Οι εξαγγελίες του υπουργού Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη για την “αντιμετώπιση του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΕΛΑΠΕ) και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς” προκάλεσαν απογοήτευση και οργή στην κοινότητα του χώρου των ΑΠΕ. Εκτιμήθηκαν σαν αφανισμός των μικρομεσαίων σ’ αυτόν τον τομέα, αξιοποιώντας ευσχήμως μάλιστα και την πολυδιαφημισμένη απολιγνιτοποίηση, με πλήρη αβεβαιότητα, ωστόσο, για τη μεταλιγνιτική εποχή.
Ο χρόνος των ανακοινώσεων και η εσπευσμένη προώθησή τους προς ψήφιση στη Βουλή επιβεβαιώνει ότι η περίοδος αυτή –περίοδος πανδημίας, καταλυτική και πρωτοφανής και για την κοινωνία και για τις επιχειρήσεις– μετατρέπεται σε περίοδο ”χρυσής ευκαιρίας” για τις κυβερνητικές στοχεύσεις. Στοχεύσεις που συνυφαίνονται με την εξυπηρέτηση, από τη μια ολιγοπωλιακών οικονομικών συμφερόντων και από την άλλη, εξουθένωσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, καθώς και κάθε μορφής κοινωνικής οικονομίας, όπως οι φιλόδοξες και δυναμικές ενεργειακές κοινότητες στον τομέα των ΑΠΕ.
Τούτα έχουν πολύ μεγάλη σημασία, διότι ο ενεργειακός τομέας είναι κυριολεκτικά καθοριστικός για την οικονομία και για τη χώρα. Και διότι ο τομέας των ΑΠΕ, με τις συσχετιζόμενες με αυτόν ρεαλιστικές πλέον τάσεις του υδρογόνου, αποτελούν το προνομιακό πεδίο στο σύνολο του ενεργειακού τομέα. Τα μέτρα, λοιπόν, σύμφωνα και με τις υπουργικές ανακοινώσεις, χωρίζονται σε χρηματοοικονομικά και διαρθρωτικά. Τα χρηματοοικονομικά μέτρα είναι:
Πρώτον, είναι η τέταρτη στη σειρά μονομερής, αυθαίρετη παραβίαση των υπογεγραμμένων συμβολαίων 20ετούς διάρκειας με νομοθετική ενέργεια του κράτους. Μόνο από την περιοχή αυτή, του τομέα των ΑΠΕ, το κράτος έχει στείλει τέσσερις φορές το πιο καθαρό μήνυμα αναξιοπιστίας και αφερεγγυότητας, συνεχίζοντας έναν ολισθηρό δρόμο αυθαίρετων περικοπών που κυρίως στρέφεται εναντίον των μικρών επενδυτών-επιχειρήσεων. Ο Χατζηδάκης μέσα σε έξι μόλις μήνες απέδειξε πως ό,τι έλεγε και υπόσχονταν ήταν ανέξοδες κουβέντες μέχρι να έρθει η εποχή του πραγματικού παιχνιδιού στο πεδίο των οικονομικών όρων των ολιγοπωλιακών ενεργειακών παικτών.
Δεύτερον, οι παραγωγοί επιβαρύνονται με μια νέα έκτακτη εισφορά 6%, η οποία ανοίγει το δρόμο για νέες περικοπές στις εγγυημένες τιμές και για τα επόμενα χρόνια. Και ενώ τους παραγωγούς της φιλικής προς το περιβάλλον πράσινης ενέργειας τους επιβαρύνει συνολικά με 110 εκατ., την ίδια στιγμή απαλλάσσει σκανδαλωδώς από την επιβολή έκτακτης εισφοράς τα μεγάλα αιολικά πάρκα που κατασκευάστηκαν από το 2016 και μετά, συνολικής ισχύος άνω των 700 MW, τα οποία ανήκουν σε μεγάλους επιχειρηματικούς παίκτες. Χαρίζει με αυτόν τον τρόπο στους ιδιοκτήτες των αιολικών πάρκων πάνω από 25 εκατ.
Με ακραίο τρόπο
Τρίτον, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας απολαμβάνουν μια υποστήριξη από τον Χατζηδάκη, παρότι αισχροκερδούν, λόγω της διείσδυσης των ΑΠΕ και της μείωσης της Οριακής Τιμής Συστήματος (νυν Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς Επόμενης Ημέρας) που αυτή συνεπάγεται. Ακόμα και το έκτακτο τέλος χρέωσης προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας, 2 ευρώ/MWh για το έτος 2021, θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές ως επιβάρυνση 110 εκατ. το επόμενο έτος.
Τέταρτον, επιβαρύνει τις επιχειρήσεις μέσης τάσης συνολικά με 180 εκατ. (κυρίως μικρές επιχειρήσεις, βιομηχανικές, τουριστικές, βιοτεχνικές μονάδες και επαγγελματικούς χώρους) από την εκκαθάριση των χρεώσεων Ειδικού Τέλους Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ). Επιβάρυνση με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2019. Δηλαδή, οι γονατισμένες από την πανδημία επιχειρήσεις και εν μέσω lockdown πιέζονται προς την ταχύτερη κατάρρευσή τους.
Πέμπτον, η επιβολή ενός ακόμα άδικου και ακατανόητου φόρου, εν όψει της συνολικότερης κατά την κυβέρνηση μετάβασης σε νέα ενεργειακή εποχή μετά το 2023: του “πράσινου τέλους” στην κατανάλωση πετρελαίου κίνησης (diesel) ίσου με 0,03 ευρώ/λίτρο, ως “ειδικός φόρος άνθρακα” (special carbon tax) που υπολογίζεται σε 100 εκατ. σε ετήσια βάση.
Ο Χατζηδάκης δείχνει να ολοκληρώνει με ακραίο πλέον τρόπο το δεύτερο μέρος ενός σχεδίου. Το πρώτο ήταν το Σεπτέμβρη του 2019 με τη ΔΕΗ, τη δήθεν διάσωση, τον τεμαχισμό μεταφοράς της σε μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα και τις αυξήσεις της ηλεκτρικής ενέργειας. Και το δεύτερο εξελίσσεται τώρα. Εκεί, όμως, που η πρόκληση παίρνει μορφή ακραία και γίνεται εμπαιγμός είναι οι λιγνιτικές περιοχές, οι οποίες ήδη βιώνουν μια αβεβαιότητα χωρίς προηγούμενο.
Διαρθρωτικά μέτρα και ο μεγάλος εμπαιγμός
Σχέδια ακόμα δεν έχουν καταρτιστεί, ούτε έχουν αποφασιστεί. Στόχοι, όροι και προϋποθέσεις δεν έχουν οριστικά αποφασιστεί και δεν έχουν τεθεί. Κυβερνητικές όμως αποφάσεις έχουν ληφθεί και λένε ότι σε δύο χρόνια στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας δεν θα λειτουργεί καμία από τις σημερινές ενεργειακές μονάδες. Η παύση της λειτουργίας τους σημαίνει έξοδο από τον παραγωγικό κύκλο περίπου 75.000 ανθρώπων με διάφορες ιδιότητες και ειδικότητες. Δεν έχει ακόμα αποφασιστεί με τί και πώς θα αντικατασταθούν αυτές οι θέσεις εργασίας.
Εκεί, που η Γερμανία έθετε χρονικό όριο για την απολιγνιτοποίηση το 2030, εκεί που η Πολωνία έθετε χρονικό όριο το 2050, η ελληνική κυβέρνηση της ΝΔ έθεσε σαν στόχο της το 2023! Τίποτα πιο εύγλωττο από αυτό, για τη βιαιότητα της μετάβασης, αλλά και την αδυναμία πραγματοποίησης οποιουδήποτε προγράμματος. Όλες οι υποσχέσεις ότι η περιοχή λόγω της μετάβασης θα περιέλθει σε ένα καθεστώς ενίσχυσης των ΑΠΕ με τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας εξανεμίστηκαν με τις τελευταίες εξαγγελίες Χατζηδάκη.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις στραγγαλίζεται το σύνολο των μικροεπενδυτών, σε όλες τους τις μορφές και ιδιαίτερα στις μορφές των Ενεργειακών Κοινοτήτων. Όλοι όσοι, παρά την αβεβαιότητα, κινήθηκαν δραστήρια, ετοιμάζοντας φακέλους αδειοδότησης μικρών φωτοβολταϊών έως 500 kW και ακολουθώντας το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο, που το ίδιο το υπουργείο καθόρισε, έχουν ήδη ξοδέψει σημαντικά οικονομικά ποσά στις διαδικασίες αδειοδότησης. Αυτοί, λοιπόν, καλούνται μέσα σε ένα μήνα και εν μέσω πλήρους lockdown, να ολοκληρώσουν τις διαδικασίες πλήρους φακέλου έτσι ώστε να αξιολογηθούν με το καθεστώς των σταθερών τιμών αναφοράς.
Διαφορετικά από 1 Ιανουαρίου 2021 μπαίνουν σε καθεστώς διαγωνιστικών διαδικασιών, όπου είναι απολύτως βέβαιο ότι θα εξοντωθούν από τα ενεργειακά μεγαθήρια, για τα οποία σε τελική ανάλυση στρώνεται το γήπεδο. Τα ίδια και χειρότερα προβλέπονται και για τα έργα προς αδειοδότηση που λιμνάζουν επί μήνες στο ΔΕΔΔΗΕ. Εάν δεν ολοκληρωθεί η αξιολόγησή τους μέσα σε αυστηρά χρονικά όρια (30 Ιουνίου 2021), θα μπουν κι αυτά σε διαγωνιστικές διαδικασίες, δηλαδή, στο θυσιαστήριο.
Η ουσιαστική συζήτηση
Αυτά τα μέτρα απωθούν βίαια χιλιάδες μικροεπενδυτές και εξοστρακίζουν κάθε προσπάθεια κοινωνικής, αλληλέγγυας οικονομίας, σχεδόν το σύνολο των Ενεργειακών Κοινοτήτων. Αυτές που προσπαθούν να δουν μέσα στην απέραντη κρίση της βίαιας απολιγνιτοποίησης μια ευκαιρία σ’ ένα κλάδο που θα τους εξασφάλιζε ένα ελάχιστο εισόδημα για τα επόμενα χρόνια.
Ο δρόμος και το πεδίο που διαμορφώνει η κυβέρνηση είναι η εκμετάλλευση αυτού του χώρου από τους μεγάλους ξένους και εγχώριους επιχειρηματικούς ομίλους, χωρίς καμία δυνατότητα επιβίωσης των τοπικών οικονομικών μεγεθών. Στην περιοχή θα δημιουργηθεί ένα πλασματικό ΑΕΠ, το οποίο στην πραγματικότητα άνω του 90% θα βρίσκεται εκτός περιοχής (εκτός της τοπικής οικονομίας και των κοινωνιών της Δυτικής Μακεδονίας). Με τις υπηρεσίες να υπολειτουργούν και λόγω της πανδημίας, αλλά και λόγω της υποστελέχωσής τους, η όποια απόπειρα υποστήριξης των τοπικών οικονομικών δυνάμεων είναι σχεδόν ανέφικτη.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, οι ελάχιστοι όροι για μια βιώσιμη διέξοδο είναι η ουσιαστική συζήτηση του υπουργείου Ενέργειας με τους φορείς του χώρου των ΑΠΕ, την οποία αποφεύγει και η στήριξη στην πράξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ενεργειακών κοινοτήτων. Αυτό μπορεί να γίνει με την αποδοχή προτάσεων που έχουν καταθέσει και. Τέλος είναι αναγκαίος ο επανασχεδιασμός για τις λιγνιτικές περιοχές με στόχους ρεαλιστικούς και διαστάσεις τοπικής κοινωνικής συνοχής.