Για τους θεωρητικούς φυσικούς το σωματίδιο χιγκς δημιουργεί τη μάζα σε όλα τα υπόλοιπα σωματίδια που υπάρχουν και κατά συνέπεια είναι η μάνα όλων των μαζών, γι αυτό και κάποιοι από αυτούς παραλληλίζουν την ανακάλυψή του με εκείνη της αντιύλης το 1932 από τον Άντερσον. Το 1932 ο Καρλ Άντερσον (Carl Anderson), καθηγητής φυσικής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (CIT), εντόπισε τα ίχνη ενός σωματίου που ενώ είχε ίδια μάζα με το ηλεκτρόνιο είχε αντίθετο (θετικό) ηλεκτρικό φορτίο. Αυτά ήταν τα πρώτα σωματίδια αντιύλης που ανακαλύφθηκαν και ονομάστηκαν «ποζιτρόνια» (η λέξη positron προέρχεται από τις λέξεις positive electron που σημαίνουν θετικό ηλεκτρόνιο). Για την ανακάλυψη αυτή του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ φυσικής το 1936.
Για τις έρευνες του CERN, λοιπόν, οι δύο πειραματικές ομάδες (CMS και ATLAS), με τρεις χιλιάδες άτομα περίπου η κάθε μια, χρησιμοποιούν τις δικές τους ξεχωριστές μεθόδους, τους δικούς τους ανιχνευτές, μέσα από τη λειτουργία του επιταχυντή LHC και με τις συγκρούσεις που προκαλούν μεταξύ πρωτονίων σ΄αυτόν καταφέρνουν και παράγουν μια πληθώρα από σωματίδια, μεταξύ των οποίων – υποθετικά πάντα – συγκαταλέγεται και το σωματίδιο χιγκς. Η διάρκεια ζωής αυτού είναι πολύ σύντομη, αφού σχεδόν αμέσως διασπάται με πολλούς δυνατούς τρόπους σε άλλα σωματίδια.
Αυτοί οι τρόποι ονομάζονται κανάλια στην «αργκό» των φυσικών και εναπόκειται στις προσπάθειες των πειραματικών φυσικών, να ανιχνεύσουν τα προϊόντα της διάσπασης που προβλέπονται για καθένα από τα πιθανά κανάλια. Η πιθανότητα εμφάνισης κάθε καναλιού διάσπασης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από τη μάζα του σωματιδίου χιγκς, η οποία συνήθως μετριέται με την ισοδύναμη ενέργεια σε Gev (δισεκατομμύρια ηλεκτροβόλτ) και προκύπτει από τη γνωστή σχέση E=m.c² του Αϊνστάιν. Αυτή η εξίσωση του Αϊνστάιν επιτρέπει στους ερευνητές αντί για γραμμάρια και κιλά να δίνουν το ποσόν της ύλης ενός σωματιδίου σε μονάδες ενέργειας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανακοίνωση του ευρωπαϊκού κέντρου ερευνών σε κείνο το σεμινάριο, στις 13 Δεκεμβρίου του 2011, τα δύο πειράματα εντόπισαν σε δισεκατομμύρια καταγεγραμμένες συγκρούσεις αρκετά γεγονότα που έδειχναν την αποτύπωση της διάσπασης σωματιδίων χιγκς σε διάφορα κανάλια με μάζες 116 και 130 Gev. Ειδικότερα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίαζαν τρία γεγονότα, που φαινόταν να προέρχονται απ΄το κανάλι της διάσπασης ενός σωματιδίου χιγκς, με μάζα που αντιστοιχεί σε 124 Gev, σε δύο μποζόνια Ζ, τα οποία με τη σειρά τους διασπώνται σε δύο ηλεκτρόνια ή δύο μιόνια το καθένα ( μποζόνια Ζ και μιόνια είναι γνωστά στοιχειώδη σωματίδια του καθιερωμένου προτύπου). Υπολογίζεται ότι η μάζα που έχει τελικά το σωματίδιο χιγκς βρίσκεται στα 125 Gev (συν – πλην ένα), αλλά θα μπορούσε να έχει εκατό φορές τη μάζα του πρωτονίου και να φτάνει ως τις χίλιες. Εκείνο που ήταν σημαντικό για τους ερευνητές και ενίσχυσε την αισιοδοξία τους για την επιβεβαίωση της αρχικής υπόθεσής τους, ήταν το ότι το σωματίδιο εντοπίζεται ακριβώς στην περιοχή που είχε προβλεφθεί, δηλαδή των 125 Gev, μια και μιλάμε για μια πού μεγάλη περιοχή.
Ηλίας Κ Μάρκου