banner
banner
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024
banner
banner

ΟΥ ΚΩΤΣΙΟΥΣ ΚΙ ΟΥ ΝΙΑΝΙΟΥΣ, ΣΤΟΥ ΚΑΦΙΝΕΙΟΥ Τ ΛΙΟΛΙΑ, ΜΟΥΛΟΥΓΟΥΝ. Δρυόβουνο, 9 Αυγούστου 1953 αργά του μισμέρ..

0 comment 11 minutes read

Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος

 

 

Α ΚΥΚΛΟΣ 3o MEΡΟΣ

Κώτσιους: Όρε Νιάνιου , αυτοί μας αγάνουσαν του κιφάλ’, πριν σώς’ ου ένας χιρνάει ου άλλους …κι νάβρισκαν κι καμιά λύσ’..όρε ζαλούρα κι ανακατουσούρα..

Νιάνιους: Σκότουστς ρε Κώτσιου..άμπουξέ τς..ρίξτς στου στόμα γαλαζιόπιτρα, δε γλέπς τι γένιτι; Τα ίδια κι τα ίδια κι τα ίδια, γέγκιν ως τώρα ινιά φουρές… πρώτα θα τουν απουλικ’ του Δάσκαλου κι ύστιρα , ως του βράδ’, θα τουν σμάσ’ πάλι …ιμίς τ’ δλειά μας κι του κουμάντου μας

Μι τ’ αυτά και μι τ’ αυτά, έφτασαν σχιδόν στου πλατύσκαλου..ανάμισα στ’ Κώτια κι τ’ Ζήκου

Κώτσιους: Ω Νιάνιου.. δε σιβαίνουμι, ιδώια στ’ Κώτια, πουκάτ’ απ’ τ’ν πιρουγλιά κι μι σι πώ καλύτιρα πουκάτ’ απ τα συκιά να (δεν προυλαβαίν’ να μπιτίσ’)

Νιάνιους: Τι λες ρε αχμάκ’;..τι είπις ρε ούρδα ανάλατ;..ξέφιγις ντίπ;..άμα σέβουμι ιδώϊα πουκάτ κάϊκαμι..Δε γλέπς τι σκουτίδα έχ’; Ιμίς δε γκαμπλώνουμι στα καλά μας, στ’ σκουτίδα δε θα ζαρίζουμι ντιπ..Αν πούμι κι γριντουθούμι ρε αντασ’, ιμεις θα στουμστούμι, θα σκρουπίσουμι σαν καλαμπόύκ’ ..ούτι να παραχώσ’ν δε θα βρούν..θα λέν θός σχουρέστς ουπάν σι άδειου μνημόρ… κι ίπις κι κάτ’ ακόμα χειρότιρου.. να τρυπώσουμι πουκάτ πτν συκιά..τι λες ρα αχρειάνκι;;..τι είπεις ρε γκζντάρ;..ικεί πεφν αράδα σύκα..χπούν στου μάτ’ στου φτί, στου λαέν, στα νόμια..κι δεν ξερου πως γένιτι όταν μιθούμι παραφύσις κι χυνουμάστι στν καρεκλα κι ακουμπούμι κατά ουπίσου , ζντάνν, ίσια στα τσκάλια ..κι πιτάχνουμέστι όπους όταν καίουμίστι απ’ τ’ν τσιγάρα.. χπούν παντού. Κι του κυριότιρου: δεν προυφτέντς να φλάξ του φυλτζιάν’ μι τν τιουλτιούκου, χπάει μέσα κι πως γένιτι κάθι φουρά πιτχαίνει ντιπ στ’ μέσ’, πλιακαλνάει, σκώνιτι σιαπάν, χύνιτι όλ, τραφόνουμέστι κιόλας, κι παέν  χαμένις οι ρακές κι τς πλιαρώνουμι τζιάμπα.Ιπίσις, ίνι κι ψίχα λίγκαβους κι σκλίκας, ιτούτους ου καφιτζίς κι ασκένουμι.Είνι κι τ’ άλλου,  ‘π’του τράφουμα βρουμούμι τιουλτιούκου κι ύστιρα χιρνούν οι άλλις στου σπιτ’ να ουρλιούντι κι να μας πρίζν, ιπιδίς  μας καταλαβαίν π’ ζβίγγουσάμι, μας.,.(δεν προυφταίν)

Κώτσιους: Καλά ρε Νιάνιου,  πουλά ιπιχιρίματα, απόμκα άφουνους (αν κι ουμιλώ πουλύ) πάμι στου κατ’ άμα ίνι..ωρέ ικίνου του κάτ’ δεν έχ’ μόνι ένα αγριουτσέναρου; Πως θα φλάξουμι του τσιρβέλου , απ τ λαύρα ρε Νιάνιου; αυτό ίνι ντιπ αριό, κι ίνι γιουμάτου μπαιαγκουφουλιές, να μι πεφν στ’ς κούπις κι παέν χαμένις ; Ωρέ να μη μας ζαλουτρυπίσ’ του μουρέλου;

Νιάνιους: Όχ ρε, ίσια-ίσια,  μόνι προυτιρίματα έχ’…ιμις είμιστι και  οι δυο, ψιά πιρίφαν’ κι στα μάτια κι στα φτιά ..ικίϊα (τουν δείχν’) κι θα γκαμπλιώνουμι κι θ’ ακούμι … άσι ου Λιόλιας, ου κάτ’ ου καφιτζής, ίνι κι καθαρότιρους κι είνι κι πουλύ ιφνότιρους… κι ιμεις δεν τ’ς πατούμι , δεν βγαίνουμι…

Κώτσιους: Καλά λες ρα, άει κίνα γκριιμπά-γκριμπά

Σαλνα-σαλνά , κουντα κατ’ του ντβάρ κατ’ του πιρίπτιρου (δεν υπήρχιν τότις, του λέου για να καταλάβτι τ’ μιριά), χίρσαν να κατιβαίν’…πάϊναν κατ’ του ντβάρ, γιατί είχαν σβιγγώσ’ 5-6 στου σπιτ’ ,στα γλίγουρα,  κι φουβούνταν να μι γριντουθούν κι τ’ς καταλάβν οι άλλ’. Ύστιρα που κανά τέταρτου,πιρπάτσαν αυτά τα 12 τα μέτρα..τς φάγκι ότι πήγαν ως του Λιαψίστ, αλλά στουν πάτου, έφτασαν, ντιπ μπαϊλτζμέν’. Απόξου απ’ τ Λιόλια ήταν 3-4 τραπέζια, του ένα ήταν σμώτιρα στου αγριουτσέναρου..αυτό διάλιξαν…

Λιόλιας (καφιτζίς , ακούει σαλαβάτ’ κι βγαίν’): Τι κουβαλιθκιτι ρε παρταλάδις; , τι σκλια γυρεύτι τετοια ώρα;..δε γλέπτι που ιτιμάζουμι να σφαλίσου για του γιόμα;

Νιάνιους: Τι λές ρε Λιόλια; ..ήρθαν πιλάτις κι σι ιτιμάζισι να σφαλίϊς; Αστόϊσις ποιοί ίμαστι;;..ιμίς καρτιρούμι ν’ ανοιξ’ απ’ τ’ χαραΐ …κι του βράδ’ τιλιφταίοι φεύγουμι…πότι-πότι που καμιά μέρα λίγου πααίνουμι σπιτ’ μόνι,  για να μι ουρλιούντι οι άλλις..αλλιώς, όλ τ’ μέρα ιδώ δε φλάγουμι;; Ιμάς ιτιμάζισι να διώξ’; Ντιούλκα α ντιούλκα..

Λιόλιας:(σκεφτιτι κι τουν έρχουντι τα γίδια) ( ορέ απ τι’ αυνούς έχου γιρό διάφουρου, δεν πρέπ να τς χάσου μι τίπουτα..θα είνι κι γιρί δισφίμισ’ αμα σκουθούν κι φιγν’ άμα τς ξινουμήσου) Ακούστι … ιντάξ’ αλλά μι δυό όρ’, δε θα μας πιασν’ οι προυχτισνές οι χαραές , του πουλύ ως τς δώδικα του βράδ’ (ήταν δυό του γιόμα) κι δε θα πιίτι πουλύ γιατί ίστιρα δε θα φτασ’ για όλνους.. Ιντάξ;

(Νιάνιους κι Κώτσιους σχιδόν αντάμα) : Τι να κάμουμι ινταξ’…

Νιάνιους: Όμους φέριμας κατ’ να ν΄τσούξουμι, να προυφτατστούμι,  γιατι πίτιασιν του στόμα μας

Λιόλιας: Όχ’ όμους πουλύ, είπαμι..τι θέλτι τιουλτιούκου ή κράσου;;

Νιάνιους: Κράσου ..

Λιόλιας Κοιταξέτι , πήρα σήμιρα ένα απ’ του Λιαψιστ’..αθέρας, είνι απ’ τι κείνουν τουν έμπουρου απ τ’ Σιάτστα ποχ’ τ’ αμπέλ’τ στ μπάρα..Είνι ψιχα ακριβότιρου αλλά είπαμι..αθέρας

Νιάνιους: Ιντάξ’, φέρι αμα ινι, για αρχή,  καναδυό ντραματζάνις να χιρίσουμι…

Λιόλιας: !!!!!!! Τι δυό νττραματζάνις γι’ αρχή ρε;; ..δεν ίπαμι τι θα ποιουν κι οι άλλ;.. σα να μί χίρσαμι καλάαα

Νιάνιους: Γιατί ρε, τι πίνουμι κι δε φτάνει για τς αλλνους;..αϊντι ιγώ παραπάν που 16 βαένια κράσου του χρόνου δεν πίνου, αίντι κι καμια διξαμιινι τιουλτιούκου, ιτούτους ου Κώτσιους παραπάν που 12 βαένια δεν μπουρεί γιατι ίνι κι ψια ανέσουστους…

Λιόλιας: Δε χίρσαμι καλάαααα (κι καϊπιώνιτι μέσα στου καφινίουτ)

Νιάνιους: (χιρνάει να μουλουγάει) Όρε Κώτσιου, θαυμάζου τ’ φυσ’  τρουϊούρ στν πλατέα κι ικτιμώ κόμα παραπάν τς παπούδις μας

Κώτσιους: Γιατί ρε Νιάνιου ,  α  πέμι..

Νιάνιους: Του γλέπς ικείνου του ασπρουλέυκαδου κατ’ του καμπαναριό;;.. Ποίος του φύτιψι; οι πάπ οι θκοί μας΄ ρε δεν του φύτιψαν;.. γιατί του φύτιψαν; Άκσι να μαθαίντς ..γλέπς κάτ’ ζγκαλουμένις μαύρις καραμζουφουλιές ουπάν στου λιφκάδ; Οι πλιότιρις ίνι απού γκαλτσις κι οι άλλις απού καραμούζις..τό βαλαν, λοιπόν,  οι παπ’ οι θκοί μας για να παρασύρν τα πλιά, κουντά στς φουλιές , στ’ φαμπλιά τς κι να ξιαστουχιούντι να μη πααίν ούτι στ’ αμπέλια ούτι στα ύπουρα να τα μιρμιτούν…Φουστήρις πάπ’ σι λέου ..σα ναχν που τρια πτυχια κι δυό μιταπτυχιακά ου καθένας. Του ιπόμινου θα σ’ αρεσ’ κόμα παραπάν..γλέπς ικίνου του γκαργκάτς αμπρουστα π’ του σπιτ τ’ Νάσιου τ’  χουντρού; Άκσι τώρα.. δεν παίζν τα πιδια πιχνίδια π’ χράζιτι να κλώθουντι γυρου-γύρου η τζιβουντό να κρύβουντι απ τς αλλνους; Άμα δεν φύτιβαν του γκαργκάτς πως θα ΄πιζαν τα πιδιά; Που χα να βρούν τα πιδια τόσου τρανό πουλτόξυλου να κλώθουντι γύρου γύρου η να κρύβουντι; Του παρακάτ ίνι ‘κόμα καλύτιρου..Ίδις που γύρου γύρου πτου χουριό , φύτρών,  κέδαρα, σμουρτς(ι), δέντρα (βελανιδιες);.. Είδις κανά τέτοιου νάντου μέσα στου χουριό;  Όχ’.. Οι φουστήρις οι θκοί μας τι φυτιψαν; Ύπουρα,,,Να χν να τρών κάχτις, μίγδαλα , δρόκινα καλίγκις, ζιούλις μπάπκις, φιρίκια, χειμουνόγκουρτσα ότ’ θελτς.. Τι Ρε Κώτσιου απουκοιμήθκις;

Κώτσιους: Όχ’ ρε ..μπουρεί να φαίνιτι ότι είνι ψίχα τζιβουμένα τα μάτια απ’ του πιουτί ..αλλά τα φτιά ίντα τσιουλουμένα..τ’ ακούου όλα μι προυσουχή

Νιάνιους: Να πάμι όμους λίγου κι στα κακά..Θμάσι Ικείνου του φιγγάρ, για ιφτά χρόνια, που ήταν αυτοί π έδειχναν μι του δάχλου, αυτοί μι τς στουλές π’ δεν άφιναν όλ’ τς άλλ’ να ουμιλίσν, να πούν τίπουτα κι άμα ήλιγαν πάϊναν ενακένας στου φρέσκου; ..Κατάλαβις Κώτσιου;

Κώτσιος: Πως δεν κατάλαβα , δε θμούμι λες τι πέρασα;

Νιάνιους: Τι έφκιασαν π’ λές τα γκντούνια…φκιάν ένα πρόγραμμα, κι ιπουχριών όλις τς κοινότιτις, να παν μι του ζορ κι να φτέψν πεύκα..Φύτιψάμι κι μεις στς ασπρώσεις κι μάλιστα το φκιασαν απαγουριμέν’ ..Υπουχρέουσαν κι τν Πέλκα, τ’ Σελτσα κι παντού Τι δλειά εχν τα πεύκα σι μας ρε;…τι γυρέυν ανάμισα στα κέδαρα κι στς σμούρτς;;..να παρν καμιά φουτιά κι να χπουν ικείνα τα καφέ π’ έχν απαν κι να πιτάχνουντι παντού…να βάλν φουτιά κι στα κέδαρα κι στς ντρισγκις..Ποιός ξέρ, ποιός παλιουιλαδίτς , τ’ κόματους τ’ς βαμπάκουσιν..

Κώτσιους: Δε μι λες ρε Νιάνιου;, έχου μια τρανή απουρία.. τι δεν έχουμι ιμείς κανάν πλάτανου ..τι δε φύτιπσαν οι παπ’ οι θκοί μας;

Νιάνιους: Τι σι πα ρε ντιούλκα νουρίτιρα;..τι τς πέρασις τς θκοίμας τς παπ’; ..γκαφάλια; Άκσι να μαθαίντς …Τι γύριβαν ρε οι θκοί μας να κουβαλούν χούϊα απ τν παλιά Ιλλάδα σαν κατ άλλοι τριούρ π’ ξιγιλάσκαν; Στν Πέλκα δηλ . είχαν κατ κάγγιλα μι λουβουδιές κι κατ άλλις τρανταφλιές (στ μια τ’ μιριά είχαν κι κατ’ βατσινιές) κι καένα δέντρου…γι αυτό ήταν έτσ’ , τς ίχι χπίσ ου ήλιους στου ψμένου΄τς ..άει μπιρδεύουντι (δεν ίχαν βέβιια κι τς θκοί μας τς παπ’ , τς φουστήρις μι του υψηλό IQ να τς διαφουτίσν), κι παίρν’ κι φτέυν πλατάνια, αντί να φτεψν κανάν δέντρουν (βελανιδιά) κανά γκαργκάτσ’ , καμιά καρυά (να τρών κι τίπουτα), κανά άλλου ύπουρου… κι ήδη χίρσαν τα προυβλήματα. ( θα τα πιριγράψου παρακάτ ) Στ Σέλτσα , κόμα χειρότιρα.Πήραν κι έβαλαν ένα πλατάν , κι σι ντιπ ανάπουδου μέρους, μες τ’ μέσ’ στ’ στράτα αμπρουστά πτουν Αη Γιώργ\. Μ’ ακούς ρε η απουκοιμήθκις;

Κώτσους: Σ’ ακούου ρε αντάσ’, όλου φτιά ίμι…

Νιάνιους: Άκου λοιπόν..κάμι εικόνα..είμιστι αντάμα στ Σέλτσα..πουκάτ πτου Πλατάν’ , μι του χουντόο του κτουκ’ κι ιτιμάζουμέστι να ρουφκαλίσουμι, κι πρέπ να παραγγείλουμι. Ιπιδίς, όμους  ίμιστι κι ψια πρέσβεις..

Κώτσιους: Τι πρέσβεις ρε Νιάνιου;, τέτοιοι έχ’ μόνι στ’ν Αθήνα

Νιάνιους: Πρισβιφτές ήθιλα να πώ ρε

Κώτσιους: Τι Πρισβιφτές λες ρε Νιάνιου; ,,τέτοιοι έχ’ κόμα παραπέρα που τν Αθήνα…Αααα Νιάνιου χίρσι να σι τσακών’ του κρασί…να μη πάρουμι άλλου να πουρέψουμι μι τι αυτό απ έχουμι

Νιάνιους: Ιντάξ’ ρε μπιρδεύκα ψίχα…Αυτό που ήθιλα να πώ είνι, ότι, όταν θέλτς να παραγγείλτς κι δε γλέπς κι για να ιδείς, παέντς του κιφάλ’ ντιπ κατά ουπίσου , τανίιζ τα μάτια κι βάντς τουν κατάλουγου μι τα μιζέδια κι τα πιουτά ανάμισα στα πουδάρια, δίπλα στν παλιά κι τα τσκάλια…

Κώτσιους: Τώρα κατάλαβα ρε Νιάνιου ..Πρισβίουπας θελτς να πείς..

Νιάνιους: Α σκουσούμ, έτσ’ είνι οι φιλ’ διουρθών’ όταν χράζιτι. Ιπιδί λοιπόν όπους ίπις είμαστι αυτό απου ..πρισβ..(δε θμούμι ακριβως) κι θελ’ να κοιτούμι του ρουλόϊ

Κώτσιους: Ααα Νιάνιου ποιό ρουλόϊ να τηρούμι ρε, αφού δεν έχουμι

Νιάνιους: Του ρουλόϊ πτου καμπαναργιό ασπούμι… ρε σλιάμτα…Κώτσιου, τι αθέρας κι χαμπάρια ίνι του κρασί..μαζώματα μι φενιτι είνι, χίρσι να μι πιάνει…Άκου λοιπόν προυβλήματα πτου πλατάν’..

1) ιπιδί δεν εχς ρουλόϊ, κι δε γλεπς κι του καμπαναργιό, γιατί ίντου μακρυά απτου πιουτί,  θέλτς να ιδείς κατά που ίνι ου ήλιους, για να καταλάβς τν ώρα…σκώντς του μουρέλου να ιδίς τουν ήλιου… που να ιδείς..γλέπς μονι φύλλα , κουτσιάνια, ξύλα καν πουθινά ου ήλιους

2) Ινώ πιντς κι τρως κι γλιντάς χιρνούν να πεφν τα φύλλα , στου ματ’ στου σβέρκου , στου φτι κι του κυριότιρου στου φιλτζιάν’..φτιέσι αράδα πτα σιάβαρα κι ξουδεύιτι κι του πιόμα…ύστιρα που λίγου στρώμα καταΐ ..ποίος να τα φουκαλναει συνέχεια;.. αφού πεφν αράδα

3)Υστιρα έινι ικίνα τα καφέ τα μπάμπαλα…σιβαίν παντού, ζουπούν κιόλας…κι αν χιρίσ’ κι φσάει καμια ανιμκιά…μεχρι του κουντσκο κι τ Βρουγγίστα,  φτάν.

4) Πάμι τώρα στου χουντρό του κτουκ’ ..σκώνισι να πάς στουν αναγκαίου…τρικλνάς ψίχα π’ του πιουτί..γκλιστρούν κι τα πουδάρια π’ τα φύλλα… να σου μπρουστα του κτούκ’…ζιούσκα στου κιφάλ’..κάθισι πάλι σν καρέκλα. Ιπιδίς όμους σι σφίγγ’, σκώνισι πάλι..που να πάς τόσου πουλύ όϊρα πτου κτούκ’ σι σφίγγ’ κιόλας…χιρνάς να λιντς του ζναρ ‘πτν πλατέα για να προυφταστείς…εχν στ Σέλτσα κι ανάπουδα του μέρους…άει κι προυφτάσκεις.. τόσου τρανή που γίνιτι η απόστασ’  απ του κτούκ’.. δεν προυφτέντς… χέζισι ξανά..

Όλα αυτά, κι άλλα πουλλά  ανακάλυψαν οι θκοί μας οι παπ’ για του πλατάν..για τ’ αυτό δεν έβαλαν στου Ντριάνουβου..Ήταν ψαγμέν’ οι θκοί μας οι πάπ’ …(Όχ’ σαν τς άλνους…)

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

 

 

 

 

Leave a Comment

Η  ‘Εφημερίδα Νομού Κοζάνης’ είναι μια στήλη στην ενημέρωση της τοπικής κοινότητας, αντανακλώντας την πολυμορφία και τη ζωντάνια της περιοχής. Με την αφοσίωσή της στην έγκαιρη και αξιόπιστη ενημέρωση, καθώς και την αντικειμενική κάλυψη των γεγονότων, έχει καθιερωθεί ως αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για τους αναγνώστες της.

@2024 – All Right Reserved. Designed and Developed by Codelux web Design

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00