Ένας Έλληνας όπου κι αν βρίσκονταν παλαιά, τη σχέση του με τον χρόνο την επένδυε με χρώματα αθανασίας. Αγαπημένος μύθος και παραμύθι συνάμα, της μάνας και της γιαγιάς για να μπολιάζεται η συνέχεια της ύπαρξης και της συνύπαρξης, το αθάνατο νερό που ψάχνει ο πρίγκιπας στο λημέρι του κακού δράκου. Κάπως έτσι ήταν το πρώτο άκουσμα. Στη συνέχεια δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα. Το πλαίσιο σχεδόν το ίδιο όσο κι αν δείχνει σήμερα διαφορετικό.
Μεγαλώνοντας δύσκολα συνειδητοποιήσαμε ότι το νερό θα μπορούσε να περιείχε και αλάτι θαλασσινό. Χρειάζεται διδασκαλία. Νερό κι αλάτι μέσα στον χρόνο. Στον χρόνο που κάποτε περνάει αργά και κάποτε γρήγορα. Πότε απαλά και πότε δυνατά. Αρκεί να σταθείς για ένα ολόκληρο λεπτό μπροστά σε έναν τοίχο ολομόναχος σε περίοδο έντασης. Τότε ίσως να διαφαίνεται μια διαφορά ως σκιώδη προβολή από άλλη διάσταση. Σαν σφαιρική βύθιση σε δισδιάστατο επίπεδο. Σαν κυκλική επαναφορά.
Μετά και πάλι πίσω στη γραμμική διαδοχή κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς με 2016 συμβατικά κεράκια ήδη στη σειρά, άλλα αναμμένα κι άλλα σβησμένα να δημιουργούν την προοπτική μιας ζωγραφιάς που χάνεται στην αρχή, μα ποια αρχή. Τα αναμμένα ευτυχώς που τα διασώζει η ιστορία. Ή έτσι να τα θεωρούμε όταν απλά κοιτάζουμε και κοιταζόμαστε.
Το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Αν είναι, έχει λύση. Το πρόβλημα γεννάται μέσα στο μυαλό όταν η εμμονή της πολύπαθης σκέψης τριγυρνά και νομοτελειακά εγκαθίσταται απωθώντας τον λόγο κάνοντας κατοχή. Με κάθε ιεροτελεστία. Και τότε δεν του μένει παρά να εύχεται ξορκίζοντας έναν χρόνο αγκιστρωμένο στον τόπο του παρόντος δίχως μέλλον. Να εύχεται για τον χρόνο που έρχεται στο παρόν από το μέλλον και που πριν ακόμη πάρει θέση γίνεται παρελθόν αδυσώπητο που δεν αλλάζει με τίποτα και πολλές φορές εύχεται να μην είχε έρθει.
Ο άνθρωπος μαγικά για μια βραδιά ή και όποτε το έχει ανάγκη αναγορεύεται σε τροχονόμο του χρόνου κάνοντάς του σήματα προς τα πού θα κατευθυνθεί κι όταν δεν του υπακούει θυμώνει. Θέλει να επιβάλλεται ως πρόσωπο σε πρόσωπο με προσωπείο και για να παρηγορηθεί αποτυγχάνει κάνοντας κινήσεις. Συνήθως τις καθημερινές μέχρι το καφενείο για να βρει την παρέα και στις γιορτές στην ταβέρνα για να γιορτάσει με την παρέα και να ξανάβρει το κουράγιο και τη δύναμη που απελευθερώνει το αλκοόλ για να τσουγκρίσει το ποτήρι και να ευχηθεί και πάλι ο χρόνος να τακτοποιήσει και να συμμαζέψει τα κακώς κείμενα. Να παραμερίσει τα εμπόδια. Να ρυθμίσει την τύχη. Να βάλει τάξη στο άναρχο, να σώσει, να φέρει δώρα. Τόσο απλά, τόσο ρηχά, τόσο συνηθισμένα.
Είναι τρόπος ζωής χωρίς ζωή. Μόνο που κουβαλά από τον παππού στον εγγονό το γονίδιο του Ελληνισμού. Κι αυτό δεν θα μπορούσε να είναι βιολογικό αν και έχει ρίζες βαθιές. Όσο κι αν δεν το καταλαβαίνει. Μερικές φορές δεν χρειάζεται καν. Διότι εμφανίζεται κάθε που το περιβάλλον το επιτρέπει. Κάθε που μερικοί βγαίνουν από το καπνισμένο καφενείο και δείχνουν στους άλλους. Τους δασκαλεύουν. Σαν τον μουσουργό που διαχέει στον κόσμο την ποίηση που δεν θα διάβαζαν ποτέ ούτε και θα ασχολούνταν, ακόμη και με βραβεία Νόμπελ, με μουσική άλλης αξίας, ίσης ποιότητας όμως με την καλύτερη κλασική ευρωπαϊκή. Τότε είναι που ακούγεται και στο καφενείο και στην ταβέρνα. Γίνεται η υπέρβαση και ο χρόνος λειτουργεί και συνδέει. Γεφυρώνει και δομεί το παρελθόν. Κυκλώνει και κυκλώνεται πολλαπλά δίχως να μπερδεύει.
Το πόσο ο Ελληνισμός κατανοεί έστω και εν δυνάμει σε ασυνείδητους δεσμούς τον χρόνο, αρκεί η ανάγνωση του πρώτου στίχου από τον Ερωτόκριτο. Το γραμμικό μοντέλο να καταρρέει πριν από τετρακόσια χρόνια. Φυσικά το μοντέλο εμφανίζεται τουλάχιστον από τον Όμηρο συνεχώς και ο Έλληνας το έχει και το ζει το χρονικό του υπόβαθρο. Μα το χάνει συχνά χωρίς διδασκαλία, και αφήνεται στο παρόν που από τη φύση του δεν μπορεί να έχει μέλλον. Εκτός αν μεταστραφεί το βλέμμα και η προσοχή.
*Ο Α. Κ. Σαραντίδης είναι δάσκαλος στην Καβάλα και πολιτικός επιστήμονας