Ντριάνουβνα χαμπέρια. Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου.
Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΜΕΡΟΣ 3ο
Χουιάζου= Φωνάζω έντονα , με ιαχες , κραυγές κλπ επιπλήττω ( εκφρ. Τουν χούιαζιν να μας’ τα πρόβατα απ’ τ’ λόντζια..τίπουτα αυτός..του χαβάτ)
Μαυλνώ= Καλώ, παροτρύνω ένα ζώο να ρθεί κοντά, να με πλησιάσει( εκφρ. Μαυλνούσαν τα πρόβατα να ρθούν να σεβν στν κόρδα να τ’ αρμέξν)
Κουρντίζουμι= Εκρήγνυμαι, επαναστατώ ( εκφρ. Τουν είπιν μπατάκ’ (κλέφτη) κι κουρντισκιν παραφύσις (πάρα πολύ) κι τουν ζίασιν μια στου ψμένου (κεφάλι)
Σουντώ= Παροτρύνω τα σκυλιά να επιτεθούν, να ορμήξουν ( εκφρ. Ωρέ του βιράνκου ντιπ γκζντάρ είνι . Σουντούσιν τα τζιουμπανάρκα τα σκλιάτ, κόντιψαν να μας κόψ’ν)
Θάρουμ=Μήπως και ( εκφρ. Να τουν φουτίς ου Θόος , θάρουμ μάθ κανά γράμμα κι σουθεί)
Του κοβ λάσπ= Την πέφτω για ύπνο ή (σπάνια) φεύγω, εξαφανίζομαι ( εκφρ. Ήμαν πουλύ απουσταμένους κι του κόβου κι απ’ λές λάσπ; Τουν τσάκσα καμπόσου)
Ενακένα = Αμέσως (εκφρ. Μόλις μι φώναξιν ου Δάσκαλους , απουλουήθκα ενακένα)
Κορδα= Κυκλικός η οβάλ περιφραγμένος χώρος με αγκαθωτούς θάμνους (παλιούρια) όπου αρμέγονται τα πρόβατα και οι κατσίκες ( εκφρ. Μάσι ρε τα πρόβατα κι τα γίδια στν κόρδα; βάρτα να τ’ αρμέξουμι)
Πουριά= Ο μονοκόματος μεγάλος θάμνος ( παλιούρι) που κλείνει το πίσω μέρος ( το έμπα των προβάτων ) στην κόρδα ή και γενικότερα που κλείνει το έμπαζμα περιφραγμένων χώρων ( πχ σε λαχανόκηπο..μπαχτσέ) ( εκφρ. Σφάλνα ρε αγλήγουρα καλά τ’ν πουριά να μη χιρίσν κι αραδίζν τα πρόβατα)
Μπουμπούναρους= Μπουμπουνητό ( εκφρ. Σύναξιν ιχτές μια γιρί φουρτούνα κι τραβξιν κι έναν μπουμπούναρου.. τρουντίσκαν μέχρι τα ντβάρια κι κριτσαν οι μπιλμέδις. Έβαξιν γιρά κι ακούσκιν ως σιακάτ στ’ Λάρσα)
Διάλαξι= Άστραψε ( έκφρ. Διάλαξιν κι έφιξιν όλους ου τόπους)
Σκιάχκα= Τρόμαξα, κατατρόμαξα απότομα (εκφρ. Βγαίν’ απότουμα ου βιράνκους πίσου απ’ του νόχτου κι μ’ έσκιαξιν. Σκιάχκα κι έτριμα σαν τουν Καρτσούνα)
Τιζαρώνου= Τεντώνω ( εκφρ. Τιζάρουνι τ’ς παρδαλές τ’ς τιράντζις κι κλώθουνταν μες τ’ μέσ’ στν πλατέα για να τουν γλέπν όλ’)
Ηρθα στ’ αγιάρμ= Ήρθα στα ίσα μου , στο ζύγι μου ( εκφρ. Τράβξαμι ένα γιρό πιόμα ιψές κι ξινίσκιν η κλιάμ’ . Αρμόζμου ρουφκάλτσα ύστιρα, για να ‘ρθω στ’ αγιάρμ’)
Ράχνιασα= Αγανάκτησα ( εκφρ. Τουν ουρμήνιβα αράδα να σκώνιτι νουρίς τ χαραΐ να βάν ιβλουγητό..τίπουτα αυτός. Μι ράχνιασι ντιπ..δε σκων ουρμήνις
Λισβός= Με σωματικό ή πνευματικό ελάτωμα ( εκφρ. Δεν αγροικάει ούτι τα παπούτσια να δεν ..είνι ντιπ λισβός)
Αδρεινους= Αληγορ. δρύινος . Επειδή η βελανιδιά έχει σκληρό ξύλο και άγαρμπη επιφάνεια , αλληγορικά χαρακτηρίζεται έτσι το αγύριστο κεφάλι , το ξύλο το απελέκητο,, ο ισχυρογνώμων ( εκφρ. Δεν ακούει ρα..δεν αλλάζ’ γνωμ’ ..στ γκουρτσια του σύνουρου . Είνι ντιπ αδρέϊνους)
(δεν)Ζαρίζου = Δεν μπορώ να εστιάσω κάτι με τα μάτια, κάτι που είναι κοντά (εκφρ. Δε ζαρίζου καντικάν ρε σι λέου..όλα τα γράμματα τα γλέπου θουλά κι λουζιαζμένα)
(δεν)Γκαμπλιώνου= Δεν βλέπω γενικώς κάτι πιο μακρυνό απ’ το « δε ζαρίζω» (εκφρ. Λίγου να σκουτιδιάσ’ δε γκαμπλιώνου καντικάν …ούτι τ’ στράτα δε γκαμπλιώνου, στα ντβάρια χπώ)
(δεν )Γλέπου= Περιορισμένη όραση, δεν βλέπω όσο πρεπει, αρκετά . Περιλαμβάνει και το «δε ζαρίζου» και το «δεν γκαμπλιώνου» ( εκφρ. Δε γλέπου ρε σι λέου ..θαρείς ψέματα κάμνου..δε γλέπου)