Ανακοινώθηκε πρόσφατα από το υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και λοιπών ότι οι γονείς των μαθητών δεν είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν τον λόγο, για τον οποίο επιθυμούν να απαλλαγούν τα τέκνα τους από την παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών. Ως συνήθως το θέμα αντιμετωπίστηκε με έντονη τη συναισθηματική φόρτιση εκατέρωθεν, από τους κατά και τους υπέρ του μέτρου δηλαδή. Βέβαια μετά από ημέρες ο αρμόδιος υπουργός συναντήθηκε με τον αρχιεπίσκοπο και για μία ακόμη φορά φαίνεται να αναστέλλεται η εφαρμογή του μέτρου. Γράφουμε για αναστολή, επειδή είμαστε πεισμένοι ότι στόχος διακαής του κυβερνώντος κόμματος είναι ο χωρισμός της Εκκλησίας από την Πολιτεία. Και ο χωρισμός θα συμπαρασύρει ασφαλώς και το μάθημα των θρησκευτικών, το οποίο θα εξοβελιστεί από το πρόγραμμα διδασκαλίας. Ο υπουργός της ανύπαρκτης Παιδείας εξερχόμενος μετά τη συνάντηση με τον αρχιεπίσκοπο δήλωσε, όπως όλοι δηλώνουν, το αυτονόητο: Οι ρόλοι Πολιτείας και Εκκλησίας είναι διακριτοί. Ευτυχώς, γιατί οι πολίτες ίσως στη συντριπτική τους πλειοψηφία να πιστεύουν ότι ζούμε υπό θεοκρατικό καθεστώς! Ας εξετάσουμε το θέμα με ψυχραιμία.
Αναμφισβήτητα πλήθος Ελλήνων πολιτών βαπτισμένων ορθοδόξων διατηρούν πολύ χαλαρές σχέσεις με την Εκκλησία του Χριστού και αρκετοί έχουν καταστεί φανεροί πολέμιοι της πίστης. Το κυβερνόν κόμμα, ως ελάσσων αντιπολίτευση, βρισκόταν στην πρωτοπορεία της πολεμικής κατά της Εκκλησίας και πλήθος στελεχών του, αρκετά από τα οποία μετακινήθηκαν σε άλλους κομματικούς σχηματισμούς λόγω αδημονίας να ασκήσουν εξουσία, εκδήλωναν στη μικρή οθόνη το αντιεκκλησιαστικό τους πάθος. Η στάση λοιπόν της κυβέρνησης είναι συνεπής, σπάνια περίπτωση στα πολιτικά χρονικά. Η συνέπεια όμως είναι χωρίς πολιτικό κόστος, αφού οι ψηφοφόροι γνώριζαν την πολιτική που θα ακολουθούσε αυτή έναντι της Εκκλησίας.
Ας ξεκινήσουμε με την αντίδραση των επικροτησάντων το μέτρο. Το κύριο επιχείρημα αυτών είναι η ελευθερία της συνειδήσεως, πρωταρχικής σημασίας αναμφισβήτητα για κάθε ορθόδοξο χριστιανό. Η ελευθερία του προσώπου είναι το πολυτιμότερο δώρο του Δημιουργού στο πλάσμα του. Στα πλαίσια της ελευθερίας θα έπρεπε να είχαν θεσπιστεί από καιρού μέτρα όπως ο πολιτικός γάμος και κακώς είχαν αντιδράσει κάποιοι φανατικοί πιστοί στη νομοθέτησή του. Εκείνο, που διαφεύγει κατά τρόπο άκρως υποκριτικό από τους κοπτόμενους για την ελευθερία είναι το ότι πλήθος λεγομένων ανθρωπιστικών μαθημάτων έχουν περιεχόμενο σαφέστατα αντιευαγγελικό. Αναφέρω χαρακτηριστικά αυτά της ιστορίας (διδασκαλία του διαφωτισμού), φιλοσοφίας (ιδεαλιστικής ή υλιστικής), ψυχολογίας (απόψεις φροϋδικές ή της σχολής της συμπεριφοράς) κοινωνιολογίας (αστικής ή μαρξιστικής). Τί θα συνέβαινε στο σχολείο, αν υπήρχαν χριστιανοί, οι οποίοι θα ζητούσαν να απαλλαγούν από τα μαθήματα, στα οποία όχι μόνο τα βιβλία, αλλά και οι διδάσκοντες βάλλουν κατά της πίστης τους. Είναι γνωστές πλήθος αντιεκκλησιαστικών απόψεων, τις οποίες εκφράζουν κατά καιρούς οι διοικήσεις των ΟΛΜΕ και ΔΟΕ. Μάλιστα η πρώτη έσπευσε με τρόπο άκρως αντισυναδελφικό να στηρίξει τη θέση του υπουργείου περιφρονώντας στο έπακρο τα μέλη κλάδου της. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν όλοι πόσος εύκολο είναι να σπαρεί το πνεύμα διχόνοιας και διχασμού, για να μετατραπεί η κοινωνία μας σε αλληλοσπαρασσόμενες ομάδες. Στους οπαδούς του μέτρου υπενθυμίζουμε ότι η διατήρηση του μαθήματος των θρησκευτικών στην εκπαίδευση είναι απόρροια του ιστορικού συμβιβασμού της αστικής τάξης με τη θρησκευτική ηγεσία στη Δύση. Και οι αυτοπροβαλλόμενοι ως μαρξιστές, οι οποίοι ανέλαβαν να διαχειριστούν την εξουσία κατά την εποχή του πλέον άγριου καπιταλισμού, ας μη λησμονούν ότι η θρησκευτική πίστη δεν είναι κοινωνικό ή πολιτιστικό επιφαινόμενο, όπως ερμηνεύει η αποτυχημένη ιδεολογία τους, την οποία πρώτοι αυτοί πρόδωσαν. Ας μελετήσουν λίγο την ιστορία της σοβιετικής Ένωσης και ας αποβάλουν κάτι από την αλαζονεία τους στην αρχή της άσκησης της εξουσίας. Έχουν μπροστά τους τέσσερα ολόκληρα έτη. Θα τα καταφέρουν; Φληναφήματα όπως «ο χωρισμός θα είναι προς όφελος του ελληνικού λαού» είναι παντελώς ανιστόρητα. Ας μελετήσουν το προηγηθέν στη Γαλλία εγχείρημα και ας είναι λιγότερο αλαζόνες. Πολύ πριν από αυτούς επιχείρησαν άλλοι την αποδόμηση της πίστης και απέτυχαν. Γι’ αυτό ας εγκαταλείψουν τις μαρξιστικές μεθόδους του ιδεολογικού διωγμού και ας εφαρμόσουν την επιτυχημένη του αστισμού: Εκμαυλισμός των συνειδήσεων. Οι καναλάρχες είναι ολοπρόθυμοι να συνδράμουν στο έργο τους. Άλλωστε όσο και να κρύβονται φαίνεται ο αστός που φωλιάζει μέσα τους, όπως και σε πολλούς από τους «πιστούς».
Οι «πιστοί» επιχείρησαν να εκδηλώσουν την αγανάκτησή τους για την επέλαση της αθεΐας στο σχολείο! Υποκρισία σε μεγάλο βαθμό και εδώ, καθώς η αθεΐα έχει θρονιαστεί από καιρό στις σχολικές αίθουσες με την υποβάθμιση της προσευχής, του εκκλησιασμού και των εκκλησιαστικών εορτών σε πράξεις αγγαρείας για διδάσκοντες και διδασκόμενους. Το μάθημα των θρησκευτικών είναι άκρως ακίνδυνο για τους ασκούντες την εξουσία, αφού το πνεύμα του Ευαγγελίου και των Πατέρων της Εκκλησίας έχει από καιρό εξοβελιστεί. Είναι αρκετά άχρωμο και άοσμο και τα χαρακτηριστικά αυτά επιτείνονται από διδάσκοντες, που κατά τύχη εισήχθησαν στη θεολογική σχολή. Αυτοί δεν έχουν το ελάχιστο από τον παλμό των προβαλλόντων απροκάλυπτα ή συγκαλυμμένα αντιευαγγελικές θέσεις χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο να υποστούν συνέπειες. Και ευτυχώς, που δεν υπάρχουν συνέπειες, διότι τότε θα κατηγορείτο η Εκκλησία ότι χρησιμοποιεί την κοσμική ισχύ για διεκπεραίωση ζητημάτων πίστης, όπως συνέβαινε κατά τον σκοτεινό Μεσαίωνα. Η κατάπτωση φαίνεται από τη διαμάχη στους κύκλους των διδασκόντων το μάθημα για τον χαρακτήρα που πρέπει να έχει αυτό! Και δεν είναι λίγοι, που αρνούνται τον ομολογιακό του χαρακτήρα και επιθυμούν διακαώς να μετατραπεί σε πολυθρησκευτικό, ώστε να γίνει αποδεκτό και από εχθρούς της Εκκλησίας. Ας συνειδητοποιήσουμε κάποια απλά πράγματα, που ώς τώρα διέφευγαν από την προσοχή μας ή θέλαμε να διαφεύγουν. Το αστικό σύστημα είναι εξ ίσου εχθρικό με το κομμουνιστικό έναντι του λόγου του Χριστού. Ο ιστορικός συμβιβασμός, για τον οποίο γράψαμε, αποκοίμησε αρκετούς χριστιανούς, ιδίως στη Δύση, και σε άλλους έδωσε πρώτης τάξεως άλλοθι να αυτοδικαιωθούν για την πληθώρα προσωπικών συμβιβασμών και την απόρριψη της ασκητικής θεώρησης του βίου. Δεν είδαν, δεν άκουσαν, γι’ αυτό και δεν αντέδρασαν στην κραυγαλέα κοινωνική αδικία! Κληρικοί από διάφορες ομολογίες, αλλά και αρκετοί από τους ορθόδοξους, δεν έκρυβαν κατά το παρελθόν, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιόδους, την προτίμηση τους και την εμφανή έως προκλητική στήριξη στα «καθαρόαιμα» αστικά κόμματα εξουσίας. Αναλογιστήκαμε, γιατί το 35% του ορθόδοξου κατά 95% (!) ελληνικού λαού έδωσε την ψήφο του σε «αθέους»; (Εγώ προσωπικά αμφιβάλλω για την αθεΐα τους). Μήπως μαζί με τα κόμματα εξουσίας ηττήθηκε και η εν πολλοίς συνοδοιπορούσα Διοικούσα Εκκλησία; Είναι αυτή σήμερα έτοιμη να αναλάβει την κατήχηση, από την οποία τόση ανάγκη έχει ο λαός μας;
Όσο για τις μεταβολές στις σχέσεις Εκκλησία Πολιτείας καλό είναι να υπενθυμίσουμε στους επίδοξους χαλαστήδες του Γένους μας, γιατί η Εκκλησία του Χριστού δεν κινδυνεύει, ότι πριν αποφασίσουν το οτιδήποτε, ας συλλογιστούν ότι κυβερνούν με βάση το καταταλαιπωρημένο, από κόμματα και κομματικούς συνταγματολόγους, Σύνταγμα της χώρας. Και είναι προφανές ότι όσο στο προοίμιό του υπάρχει η επίκληση στο όνομα της Αγίας Τριάδος, δεν είναι συνταγματική η όποια απόφαση κατά της Εκκλησίας. Η Διοικούσα Εκκλησία έπρεπε να είναι προσβάλλει ως εξόχως αντισυνταγματικό τον νόμο περί νομιμοποίησης του εγκλήματος των εκτρώσεων, εξ αιτίας του οποίους η χώρα μας ψυχορραγεί. Εμπρός λοιπόν, δημοκράτες ποικίλων αποχρώσεων, για δημοψήφισμα προς τροποποίηση του συντάγματος. Ας αποφανθεί ο λαός όχι το κοινοβούλιο, προς το οποίο αυτός έχασε εν πολλοίς την εμπιστοσύνη του.
Η Πολιτεία παραδομένη στους ισχυρούς από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους θα επιχειρεί διαρκώς κατά της Εκκλησίας. Καιρός να αντιληφθεί η Ιεραρχία της τα κατά καιρούς σφάλματά της και να σταθεί συμπαραστάτης του λαού, που ολοένα και μεγαλύτερη θα έχει την ανάγκη του παρηγορητικού, ενθουσιαστικού και αγωνιστικού λόγου του Ευαγγελίου.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»