Γειά σας πιδιά μ΄ καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ καλά είμι κι η μπάμπου μ΄ κόμα κι καλύτιρα, μόνι που μ΄ έσκασι υπροχτές κι μ΄έβγαλι ξνό το παναΰρ΄στο Τσουτύλ΄, αλλά στο τέλος βήκα λάδ΄. Μόνι ας τα πάρουμι απού τ΄ν αρχή..
Κάθε χρόνο πααίνουμι μι τ΄ μπάμπου στου παναΰρ΄ στου Τσουτύλ΄. Έτς πήγαμι κι φέτος. Γυρνιούντας από τ΄ Σαλουνίκη, απού πήγα για το Μπαντέρας, πέρασα απού του Τσουτύλ΄ κι πήγα στου χάν΄ τ΄ Παπούλια κι έκλεισα σουίτα για τ΄ν Παρασκιβή του βράδ΄. Είχαν απουμείν΄ δυό κι τς έχουν κι ονόματα. Μ΄είπαν να διαλέξου. Τ΄ μιάν τ΄σουΐτα τ΄ν ήλιγαν Αγόρω κι τ΄ν άλλ΄ Καλιάνθ΄. (Όποιους ξέρ΄ καταλαβαίν΄). Διάλεξα τ΄ν Αγόρω, επειδή έχ΄ το όνομα τς αδερφής μ΄ κι έφυγα.
Κίντσαμι Παρασκιβή χαραή μι τ΄μπάμπου μι το λεωφορείο. Περασάμι όλ΄ τ΄ μέρα στου Τσουτύλ΄. Το μεσμέρ΄ πήγαμι αντάμα στ΄ν πισίνα, τ΄ν κέρασα κι ένα μοχίτο κι το δειλνό πήγαμι στ΄ν εκκλησιά. Λειτούρσιν ου Χρυσόστομος κι ήταν κι ου δεσπότς ου Πολύκαρπος. Έψελνε κι ου Νίκους ου Παγούντς. Πουλύ τ΄ν άρεσε τ΄μπάμπου κι ου εσπερινός κι η πισίνα.
Το βράδ΄ βήκαμι όξω να φάμε πίτσα κι η μπάμπου παράγγειλε βίγκαν, γιατί αντρέπητι να πει, ότι δεν αρτένητι τς Παρασκιβές. Όπως καθομάσταν στο τραπέζ΄, ήρθι κι έκατσι σμά σ΄ ημάς, ου Γούλης ου Ζιούνταβους μι τ΄γυναίκα τ΄. Καλοί ανθρώπ΄ είνι, αλλά αυτήν η γυναίκα τ΄ κάμ΄ότι τα ξέρ΄ όλα. Ου Γούλης μ΄ είπι ότι κάντι στου χάν΄ δίπλα σ΄εμάς. Πήραν κι αυτοί σουΐτα, τ΄ν Καλιάνθ΄.
Χήρσι τότε η Γούληινα να μας λέει πως αυτή έκλεισι τ΄σουΐτα, μπήκι στο Μπούκιγκ κι στο Τριβάγκο, επειδή είνι έξυπν κι τα ξέρ΄ αυτά κι βρήκι τ΄ν καλύτιρ΄ τ΄ν τιμή, για τ΄ σουΐτα κι ίσια που πρόλαβι κι έκλεισι, πρου μη να γεν σόλντ άουτ στς σουΐτες΄. Πλέρουσι κι μι ι-μπάνκιγκ κι τς βήκι για μια βραδυά, μόνι εφτακόσιες δραχμές.
Δε νι που μ΄ έσξι του κιφάλ΄, είνι που τα χειρότερα γίγκαν σαν έφυγαν. Η μπάμπου χήρσι να με ρουτάει άμα έκλεισα κι ιγώ τ΄σουΐτα μι Μπούκιγκ κι Τριβάγκο κι όταν τ΄ν είπα ότι πέρασα απού του χάν κι τ΄ν έκλεισα, τσιουτουρώθκι κι χήρσι να μι λέει ότι είμι πίσ΄ απ΄τουν κόσμου, κι ότι δεν παντέχαινε να μ΄απερνάη η Γούληνα. Είπι ένα σωρό τέτοια κι μι φαρμάκουσι. Ούτι το φρέντο στο Διαμάντ΄ δεν ευχαριστήθκα τ΄ν άλλ΄ τ΄μέρα του πρωΐ.
Σα μεσμέριασι, ήρθι η ώρα να φύγουμι απ΄ του χάν΄κι πήγα να πληρώσω. Μι ρώτσι ου ρεσεψιονίστ άμα θέλου απόδειξ κι τουν είπα ότι δε θέλου κι πλέρωσα τριακόσιες δραχμές. Του είηδι η μπάμπου κι διπλοθιαμάχκι! Λιγότερα απού τα μσά, από τ΄ αυτά απού πλέρουσι ου Γούλης. Ρώτσι τον υπάλληλο τι θα κερδιζάμι άμα έκλεινάμι μι το Μπούκιγκ κι το Τριβάγκο κι τ΄ν είπι ότι θα πλέρωνάμι σιαπάν απ΄τα διπλά, γιατί μι το Μπούκιγκ κι το Τριβάγκο παίρν΄ ποσοστά το πρακτορείο, άμα πληρώης με ι-μπάνκιγκ τα γλέπ η εφορεία κι παίρν΄εικοσπέντι τα εκατό κι είνι κι εικοστέσσερα τα εκατό ΦΠΑ κι για τ΄αυτό συμφέρν΄ πολύ πλειότερο να κλείης΄ το δωμάτιο μοναχός.
Δεν είπα καν΄τίποτας. Η μπάμπου έσκασι. Έχ΄ όλ΄τ΄ν εβδομάδα δε μπουρεί να μι τηρήσ΄ στα μάτια. Ιχτές του βράδ΄ μ΄είηδι απού ήμαν ώρα πουλύ στο τάμπλετ κι μι ρώτσι τι τηρώ. Τ΄ν είπα ότι είμι στο μπούκιγκ κι ψάχνω κα΄να καλό δωμάτιο, να πάμι καμιά εκδρομή. Δεν έβγαλι κιχ. Άμα ήθιλι, ας ήλιγι τίποτας
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα