Του Βασίλη Σαραφίδη*
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους είναι σημαντική η εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος. Για παράδειγμα, εάν δεν καταλάβουμε εμείς οι ίδιοι τι έγινε και πώς έγινε, τι πήγε καλά και τι όχι, είναι πολύ δύσκολο να μπορέσουμε να αλλάξουμε την κατάσταση προς το καλύτερο.
Επιπλέον, εάν ισχυριζόμαστε κάτι που δεν ισχύει στην πράξη, απομακρυνόμαστε από τα δεδομένα και την ορθολογική σκέψη, συμβάλλοντας έτσι στην εδραίωση του λαϊκισμού και των ακραίων στοιχείων κάτι το οποίο δυσχεραίνει την κατάσταση ακόμα περισσότερο.
Τα στοιχεία που παρατίθενται παρακάτω έχουν αντληθεί από την βάση δεδομένων της Eurostat, εκτός από τις περιπτώσεις που γίνεται παραπομπή αλλού.
2001-2006: Τα χρόνια της ευφορίας
Το 2006 οι πρωτογενείς δαπάνες του κράτους (δηλ. οι συνολικές δαπάνες αφαιρώντας τις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους) αντιστοιχούσαν περίπου στο 40,6% του ΑΕΠ, έναντι 43,2% του μέσου όρου της Ευρωζώνης των 15 κρατών-μελών (εφεξής ΕΖ15) και 42,7% στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 κρατών-μελών (εφεξής ΕΕ28). Ως μέτρο σύγκρισης, ο μέσος όρος την προηγούμενη πενταετία 2001-2006, κυμάνθηκε για την Ελλάδα, την ΕΖ15 και την ΕΕ28 περίπου στο 41,1%, 42,8% και 42,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα (βλ. το Διάγραμμα 1).
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1
Το αναλογικά μικρό μέγεθος των δαπανών στην Ελλάδα δεν σημαίνει ότι η δημοσιονομική πολιτική της χώρας μας ήταν περισσότερο συνετή από τις υπόλοιπες. Καταρχήν, σημασία δεν έχει μόνο το μέγεθος του δημόσιου τομέα αλλά επίσης η σύνθεση και η ποιότητα/αποτελεσματικότητα του (βλ. π.χ. την έρευνα της McKinsey&Company, σελ. 20).
Δεύτερον, οι δαπάνες του ελληνικού δημοσίου –αν και χαμηλότερες από τον μέσο όρο– υπερέβαιναν τα έσοδα του και συνεπώς δημιουργούνταν πρωτογενή ελλείμματα (βλ. το Διάγραμμα 2). Αντιθέτως, η Ευρώπη εξοικονομούσε χρήματα, παρουσιάζοντας πλεονάσματα, αν και ξόδευε περισσότερα.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2
Επιπλέον, την ίδια περίοδο η Ελλάδα είχε πολύ μεγαλύτερο δημόσιο χρέος (βλ. σχετικά το Διάγραμμα 3): όταν χρωστάς περισσότερα χρήματα ως αναλογία της αξίας του συνόλου που παράγεις, είναι προφανές ότι αντιμετωπίζεις και μεγαλύτερους περιορισμούς όσον αφορά τα λειτουργικά έξοδα που μπορείς να κάνεις.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το δημοσιονομικό ισοζύγιο επηρεάζεται θετικά όταν μια οικονομία αναπτύσσεται γρήγορα επειδή αυξάνονται αυτόματα τα φορολογικά έσοδα του κράτους λόγω της ενισχυμένης οικονομικής δραστηριότητας, ενώ συνήθως μειώνεται το επίπεδο ανεργίας και άρα μειώνονται τα επιδόματα.
Την χρονική περίοδο που εξετάζουμε η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από την υπόλοιπη Ευρώπη. Για παράδειγμα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας την πενταετία 2001-2005 ήταν 4,1% έναντι 1,7% στην ΕΖ15 και 1,9% στην ΕΕ28 (Διάγραμμα 4).
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4
Το συμπέρασμα είναι ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο της Ελλάδας ήταν ελλειμματικό παρά το γεγονός ότι η οικονομία είχε μεγαλύτερη ανάπτυξη από τον μέσο όρο. Ο συνδυασμός αυτός ήταν ιδιαίτερα προβληματικός: εάν η ανάπτυξη οφειλόταν στα ίδια τα ελλείμματα (τα οποία χρηματοδοτούνταν κυρίως με δανεικά από το εξωτερικό) και οι δημόσιες δαπάνες τροφοδοτούσαν σε μεγάλο βαθμό δραστηριότητες που δεν ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη της οικονομίας μας ήταν μία φούσκα.
Από την άλλη μεριά, στον βαθμό που η μεγάλη άνοδος του ελληνικού ΑΕΠ την περίοδο αυτή δεν οφειλόταν στα δημοσιονομικά ελλείμματα, χάσαμε την ευκαιρία να μειώσουμε τα ελλείμματα και το χρέος σε χαμηλότερα επίπεδα ούτως ώστε να έχουμε μεγαλύτερη ευχέρεια να διαχειριστούμε την κρίση που ήλθε αργότερα, ή –ισοδύναμα– να διατηρήσουμε τις δαπάνες στο ίδιο επίπεδο, εκσυγχρονίζοντας όμως παράλληλα την λειτουργία πολλών δημόσιων υπηρεσιών.
Φοβάμαι ότι, πλην λίγων εξαιρέσεων, το πρόβλημα αυτό δεν είχε ανησυχήσει την πλειονότητα των πολιτικών, ούτε προβλήθηκε επαρκώς στην κοινωνία. Η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποιούσε για τους κινδύνους στις ετήσιες εκθέσεις που δημοσίευε, τα αρμόδια όργανα της ΕΕ έκαναν συστάσεις στις ελληνικές κυβερνήσεις κάθε χρόνο (π.χ. εδώ, σελ. 56), αλλά όλα αυτά περνούσαν στα ψιλά γράμματα.
2007-2009: Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός
Την τριετία 2007-2009 τα δημοσιονομικά μεγέθη εκτροχιάστηκαν ολοσχερώς. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 5, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο στην Ελλάδα· αλλά στην δική μας περίπτωση αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο, συγκεκριμένα κατά 8,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2006 έναντι 4,8 στην ΕΕ28, ξεπερνώντας κατά πολύ τον μέσο όρο.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5
Καθώς τα δημόσια έσοδα του κράτους την τριετία 2007-2009 παρέμειναν σε επίπεδα παρόμοια με αυτά του 2006 (βλ. για περισσότερες λεπτομέρειες το Διάγραμμα 8), το δημόσιο πρωτογενές έλλειμμα της Ελλάδας έφτασε στα ύψη:
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6
Πού οφείλεται ο εκτροχιασμός των δημόσιων δαπανών στην περίπτωση της Ελλάδας; Υπήρχαν φυσικά πολλοί παράγοντες που συνετέλεσαν σε αυτόν, ενδεικτικά όμως αναφέρω ότι (βλ. Διάγραμμα 7) οι μισθολογικές δαπάνες ως % του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες, έναντι αύξησης 0,7 π.μ. στην ΕΕ28, ενώ οι δαπάνες για συντάξεις γήρατος αυξήθηκαν κατά 2,5 π.μ. στην Ελλάδα και έμειναν σταθερές στην ΕΕ28.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 7
Εάν το 2009 είχαμε διατηρήσει τις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις ως % του ΑΕΠ στα ίδια επίπεδα με αυτά του 2006, θα είχαν εξοικονομηθεί περίπου 15,5 δισ. €, ένα ποσό που υπερβαίνει το 1/3 των πρωτογενών ελλειμμάτων σωρευτικά την πενταετία 2010-2014. Εάν οι συνολικές δαπάνες ως % του ΑΕΠ είχαν σημειώσει την ίδια αύξηση με αυτή του μέσου όρου στην Ευρώπη, θα είχαν εξοικονομηθεί περίπου 11,5 δισ. €. Εάν οι δημόσιες δαπάνες είχαν προσεγγίσει τον μέσο όρο της ΕΕ (βλ. Διάγραμμα 3), θα είχαν εξοικονομηθεί περίπου 4,5 δισ.
Σε κάθε περίπτωση, η σπατάλη είναι εμφανής.
2010-σήμερα: Η δημοσιονομική προσαρμογή
Το 2010 η Ελλάδα μπήκε σε μια περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία είχε στόχο την δραστική μείωση των ελλειμμάτων και του εξωτερικού δανεισμού. Η ισοσκέλιση του δημοσιονομικού ισοζυγίου δεν ήταν επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων αλλά απόρροια της απόφασης που έλαβαν (πολύ σωστά κατά την γνώμη μου) να παραμείνουμε στη ζώνη του ευρώ. Αυτό που ήταν δική μας επιλογή, ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα συμμαζεύαμε τα δημοσιονομικά μας.
Για να εξετάσουμε λοιπόν την επιτυχία της δημοσιονομικής προσαρμογής, πρέπει να κοιτάξουμε (α) πώς αυτή πραγματοποιήθηκε και (β) ποια είναι η κατανομή των φόρων/δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί υπό τις παρούσες συνθήκες.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 8
Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 8, ενώ ο εκτροχιασμός το 2009 σε σχέση με το 2006 οφείλεται κυρίως στην ραγδαία αύξηση των δαπανών, η ισοσκέλιση του δημοσιονομικού ισοζυγίου έχει βασιστεί κατά κύριο λόγο στην αύξηση των εσόδων του κράτους παρά στην μείωση των λειτουργικών δαπανών επί του συνολικού μεγέθους της οικονομίας. Με άλλα λόγια, το φορολογικό βάρος νοικοκυριών και επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με το 2009, αν και η αποδοτικότητα των φόρων που πληρώνει έχει μειωθεί (βλ. π.χ. ελλείψεις σε φάρμακα στα νοσοκομεία, φθορά στα οδικά δίκτυα κ.ο.κ.). Η κατάσταση έχει χειροτερέψει την τελευταία διετία.
Ποιο είναι το φορολογικό βάρος νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη; (Σημειώνω εδώ ότι το φορολογικό βάρος σε μια οικονομία δεν ισούται με τα συνολικά έσοδα του κράτους επειδή τα τελευταία εκτός από άμεσους/έμμεσους φόρους συμπεριλαμβάνουν έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις κ.α.)
Το 2014 το φορολογικό βάρος νοικοκυριών και επιχειρήσεων πλησίασε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (βλ. Διάγραμμα 9), σε μια περίοδο όμως όπου η ύφεση στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερη από την υπόλοιπη Ευρώπη. Την διετία 2015-2016 το φορολογικό βάρος έχει αυξηθεί ακόμα περισσότερο, ξεπερνώντας μάλιστα τον μέσο όρο της ΕΕ.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 9
Παράλληλα, η αύξηση του φορολογικού βάρους στην χώρα μας έχει γίνει με τρόπο ανορθόδοξο, βασίστηκε δηλ. κυρίως στην άνοδο των φορολογικών συντελεστών παρά στην επέκταση της φορολογικής βάσης. Ως αποτέλεσμα, τα φορολογικά βάρη έχουν κατανεμηθεί άνισα, άδικα και αντιπαραγωγικά.
Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 10 (τα στοιχεία αντλήθηκαν από την βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), οι ανώτατοι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα για το 2014 βρίσκονται σε μεγαλύτερα επίπεδα από τους αντίστοιχους στην ΕΕ κατά μέσο όρο, ενώ το ίδιο ισχύει επίσης και με τον φόρο εργασίας (δεν υπάρχουν διαθέσιμα συγκριτικά στοιχεία για την τελευταία διετία). Όταν δύο από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι το τεράστιο ποσοστό ανεργίας και η φτώχεια των νέων ανθρώπων και των χαμηλόμισθων, η υψηλή φορολογία της εργασίας πρόκειται για οικονομικό έγκλημα.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 10
Πού πηγαίνουν οι φόροι και ποιες είναι οι λειτουργίες του κράτους που τροφοδοτούν οι δημόσιες δαπάνες; Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό διότι η κατανομή των δημόσιων εσόδων αντανακλά τις προτεραιότητες της δημοσιονομικής πολιτικής, και, το κυριότερο, διαμορφώνουν ως ένα βαθμό τις προοπτικές εξόδου από την κρίση και την μελλοντική ανάπτυξη.
Η Ελλάδα δαπανά σήμερα πολύ περισσότερα χρήματα για συντάξεις και μισθούς (επί του συνολικού μεγέθους της οικονομίας της) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (βλ. Διάγραμμα 11). Ξοδεύει όμως πολύ λιγότερα για την δημόσια υγεία (κάτι που επηρεάζει αρνητικά την εργασία, μεταξύ άλλων) και για την παιδεία/εκπαίδευση.
Παράλληλα, οι δαπάνες για την στήριξη των ανέργων και οι δαπάνες στήριξης της οικογένειας βρίσκονται κάτω από το μισό του μέσου όρου της ΕΕ, τη στιγμή που η ανεργία στην Ελλάδα ανέρχεται στο 26.5% έναντι 10.2% στην ΕΕ, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουμε το μεγαλύτερο κύμα μετανάστευσης νέων ανθρώπων τα τελευταία 40 χρόνια.
Το κοινωνικό δίχτυ προστασίας αυτών που την χρειάζονται περισσότερο έχει αποτύχει παταγωδώς.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 11
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πρόσφατης έρευνας της Χρύσας Λεβέντη και του Μάνου Ματσαγγάνη, η πλειονότητα των συνταξιούχων σήμερα εισπράττει συντάξεις οι οποίες είναι αρκετά μεγαλύτερες από το ανταποδοτικό ποσό που αντιστοιχεί στις εισφορές τους. Μάλιστα, η επιδότηση αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη για τους υψηλοσυνταξιούχους από ό,τι για τους χαμηλοσυνταξιούχους. Παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του συστήματος ελέγχου και πληρωμών συντάξεων “ΗΛΙΟΣ”, ακόμα και στις μέρες της βαθιάς κρίσης υπάρχουν άνθρωποι που λαμβάνουν 9 και 10 συντάξεις (βλ. εδώ, σελ. 5, Πίνακας 3).
Το “success story” της δημοσιονομικής σύγκλισης
Πόσο πετυχημένο είναι λοιπόν το ελληνικό “success story” της δημοσιονομικής σύγκλισης;
Καταρχήν, δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ισοσκέλιση των δημοσιονομικών μας ήταν αναπόδραστη, δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να συνεχίσουμε να παράγουμε τα μεγάλα ελλείμματα της δεκαετίας του 2000, με τον τρόπο μάλιστα που το κάναμε.
Από την στιγμή που η ελληνική οικονομία ήταν εξαρτημένη σε σημαντικό βαθμό στον “μεγάλο πληρωτή” (δηλ. το δημόσιο) και ο εξωτερικός δανεισμός στέρεψε, η ύφεση ήταν αναπόφευκτη.
Όπως γράφει ο Αρίστος Δοξιάδης στο εξαιρετικό βιβλίο του “Το Αόρατο Ρήγμα” (σελ. 260), “σε τέτοιες καταστάσεις, η πολιτική έχει να αντιμετωπίσει τρεις προκλήσεις: πώς θα γίνει πιο γρήγορα η προσαρμογή, πώς θα είναι λιγότερο οδυνηρή στο μεσοδιάστημα και πώς η νέα δομή της οικονομίας θα έχει υψηλή παραγωγικότητα για να δίνει καλά εισοδήματα στο μέλλον”.
Με κάθε ταπεινότητα, θεωρώ ότι δεν καταφέραμε να ανταπεξέλθουμε με επιτυχία στις παραπάνω προκλήσεις. Για την ακρίβεια, επιλέξαμε –συνειδητά ή όχι– την συνταγή εκείνη που θα προκαλούσε την μεγαλύτερη φτώχεια, και υπονόμευε περισσότερο τις προοπτικές ανάκαμψης.
Δεν έχω την πολυτέλεια του χώρου να αναλύσω τους λόγους της αποτυχίας αυτής· θεωρώ όμως ότι δύο από τους βασικότερους είναι η έλλειψη συνεννόησης του πολιτικού συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα, καθώς και η αδυναμία μας να προβάλουμε επαρκώς με ορθολογικό και κατανοητό τρόπο την φύση και το μέγεθος των προβλημάτων που υπάρχουν.
Για να προχωρήσουμε μπροστά πρέπει να σταματήσουμε να χάνουμε χρόνο στοχοποιώντας επιλεκτικά μια χούφτα ανθρώπων ως την αποκλειστική αιτία για την μακροχρόνια κρίση που αντιμετωπίζουμε, ή προβάλλοντας άλλα πρόσωπα ώς την λύση για την ανάκαμψή μας. Αντιθέτως, να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις ώστε να αναδείξουμε τα προβλήματα αυτά κάθε αυτά. Είναι ο μόνος τρόπος για να συνειδητοποιήσει η ελληνική κοινωνία το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η χώρα και να παραμερίσουν ίσως πολλοί τον κοντόφθαλμο ατομισμό τους υπέρ ενός θετικού συλλογικού αποτελέσματος.
*Ο κ. Βασίλης Σαραφίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομετρίας στο πανεπιστήμιο Monash της Μελβούρνης.