Στην Ινδία οι Ινδοί μουσουλμάνοι στο σύνολό τους, εκτός από τις λιγοστές εξαιρέσεις, είναι συνήθως μουσουλμανικής καταγωγής, αλλά παρόλα αυτά είναι απόβλητοι θεωρητικά, και οι οποιεσδήποτε σχέσεις τους υπόκεινται σε περιοριστικούς γραφτούς και άγραφους κανόνες. Θεωρούνται, όμως, όπως και οι χριστιανοί, λιγότερο μιαροί απ΄ότι οι κατώτερες κοινωνικές κάστες των Ινδιών.
Μουσουλμάνοι και Ινδοί συνήθως δεν παντρεύονται μεταξύ τους και ούτε γευματίζουν μαζί. Ο ισλαμισμός, είναι τόσο διαφορετικός από τον ινδουισμό, ώστε, ούτε αφομοιώθηκε, αλλά ούτε υπήρξε τόσο ισχυρός, ώστε να επιβληθεί στον ινδουισμό και να καταστήσει την Ινδία μουσουλμανική χώρα.
Η μουσουλμανική πίστη των λαϊκών στρωμάτων είναι μόνιμα εκτεθειμένη σε μια ανεπαίσθητη ινδουιστική επίδραση. Αυτό οδήγησε, ειδικά τα μυστικοπαθή πνεύματα που ταλαντεύονται γύρω από το αν η μόνη πραγματικότητα πρέπει να ονομαστεί Αλλάχ ή Βράχμα, σε ποικιλόμορφες συνθέσεις (όπως ο Σικισμός), οι οποίες από τους Ινδούς θεωρούνται ινδουιστικές αιρέσεις και μάλιστα σε κοινότητες που η θρησκευτική πρακτική τους είναι ανάμικτη (μουσουλμανική και ινδουιστική μαζί). Εκείνοι, όμως, (όπως και ο Μαχάτμα Γκάντι), που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τη μισαλλοδοξία της ισλαμικής ορθοδοξίας, συμπαθούσαν αυτές τις ομάδες για τη μετριοπάθειά τους και τον εκλεκτισμό τους. Με τις μορφωμένες τάξεις θα λέγαμε πως η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη και στην πλειονότητά τους παραμένουν πάντοτε έξω από το σχίσμα.
Τώρα, όσον αφορά το χριστιανισμό, αν και οι μορφωμένοι Ινδοί αφομοίωσαν ορισμένες χριστιανικές ιδέες, οι ιεραπόστολοι είναι γεγονός πως αντιμετωπίζονται ως ξένοι επιβολείς κατά της εθνικής τους ιδιαιτερότητας και ως προσβάλλοντες τους πολύχρονους θεσμούς τους. Οι Ινδοί είναι γενικά δύσπιστοι κατά των δύο μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών και μάλλον συντάσσονται με την άποψη του Γκάντι, που έλεγε ότι οι ιεραπόστολοι πρέπει να περιορίζουν τις δραστηριότητές τους, καθαρά, σε επίπεδο ανθρωπιστικής αλληλεγγύης και μόνο.
Κινήματα, όπως το Άρυα Σάματζ, συνηγορούν υπέρ ενός ινδικού θεϊσμού, άξιου να ανταγωνιστεί και τους δύο, και τον χριστιανισμό και τον ισλαμισμό και είναι αλήθεια πως καταβάλλουν σοβαρές προσπάθειες για να προσηλυτίσουν χριστιανούς στην ινδουιστική κοινότητα. Τα λαϊκότερα στρώματα δείχνουν ανοχή στη γειτνίαση με τους χριστιανούς προσήλυτους, ακόμη κι αν αυτοί παραβιάζουν τα ινδικά ταμπού, υπό τον όρο ότι σχηματίζουν μία – κατά το μάλλον ή ήττον – ξεχωριστή κοινότητα.
Έτσι, οι χριστιανοί δημιουργούν συχνά κάστες ή ενδογαμικές σχέσεις ανάλογες με τις κάστες και ορισμένες φορές γίνονται δεκτοί σε ναούς, όπου οι παρίες Ινδοί δεν έχουν δικαίωμα εισόδου. Στο Μάλαμπαρ οι χριστιανοί χάρη στην οικονομική τους θέση έφθασαν μέχρι του σημείου να γίνουν ισότιμοι με τους βραχμάνους.
Και τελικά στη σημερινή Ινδία ισχύει ό,τι ισχύει και σε πολλές άλλες περιοχές και χώρες του πλανήτη. Για τους εκλεκτούς και αδογμάτιστους μορφωμένους Ινδούς, που πιστεύουν ότι η θρησκεία αποτελεί ζήτημα προσωπικής τελείωσης, όλες οι θρησκείες είναι αληθινές και αποτελούν μονοπάτια που οδηγούν στην αλήθεια.
Τέλος, ένα από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Μαχάτμα Γκάντι ήταν και η ομολογούμενη συμπάθειά του για την επί του Όρους ομιλία του Χριστού, η οποία και τον επηρέασε βαθύτατα στη διαμόρφωση του στοχασμού του, αλλά και βοήθησε τα μέγιστα στη θεσμοποίηση του διαλόγου ανάμεσα στον ινδουισμό και το χριστιανισμό στην Μπάνγκαλορ της πολιτείας Μαϋσόρ, όπου βρίσκεται το χριστιανικό Ινστιτούτο για τη μελέτη των θρησκειών και της κοινωνίας.
Ηλίας Κ Μάρκου