Η λέξη μωμόγερος είναι σύνθετη από το μώμος και γέρος. Ο μώμος ήταν θεός του γέλιου και της σάτιρας, προσωποποίηση της μομφής και του ψόγου. Οι ακόλουθοι του μώμου ήταν οι μωμόγεροι και το δρώμενο ανάγεται στην αρχαιότητα και τα ρωμαϊκά κάλαντα και μοιάζει με τον αρχαίο διθύραμβο ,αλλά είναι και ο πρόδρομος του θεάτρου του δρόμου. Με την επικράτηση του χριστιανισμού επιβίωσαν αυτά τα έθιμα, γιατί ήταν βαθιά ριζωμένα και πολλά από αυτά τα υιοθέτησε και η νέα θρησκεία. Η καταγωγή του είναι πολύ πέραν της διονυσιακής λατρείας, ο θεός μώμος αναφέρεται ήδη από τον Ησίοδο και οι τελετές αυτές είχαν χαρακτήρα ευετηριακό, δηλαδή απέβλεπαν με πράξεις μίμησης στην παράκληση της φύσης για καρποφορία. Ανήκουν στις μιμικές πράξεις που αποβλέπουν, σύμφωνα με τη λεγόμενη συμπαθητική μαγεία, στην πρόκληση της γονιμοποιού ενέργειας της φύσης, στην προαγωγή της βλάστησης και στην καρποφορία. Οι πανάρχαιες λατρευτικές τελετές για την γονιμότητα της γης μετεξελίχτηκαν σε λαϊκό σατιρικό δρώμενο με στόχο την εκτόνωση και την ψυχαγωγία ,οι «ασεβείς» γιορτές έγιναν λαϊκό θέατρο.
Οι κωμικές παραστάσεις γίνονταν από 1-6 Ιανουαρίου στις γειτονιές και στους δρόμους των χωριών. Το δρώμενο είχε πολλές παραλλαγές στον πόντο όπως οι κατσικάδες στην Σαμψούντα, τα Κόσια στην Αργυρούπολη ,μωμοέρια στα Λιβερά με την ονομασία κοτσαμάνια (κουτσοί γέροι) και Ματσούκα.
Σαν περιεχόμενο αναφέρονται στην εποχή της τυραννίας των τιμαριούχων(τερέμπεηδες). Διακωμωδεί και καυτηριάζει την ανηθικότητα τους και την σκληρότητα τους και γελοιοποιεί τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης τους.
Τον θίασο αποτελούσαν ο αλογάς ή τερέπεγης(τιμαριούχος) ή Αλής φορούσε μακρύ χιτώνα και σαν άλλη Αμαζόνα κρατούσε δυο κοντάρια και φορούσε στο μέτωπο κεφαλομάντηλο χρυσοποίκιλτο.
Ο κιζίρ ή κιτί –γοτσάς ή Πορδαλάς, ο κυρίως μωμόγερος φορούσε δορά τράγου ,στην πλάτη είχε μαξιλάρι να αντέχει τα χτυπήματα του τερέμπεη και στο κεφάλι δερμάτινο κωνοειδές κάλυμμα και δερμάτινη προσωπίδα.Στη μέση του κρέμονταν κουδούνια, σκόρδα ,λάχανα, κουτάλια και δερμάτινα λουριά.
Ο κιόρ –σειτάν( διάβολος), μαύρα ρούχα, κέρατα και ουρά. Δίπλα του ο μικρός διάβολος με ανάλογη στολή. Ο Δίκωλον, αδελφός του κιζίρ φτωχικά ντυμένος κουβαλούσε στην πλάτη το πτώμα του άλλου αδελφού φονευθέντα από τον τερέμπεη.
Ο Ζαπιάς, ο χωροφύλακας, με ανάλογη στολή και όπλο .
Η νύφη ,σύζυγος του κιζίρ που ήταν νεαρός ντυμένος γυναίκα και στολισμένος σαν νύφη. Ο Γιατρόν, με γυαλιά, σακίδιο με φάρμακα και καπέλο και ο οργανοπαίκτης έπαιζε την λύρα.
Σύντομη υπόθεση: τερέμπεης φτάνει στο χωριό και καλεί τον κιζίρ(κλητήρα) ,αυτός αργεί να έρθει και ο τερεμπεης τον μαστιγώνει και αρχίζει τις διαταγές, αλλά τον λακτίζει το άλογο και πέφτει κάτω. Ο Δικολων παρουσιάζεται στον καδή και κάνει μήνυση καδής καταδικάζει τον τερέμπεη, αλλά ζητεί πολλά δώρα σαν αντάλλαγμα. Ο κατηγορούμενος προσέρχεται και κυνικά ομολογεί το έγκλημα, γιατί δεν του έδωσε την γυναίκα του. Στη συνέχεια αθωώνεται, ερωτοτροπεί με την νύφη ,σηκώνεται και ο κιζίρ και αρχίζουν τον χορό. Ο καδής προσπαθεί να αρπάξει την νύφη, επικρατεί πανικός και την νύφη αρπάζουν οι θεατές.
Το έθιμο έφεραν μαζί τους οι πόντιοι και αναβιώνει μέχρι και σήμερα. Βέβαια υπεισήλθαν και πολλά νεωτερικά στοιχεία ,αλλά ο καμβάς παραμένει ο ίδιος. Οι πόντιοι τέταρτης γενιάς το αναβιώνουν σε πολλές περιοχές της δυτικής Μακεδονίας. Σε κάποιες περιοχές οι στολές είναι φουστανέλες –αρχαία ιμάτια και περικεφαλαία, ορτάρε, τσαρούχια, απόδειξη της επίδρασης από διαφορετικές εποχές της ιστορίας μας.
Παραλλαγές του ίδιου εθίμου είναι πιθανόν και τα Ραγκουτσάρια ή ρογκάτσια ή μπαμπαλιούρια που αναβιώνουν σε χωριά της Καστοριάς και των Γρεβενών.