Ντριάνουβνα χαμπέρια (2ο). Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Πίτσκου= Μικρό και σε ηλικία και σε μέγεθος. Κυρίως αναφορά για μικρά παιδάκια. Μάλλον ομόριζο η προερχόμενο από το λατινικό picolo ( εκφρ. Φευγα ισύ ρε πίτσκου..δεν αγροικάς αφου είσι ντιπ μκρός)
Τσιούτσιανου= μικροκαμωμένο, πολύ μικρό. Όπως ανεφερα παραπάνω το πίτσκο χρησιμοποιείται για να καταδείξει-προσδιορίσει μικρά παιδια ενώ το τσιούτσιανου όλα τα μικρα πράγματα( ενίοτε..κατα περίπτωση προσδιορίζει μικρά παιδιά. ( εκφρ . Έχ κι τσιούτσιανου πουδάρ’ κι τσιούτσιανου χέρ’ κι του ζαμπουρλέκ’ σν πόρτα τσιούτσιανου είνι κι αυτό. Όλα τσιούτσιανα είνι σ’ αυτό του σπίτ’)
Ζβόμπιρας=Ο μικρός, μικροκαμωμένος λεπτός ανθρωπος ο «μαζεμένος» (εκφρ. Ήρθιν ου νέους ου πιταλουτής ιχτές, ένας σβόμπιρας ..ίσια-ίσια αρτιρνούσιν απ’ του φράχτ’ πόχουμι στ’ αλών’)
Τρυπουσβόλτς= Χώνεται παντού, διεισδυτικός , με στοιχεία του «σβόμπιρα» (εκφρ. Είνι τρυπουσβόλτς σι λέου..τρυπών, χώνιτι παντού πρώτους πριν τουν πάρς χαμπάρ’)
Κουντακνός= Ο συγκριτικά με το μέσο όρο κοντός, όχι ιδιαίτερα, αλλά σχετικά κοντός. (εκφρ. Ου αμσιός τ’ Μήτσιου ρα..απ’ του φουργκάτσ’ είνι καμπόσου κουντακνός. Αφού στου στρατό ειπιδίς του τφεκ , ήταν σχιδόν ίσια μι τ’ αυτόν …τουν έβαναν αράδα στα καζάνια)
Γκριμπός= Καμπούρης, καμπουριασμένος ( εκφρ’ Ου καντηλανάφτς ου Φώτς ρε..ήταν απ’ ήταν γκριμπός , απου τότι π’ σκύβ κι ζβάει τα κιριά , γκρίμπιασι ακόμα παραπάν)
Κλάδουσα= Νύσταξα, κλείνουν τα μάτια μου (εκφρ. Ιχτές είχαμι νυχτέρ στς Τσιατσιούλας. Κάθουμαν στου μιντέρ , δίπλα στου τζιάκ’ κι μι χπούσιν μια λαύρα..κλάδουσα ντίπ)
Τουν τσακσα=Κοιμήθηκα για λίγο ( εκφρ. Ιψές του βράδ’ πρόλαβα τουν τσάκσα μόνι λίγου, γιατί χίρσι να μι τραβάει η άλλ απ’ του πουδάρ για να πάμι να πάρουμι του γάλα)
Στέκα ( η καρτέργια)= Περίμενε ( εκφρ. Άει τώρα έσουσις;; στέκα τώρα, καρτέργια να πώ κι ιγώ)
Αντράλα=Ζάλη , ζαλάδα ( εκφρ. Έκλουθάμι αράδα γύρου-γύρου στ αλών’ π’ αλώντζαμι τ’ βρίζα κι απ’ του πουλύ του τριιούρ..αντραλιάσκα)
Αδουκήθκα= Θυμήθηκα (έκφρ’ Καλά απ’ αδουκήθκα κι πλέρουσα τουν πιταλουτή γιατί πάει –πάει ενακένα ..σκαπέτσιν’ Χα νάχου , χα να μαζώνουνταν κι άλλα χρέα)
Ρουκώνου= Χώνω ( έκφρ. Ιφτυχώς πρόφτασα κι ρούκουσα τν τάπα στ μπότσα, χανα χύνουνταν όλ η τιουλτιούκου. Είχιν πέσ’ στου πλάϊ)
Κουφουτίλ= Στρογγυλό ξύλο με πανί δεμένο γύρω-γύρω , με το οποίο σφράγιζαν την κάνουλα του βαρελιού ( βαέν) στο οποίο έβαζαν το κρασί ( εκφρ. Έσουσάμι τουν τρύγου, πάτσαμι τα σταφύλια κι έρξαμι του ζμί στου βαέν . Ύστιρα ρουκουσάμι του κουφουτίλ στν τρύπα κι στουν πάτου του σφάλτσαμι κι του σφραγισάμι κι απου πάν)
Σιόχαλου= Το εσωτερικό της «κούκλας» του καλαμποκιού το οποίο αφου ξεσποριζόταν στη συνέχεια με το εσωτερικό σφράγιζαν νταμιτζάνες, μεγάλα μπουκάλια, βαρελάκια κλπ ( εκφρ. Σφάλτσαμι τς ντραματζάνις μι τα σιόχαλα κι τς αφκαμι ουρθές να μη χύνιτι η τιουλτιούκου)
Καιπιώνου=Χάνω, εξαφανίζω ( εκφρ. Τν καίπιουσα τ’ λίμπα (ειδικό γυάλινο σκευος που βάζαν το γλυκό) μι του γλυκό γιατί ικείνους ου μκρός μ’ ου Γιώτης είνι σούχας ( αυτός που του αρέσουν πολύ τα γλυκά) κι αράδα μιρμιτάει ( τρώει απ’ τα κρυφά λίγο-λίγο)
Παυκαλνώ =Καπνίζω τσιγάρο ( εκφρ΄Ικείν’ οι τσιλιμπατζιώνδις απ τουν κάτ’ είχαν κρυφτεί ουπίσου απ’ του μαϊριό κι παυκαλνούσαν αράδα τσιγάρις)
Δεν κρέντς= Δεν μιλάς ( εκφρ. Άιντι ρα..πέ ρε τίπουτα κι σύ..γιατί δεν κρεντς καντικάν;;)