουτίσν..φταν στς καρούτις και αρχινούν να ρφουν…Ξαφνικά στου πρόσουπου τ Νιάνιου ζουγραφίζιτι μια πλήρη ικανοποίησ..η εικόνα π γλεπ τουν προυκαλεί ιβιξία, ιβδιμουνία όλου του πακέτου των καλών , θετικών συναισθημάτων
Νιάνιους: Ωρε αντάσ, κοίταξι ρε ..τι καλά που ίνι..τι καλά κι έμπριπα.. έτσι μ έρχιτι να πάου να τα φλίσου..
Κώτσιους: Ναι ρε πράγματι τα πιδιά, ίνι…
Νιάνιους: (τνάζιτι ουρθός) Ποιά πιδιά ρε …τι δλειά έχν τα πιδιά μι τι αυτό π λέου ιγώ; Τα πιδιά θα πάου να φλίσου;; Τά γουμάρια ρε θα πάου να φλίσου… Ακσι γιατί σι γλέπου ντιπ μπιρδιμένου.. Τα πιδιά , δε θέλν όλ(η) τ μέρα να τρών κι μάλιστα, μπάτζιου, αυγά, λουκάνκα, τα θκάμας τα μιζέδια δηλαδη; Θέλν..Δε θέλν να ντιούντι; Θέλν..δε θελν να πουδένουντι; Θέλν..Ύστιρα..δεν παέν στου σκουλειό κι ακουλνούν ψίρις κι έρχουντι στου σπίτ(ι) κουβαλούν του σιρμαιέ κι ακουλνούν όλοι στ φαμπλια, κι μάλιστα ιμεις οι τρανίτιρ που έχουμε μαλιά κι απου τ μές(η), κι κατ..υπουφέρνουμι;;..γκραφαλνιούμαστι όλ(η) τν ώρα κι δεν ξέρουμι τι να κάμουμι..δε μας χουράει ου τόπους…Ούτι τν πραξ(η) δε μπουρούμι να κάμουμι Κι ξερς τι θμήθκα τώρα κι σειίσκα ακόμα παραπαν; Άκσι..Δε μι λές ρε όταν μιθούμι πουλί, κι αργούμι ψίχα να πάμι στου σπιτ(ι)..ποιόν στελν οι άλλεις κι κουβαλιέτι κι μας τραβάει πτου μανικ(ι), κι μας παρακαλάει κι δε μας αφήνει να γλιντίσουμι κι άλλου;; Του πιδί
Κώτσιους: Ω ρε τώρα πτα λές, αυτόσια ου συνειρμός μι πιρόνιασι
Νιάνιους: Κι πάμι τώρα σ αυτά που θέλου να φλίσου…τα γουμάρια Σι ποιόν φουρτώνουμι τσ κουσιόρις κι παέν κι μας κουβαλούν τουν καπνό; στου γουμάρ Σι ποιόν φουρτώνουμι ικίνα τα κουφίνια που ίνι σαν τρανές στρόγγιλις μαλάθις κι μας κουβαλούν διάφουρα ύπουρα, γκόρτσα, δρόκινα, κάχτις μήλα; στου γουμάρ..Ποιός μας κουβαλάει τα καλούδια απ τα παναήρια; Του γουμάρ..Ποιός μας κουβαλάει τ λόντζια, κι δέχιτι νάνι σφιχτά του σαμάρ κι η ίγκλα στν κλιά, κι η ουψτιά στ νουρά νάνι ντιπ τιζαρουμένις κι σφιχτές..του γουμάρ..Ξύλα για του χειμώνα ποιος κουβαλάει κι κριτσούν τα πουδάριατ κι κόβιτι η ανάσατ; του γουμάρ..κλαδί για τα γίδια; του γουμάρ όταν είμασι απουσταμέν(οι) (πάντα δηλαδή) ποιός μας κουβαλάει στν Πέλκα, στου βρατίν, στου Κουντσκό ,στου Λιαψίστ(ι); του γουμάρ…κι άκσι τώρα του κυριότερου…όταν μιθούμι ποιος μας ιξιπιριτάει κι όυτι ουρλιέτι, ούτι μαρτυράει σι καέναν τίπουτα ;του γουμάρ…Θμάσι προυχτές που πήγαμι στου Σιάν κι τιριάσκαμι..ύστιρα τι γίγκιν; Ικίνους ου καφιτζίς ου ξιμπλάναβους μι του τρανό του μστάκ(ι) τι έκαμι; Πρώτα του σαμάρουσι ( ίνι τοσου καλό π δέχιτι κι τουν ξένου δηλ)., κι ύστιρα μι κατ(ι) άλλ μας φόρτουσαν στου σαμάρ, μας έδισαν μι τν τριχιά κι τν έσφιξαν γιρα στα κουτσάκια. Κίντσαν τα ζουντανά κι αργά αργά πήγαν απ τ μέσ απτ στράτα…ούτι στου γκρέμουρα πίγι , ούτι στου νόχτου κι απού που πίγι ; Απ του τρανό του λιβάδ απ τ μπέστανι κι του ντάμπαλ(ι), δε μας πέρασι μεσα απ μν Πέλκα να μας ιδουν οι πιλκιωτις μι θζμέν κι να χαίρουντι.. κι σ όλ τ στράτα ούτι γκκ ούτι μουκ, ούτι γκρίνιαξι ούτι ιπι τίπουτα.. κι δε μας πίγι σπίτ(ι) να ικτιθούμι κι ν ακούμι τς άλλις να μας πριζν, στου μαντρί μας πίγι κι ιχι σεβας..καρτιρούσι να ξιμιθίσουμι..
Κώτσιους: Ινθουσιάσκα, θα πάου να τα φλίσου πρώτους ιγώ
Κάμ να σκουθεί, αλλά απ του πουλί πιουτί λίγσαν τα πουδάριατ κι έκατσι πάλι στν καρέκλα
Νιάνιους: ( μιτά τν αφήγησ, κάθιτι, σχιδόν μακάριους στν καρέκλα..αλλά συλουιέτι.. ) Ξαφνικά: Ωρε Κώτσιου , ιδις πόχου ένα σόι πέρα π του πουταμ?
Κώτσιους: Ποιόν λές ρε ικείνουν απ του Φουργκάτς;
Νιάνιους:Ποιόν λες ρε; του μακραξάδιρφου ρέ , ικείνουν τουν κοντακνό, του μαυριδερό που έπιζι του τρανό του νταούλι στν Αησωτήρα; Όχ…άσι όλ(οι) στου φουργκάτσΙ) παίζν κανά όργανου. Θμάσι ικίνουν του χουντρο, μη τν τρανή τν κλια κι τ μπαστραβίτσα στου κατσιαολυλ(ι); Ικείνουν που όταν φσούσι τιζαρώνουνταν η κλιά, φούσκουναν τα μάλουγα κι γυάλτζαν τα μάτια σαν πιουμένους; Θμασι που φσούσι ένα σαν μπουρί , όχ σαν τσ σόμπας αλλά κίτιρνου κι μίπαν κάτ(ι) πιδιά θκοίμας π γέγκαν ναυτικοί, ότι ακούιτι όπους του μπουρί απ του πλοίου η του καράβ
Κώτσιους: Κι τι ίνι του πλοίου κι του καράβ ρε Νιάνιου;
Νιάνιος: Άκσι..είνι ένα τρανό μέσα στου νιρό χουρίς τριχούλια, κι σιβαίν οι ανθρώπ κι μόλις κινήσ, χιρνάει κι κνιέτι πέρα δώθι κι αντραλιάζουντι κι κάμν όλ μιτό…Για τι αυτό δεν έκαμάμι καμία καθέλκισι σι καένα πλοίου στου θκό μας του πουτάμ…για να μη κάμν όλ(οι) μιτό..κατάλαβις;
Κώτσιους: Πως δεν κατάλαβα, αφού ήσαν πουλί σαφής..κόντιψι να μι ρθεί να κάμου κι γώ μιτό
Νιάνιους¨Τουν άλλου πάλι πτου σόι απ τν πλιβρά τ πατέραμ, που ίνι απ του Χουτούρ τουν ξινόμσαν…Πιαλούσι στς παρδαλές στν Καστουριά, τουν πηρι χαμπάρ η φαμπλιά κι τουν ξέστρουσαν..τουν ξιάρσαν…Χαθκη κατά σιακάτ στν παλιά τν Ιλλάδα…
Κωτσιους: Ορε για ποιόν θέλτς να μι πείς;…κουντευς να μ αραδιάις όλου του σόι κι για τι αυτόν που κίνσις σκουτίδα…δε λές καντίπουτα..
Νιάνιους: Άκσι…Ήθιλα να σι πώ για τ αυτόν τουν πρώτου τουν αξάδιρφου τς γυναίκας μ απ του Μαρτσίστ(ι) , αυτός που λές γέγκιν (δεν προυλαβαίν)..
Κώτσιους: Ποιόν ρε;..τουν ξέρου …αυτός ου φηλός δεν ινι .μι τα χουντρα τα μαύρα τα φρύδια, τα τρανά τα πουδάρια αυτός δεν ίνι που πλάει στ Άργους πατάτις , κρουμίδια γκόρτσα κάχτις κι απ όλα τα ζαρζαβάτια Δεν ίνι αυτός π χόρευ καθι μερα στς νταβέρνις, σι κάθι καυγά ίνι πρώτους , κι τς κλεβ όλνους στου ζύγ ;;
Νιάνιους: Αυτός ίνι ..γέγκιν παπάς…
Κώτσιους: !!!!!Τί Αφού έκλιβιν στου ζύγ(ι) ρε ..πώς γίγκιν παπάς;
Νιάνιους: Δεν πειράζ(ει) ρε, άμα κλέβς στου ζύγ(ι) γένισι Παπάς…μ αυτά κι μ αυτά μι αγάνουσις του κιφάλ(ι) …δε μ αφήντς να σέβου στν ουσία..Ου παπάς αυτός λοιπόν ήρθι προυχτές στου σπίτ,..τουν καλουδέχκαμι, τουν κερασάμι αλλά ύστιρας χίρσι..χίρσι τς συμβουλές τς ουδηγίις ιγώ ίμαν ψίχα απου ρακί, αλλά όχι πουλί…για να μην τουν προυσβάλου, κι γινατιάς(ει) η γυναίκαμ (ιπιδι ήταν θκοτς σόι), σύναζα τ τζιουμανίκα ( δηλ. του κιφάλ(ι)) ταχατιά ότι τουν άκουγα, αλλά δεν άκουγα καντίπουτα…μια δοση τουν άκσα όμους ίπιν για τουν κατ του κόσμου..ιπιδίς ίμι φουστήρας κατάλαβα αμέσους..κατ κόσμους απ του Ντράνουβου, αφου ίνι παρακάτ απ τ αυτό ινι του Βρατιν(ι), η Νιαπουλη, ου χουρηβός, η μουλόχα κατ΄΄αλα..ορε φουστήρας σι λέου…αλλά σχιδόν αμέσους ακσα τουν παπά να λέ(ει) κατ(ι) για μνημόρια ,για κάσις για του ξυλουκρέβατου , για θυμιατα, για παράδεισου για κόλασ για πιθαμέν…μόλις ίπιν πιθαμέν(οι) μι γκουμπζιάλσι, μι πιρόνιασι…. η ρακί έφυγιν αμέσους..απ τα πουδάρια σα νάφυγιν..απ τα νύχια…τσιλουσα τα φτια κι άκουγα…Ήλιγιν ου παπάς…¨ Πρέπ νάμαστι καλοί άνθρουπ…αμα γλεπουμι καέναν να βηχά(ει) , νατουν χπούμι στν πλάτ(ι), αμα δούμι καέναν να κατουργιέτι να τουν δίνουμι αμέσους τ σειρά στουν αναγκαίου για να προυφταστεί, ναμη τα κάμ ουπάνουτ, άμα γλέπουμι καέναν να λιγούν τα πουδάρια κι να μη μπουρεί να πιρπατις(ει), να τουν παίρνουμι γκαργκατσούλα κι να τουν παένουμι ιμίς, αμα γλέπουμι κανα σκλι να μας βγάν(ει) τα δόντια , πρωτα να του σφαλνούμι του στομα να μη μας δαγκώς(ει) κι ύστιρα να του χαιδευουμι στα φτιά…άμα γλέπουμι καέναν μι ν κρανιά..ίσια κατ του τσιρβέλου μας , να του τραβούμι απότουμα πουλύ γληγουρα να μη μας πιτύχ.. άμα
Νιάνιους: Κάτσι ρε παπά , αν τα φκιάνουμι όλ(α) αυτά τι κιρδίζουμι;; Τι διάφουρου έχουμε;
Παπάς: Αμα φκιάνουμι ετσιαιά πααίνουμι στουν παράδεισου Ικεί ινι όλα τέλεια…..όλ(οι) ίνι καλοί ..όπους ήταν ιδώ κόμα καλίτιρ είνι ικεί…βέβια καναδυό ξιφεύγν κι τς παέν στου ιφιτείου στουν παράδεισου ..ικεί άμα καταδικαστούν τα μαζών κι βζννν σν κόλας(η) ..τώρα τιλιφταία έμαθα μιώθκαν πουλύ στουν παράδεισου..απόμκαν λίγ(οι)…βέβια ιπειδή απόμκαν λίγοι μαζώχκαν κι πουλλές δλειές.. Έτς κάθι χαραί ου τρανός ου αρχηγός τς μαζών(ει) κι αναθέτ(ει) ..όλοι ίνι πρόθυμ(οι)..
Κώτσιους: Κι ποιος ίνι ου γινικός ου αρχηγός…
Νιάνιους:Ποιός ίνι ρε;..ποιός θαρείς ότι ινι; ου Άγιους Μχάλτς η ου Άγιους Σιώμους;…Ου Άγιους Πέτρους ίνι ρε σκιπάρ..μι του μαρτύρσιν ου παπάς…κι τουν λέου ..Δε μι λές ρε Παπά για πέμι ένα παράδειγμα..αφού μι ίπις ποιός ίνι καλός ιδώ..δε μι λές τι πρέπ να φκιάντς στουν παράδεισου για να μη πας στου ιφιτείου;
Παπάς: Άκσι, έστου ότι ένα προυί φερν αμουχάλικου στουν παράδεισου..φουνάζ(ει) έναν ου τρανός κι τουν λέει .. πρεπ να κουβαλίις όλου του αμουχάλικου.. να του πάς ικία πέρα.. Χιρνάει αυτός κουβαλάει ολ(η) τ μέρα (πουλά κυβικά αμουχάλικου) ξιπλατίζιτι, αλλά ίνι καλός άνθρουπους δε βαρυγκουμάει ντιπ.(συνιχιζ(ει ου παπάς), Έστου τν αλλ(η) τ μέρα, έρχουντι τσιμέντα, φουνάζ(ει) έναν πάλι, χιρνάει αυτός κουβαλάει ολ(η) τα μέρα, ξιπλατίζιτι αλλά ίνι καλός ανθρουπους κι δε βαρυγκουμάει ντιπ Εστου τν άλλη τ μέρα….
Νιάνιους : κατάλαβα ίφιραν τα σίδιρα ……άσι παπά κατάλαβα..
Νιάνιους : ( στν κιντρική τν πλατεία) Κατάλαβις αντάς;; Ωρέ τι χπάει ετσιαιά η καμπάνα ρε Κώτσιου, λες να πίρι καμιά φουτιά στα λνάρια?
Κώτσιους: Όχ(ι) ρε Νιάνιου, ετσιαιά χπάει όταν τς καμαρών(ει) καένας ποιός ξερ ποιός χιρέτσιν
Νιάνιους: Τι ποιός ρε..όλου ποι’ος Γιατί δεν ίπις ποιά…όλου για τι μας λες …χπαει η καμπάνα χαρμόσυνα..ποιά παντρέβιτι..χπαει πένθιμα..ποιός πεθανι..αφού προυχτές 2 μπάμπις μιτάλαβαν στουν απάν του μαχαλά, απάν απ τα 95..γιατί ρε να μην απουδήμσιν καμιά απ τι αυτές; Λιόλιααα..έλα ιδώ ρε.. έμαθις τίπουτα, ποιά θα πάν στα μνημόρια…ποια θα παραχώσν;
Λιόλιας: Τι ποιά ρε…ποιόν ..ου Τάκας τ Νκόλα πέθανιν …ντιπ απότουμα…
Νιάνιους: Τι λέει ρε; ου Τάκας τ Νκόλα; …ου καλύτιρους άνθρουπους…ασι πάλι απ τι μας είνι; …χίρσαμι να μειώνουμίστι ιπικίνδινα ..Πουλί καλός άνθρουπους…να φανταστείς αλώντζαμι στου φαρδύλακα, ήμασταν 5-6 νουματαίου κι αυτός μας έδουσιν όλνους τν αράδα…μόλις μπίτσιν κι ου τιλιφταίους, χίρσιν να διαλάζ(ει) κι ακούουνταν απ σιαπάν απ τν ΑηΣουτήρα ου μπουμπούναρους..σι πέντι λιφτά χαλάζ(ι).. κρύφκαμι όλ(οι) πουκατ που μια αγριουγκουρτσιά…τα θκατ τα στούμσι όλα, γιάμπαλου..δεν απόμνι τίπουτα.. κι στουν πάτου τι ίπιν ρε αυτός ου καλός ου άνθρουπους;; ¨Δεν πειράζ έτσ ήταν να γέν(ει)¨
Τν ώρα που τα λέει αυτά απ τα σκαλιά κατιβέν, αμπρουστα ου παπάς κι ου ψάλτς απού πίσου τα πιδιά π ντύθκαν, ύστιρα του κτί κι απου πίσου όλοι οι μαυρουντυμένοι…Μπρουστα στου καφινίου σταματούν.. να ψάλει ου παπάς..χιρνούν.. Ου Νιάνιους, ου Κώτσιους ου Καφιτζίς σκώνουντι απου σέβας
Του μυαλό τ Νιάνιου , αν κι απόύ κράσου, δλέβ ¨Καλος ρε παραπάν που καλός…σίγουρα στουν παράδεισου θα πάει..ζουντανόν δεν του βουήθσα ντίπ..έχ(ει) κι πέντι πιδιά..μήπους τώρα έστου πιθαμένου μπουρώ;;…σκώνιτι ..σαλνά-σαλνά (είνι που πιουτί) ζγών τν κάσα..όλ τουν τηρούβ .. φτάν ντιπ κουντά στν κάσα..σκώβ, σα να προυσκνάει ..(σκέφτιτι πρέπ να τουν βουηθίσου έστου τώρα) ,,χπάει δυό φουρές τν κάσα κι λέει: Τάκα σχουριμένους..δε σι βουήθσα ζουντανό αλλά άκου τώρα ιπιδι ισι καλός κοίταξι μόνι να μι σι παν στουν παράδεισου..θα σι ξιπλατίσν…αύριου ριχν πλάκα….
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ… ΜΕ ΝΕΟ ΚΥΚΛΟ..ΜΕ ΓΛΩΣΣΙΚΑ , ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ..ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ κλπ
ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ