Ένα σημείωμα [ Για τις γυναίκες που βιώνουν κάθε μορφή βίας ]
Ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό καλοκαιριού .Έπινα τον καφέ μου στην σκιά του πλάτανου του καφενέ του χωριού μου
Περνούσε τυχαία Την κάλεσα να μου κάνει παρέα.
-Βιάζομαι , μου είπε και πριν τελειώσει το βιάζομαι ,κάθισε .Την γνωρίζω πολλά χρόνια
Είναι μία από τις γυναίκες, που είναι θαμμένες ζωντανές μέσα στο κορμί τους
Είναι μία από τις γυναίκες που κουβαλούν έναν βουβό πόνο και έχουν μία έρημη ανεξήγητη ομορφιά
Είναι μία από τις γυναίκες , που ποτέ δεν είπανε –είμαι εγώ και διεκδικώ
Από τις γυναίκες που ωριμάσανε από τα δώδεκα , γιατί της είπε ο πατέρας της ,θα παντρευτείς αυτόν, και έτσι έπρεπε να γίνει
Έχασε τον άντρα της πριν χρόνια
Κάθισε και άρχισε να μου μιλά ακατάσχετα, ακατάπαυστα, περιγράφοντάς μου τις δυσκολίες της ζωής της
Τα δύο παιδιά της , ένα αγόρι και ένα κορίτσι, έχουν φύγει και ζουν αλλού ,σε άλλες πόλεις
-Είμαι μόνη μου Μαρία
-Μιλάω στο σπίτι και η φωνή μου δεν γυρίζει πίσω
Είναι σαν να μου έλεγε ,ξέρεις ποτέ δεν είχε χρώμα η ζωή μου, παρά μόνο το μαύρο, το οποίο στέγνωσε και αυτό και έγινε ελάχιστος κόμπος στο λαιμό
Ζω μέσα στην σιωπή .Στην σιωπή που κοιτάει την σιωπή και ακούει την σιωπή.
Αυτή μου ορίζει μία θέση αμετάθετη στον χρόνο, χωρίς να με εμποδίζει να γεράσω
Έλεγε…έλεγε…έλεγε.. με βλέμμα γυάλινο, ανέκφραστο. Έλεγε, έλεγε για τον μαύρο γυάλινο κόσμο της
Και ξάφνου, τι μεταμόρφωση.
Μπήκε γέλιο στα μάτια της. Το πρόσωπό της μαλάκωνε και γλύκαινε .Θαρρείς κι ένας ταχυδακτυλουργός ζωγράφος με ένα πινέλο, έσβησε με μιας το άχρωμο και με χαριτωμένες κινήσεις άρχισε να της προσθέτει με έναν μαγικό, με έναν μαγεμένο τρόπο , ροζ και κόκκινες πινελιές
Και ξάφνου έλαμψε το πρόσωπό της Συνέχισε να μιλά με λέξεις στιλβωμένες ,χρωματισμένες για να μου διηγηθεί ένα πολύ συνηθισμένο, καθημερινό γεγονός για τον οποιονδήποτε , μα ,όχι γι αυτήν
Για ένα δέμα που ετοίμασε και έστειλε στην κόρη της
Ένα δέμα αξίας 50 ευρώ, ποσό σημαντικό γι αυτήν. Διέθεσε 50 ευρώ για να αγοράσει , μπισκότα χύμα, καραμέλες, κριτσίνια, μαστίχες με άρωμα, λουκούμια κόκκινα και πράσινα, γκοφρετάκια, πράγματα που ίσως στερήθηκε η ίδια και ίσως στερείται ακόμη
–Της έβαλα και ένα σημείωμα μου είπε
Δεν γνωρίζω πολλά γράμματα Δεν τελείωσα καν το Δημοτικό , αλλά της έγραψα
–Είσαι το κοριτσάκι μου και σ’ αγαπώ
Το χέρι της κρατώντας ένα αόρατο μολύβι συνόδευε την διήγησή της , μου έδειχνε πως τοποθέτησε τα γράμματα το ένα δίπλα στο άλλο για να συνθέσει τη λέξη κοριτσάκι Έβαζε το κου, το ο, το ρου ,το του, το σου, το α….και ακτινοβολούσε όλη τρυφεράδα.
Μία τρυφεράδα χαμένη, χωμένη, κρυμμένη και θαμμένη χρόνια που ίσως ,ποτέ δεν της επετράπη να την δώσει ,να την απλώσει στο κοριτσάκι της , σαράντα ετών σήμερα
Στρογγύλεψε ξάφνου ο κόσμος της με όλα τα φωτεινά ημισφαίρια της ζωής της
Το κοριτσάκι της, της απάντησε
Μαννούλα , κρατώ το χαρτάκι με τα λόγια σου .Το έβαλα στο εικόνισμα
Να μου στείλεις κι άλλο
Ένα χαρτάκι και πέντε ανορθόγραφες λέξεις ,κάλυψε κενό αγάπης που είναι αδιαπραγμάτευτη
Εδώ χρειάστηκε επικύρωση
Την γνωρίζω χρόνια
Πρώτη φορά την είδα χαρούμενη Όλο το πρόσωπό της ένα χαμόγελο
Μέρες τώρα, αυτό το πρόσωπο χαμόγελο το κρατώ
Από τις σταλαγματιές ζωής που σου πλαταίνουν, σου βαθαίνουν τον χρόνο και την γνώση
Η αγάπη κάποιες φορές χρειάζεται επικύρωση.