Η οδός «Μακεδονομάχων» είναι ένας (σχετικά μικρός) κεντρικός δρόμος στην πατρίδα, η οποία ξεκινά από τη σημερινή Πλατεία «Μιχάλη Παπακωνσταντίνου» – που λειτουργεί σήμερα ως πάρκινγκ στις πρώην εγκαταστάσεις του ΚΤΕΛ Κοζάνης- και καταλήγει στην κεντρική πλατεία της Κοζάνης. Στην αρχή αυτού του δρόμου στεγάζονταν το γραφείο του αείμνηστου πολιτικού άνδρα. Εκεί στην γερμανική κατοχή βρίσκονταν και το Γερμανικό φρουραρχείο. Στο δε χώρο της πλατείας, που σήμερα λειτουργεί ως πάρκινγκ, στεγάζονταν τα ΚΤΕΛ Κοζάνης. Επρόκειτο για ένα δρόμο που κυριολεκτικά έσφυζε από ζωή. Κόσμος και κοσμάκης έρχονταν στην πόλη και αναχωρούσε από αυτή: Φοιτητές, εργαζόμενοι, φαντάροι, κάτοικοι των χωριών του Νομού διέσχιζαν αυτό το δρόμο ερχόμενοι και απερχόμενοι. Ήταν φυσικό επακόλουθο η φυσιογνωμία αυτού του δρόμου να αποκτήσει -κυρίως- ¨εμπορικά¨ χαρακτηριστικά.
Και πράγματι ήταν ένας δρόμος καθαρά εμπορικός. Με στενά πεζοδρόμια για να μπορούν να παρκάρουν τα αυτοκίνητα. Ένας δρόμος γεμάτος μαγαζιά: Ρούχα unisex, ηλεκτρονικές συσκευές (Λιάκου), γυναικεία ρούχα (Miss Anny), παιδικά ρούχα (Ντοναλντ), παιχνιδάδικα , ρολογάδικα (αφοί Νικολαϊδη), δισκοπωλεία και βίντεο κλαμπ (Μήτσιος), παντοπωλία (Κουσιδώνη), είδη προικός (Τσιαντάκης), καταστήματα των πρώτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (AMSTRAD Μήτσιος), φαρμακεία (Κεσόγλου) αλλά και μπουγατσάδικα (Το Βέρμιον, Ο Θωμάς)… Οι αναμνήσεις που έχω προέρχονται κυρίως από τη δεκαετία του ’80. Εκεί, άλλωστε, βρίσκονταν το σπίτι που γεννήθηκα, η οικία των αδελφών Δημοξένου, και κάτω από αυτή, βρίσκονταν το μαγαζί του πατέρα…
Το να είμαι ο γιος του Μάκη, του εμπόρου, εκείνη τουλάχιστον την εποχή, σήμαινε ότι το μαγαζί ήταν προέκταση της οικίας. Η μισή ζωή θα περνούσε και θα προσδιορίζονταν από αυτό. Με όλα τα θετικά και αρνητικά…
Ο πατέρας ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως καταστηματάρχης το 1967. Η ενασχόληση του όμως με το εμπόριο ήταν ακόμη παλαιότερη: ως παιδί δούλευε υπάλληλος στο μαγαζί του θείου του, του Τριαντάφυλλου Κουκουλόπουλου. Αργότερα, ακόμη πιτσιρικάς, φορτώνονταν τα εμπορεύματα στην πλάτη και γύριζε στα παζάρια του Νομού. Πιστεύω μέσα μου ότι το εμπόριο δεν ήταν το όνειρο του, αλλά μια επιλογή-μονόδρομος. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Δύσκολα χρόνια. Σκληρά. Το καταλάβαινα από τις λίγες , κοφτές προτάσεις που έβγαιναν από το στόμα του όταν οι περιστάσεις ανάγκαζαν τη μνήμη του να επαναφέρει εικόνες από τα παζάρια. Και το πρόσωπο του, ανέκφραστο. Χωρίς αυτή τη λάμψη των ματιών, που έχουν, όταν η μνήμη τα ¨υφαρπάζει¨ από το παρόν και βλέπουν τις στιγμές του παρελθόντος. Και όμως στο μαγαζί μας ερχόταν ακόμη πελάτες παλιοί. Από την εποχή των παζαριών! Ήταν κυρίως κάτοικοι των γύρω χωριών που έφταναν με τα αυτοκίνητα τους ή με το ΚΤΕΛ. Ο μπαμπάς τους γνώριζε και όσους δεν ήξερε, καταλάβαινε τον τόπο καταγωγής από την ομιλία. Από αυτούς έμαθα το σλόγκαν που είχε στον πάγκο του παζαριού: «Μπάχτρε Μπούχτρε… Προλάβετε πάρτε».
Έτσι, το μαγαζί στην Μακεδονομάχων, -εκείνο με τα γραμματίκια κρεμασμένα στα κλουβιά τους έξω-, δέσμευσε μεγάλο κομμάτι του βίου μου. Πολλές οι στιγμές και τα περιστατικά που θα μπορούσα να αναφέρω. Ίσως κάποια άλλη φορά… Αυτό το μαγαζί πάντως μου εξασφάλισε τα (πολλά) παιχνίδια μου, το φαγητό, το χαρτζιλίκι, τις σπουδές… Η οδός Μακεδονομάχων, με το πλήθος του κόσμου που τη διέσχιζε, ήταν ένα μικρό χρυσωρυχείο.
Είναι βέβαια γεγονός, ότι αυτή τη δουλειά –του εμπόρου- προς μεγάλη απογοήτευση του πατέρα μου, ΔΕΝ την αγάπησα. Κατέθεσα την ψυχή μου για να την αποφύγω. Ευλόγησε ο Θεός, και μέσω των εξετάσεων του ΑΣΕΠ με διόρισε καθηγητή. (Με τίμημα τον αποχωρισμό από την πατρίδα, που κρατά και θα κρατήσει ακόμα…)
Το 2007, συμπλήρωνα 2 χρόνια ως καθηγητής. Ήμουν ακόμη στην αρχή του κύκλου μου στα Σφακιά. Το μαγαζί, όμως, έκλεινε τον δικό του. Έναν κύκλο 40 ετών! Ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα λειτουργίας του. Και τα τελευταία που θα δούλευα ως πωλητής σ’αυτό. Ξεπουλήσαμε ό,τι μπορέσαμε από το εμπόρευμα, κλείσαμε την ταμειακή, και επιδοθήκαμε στη διάλυση της επιχείρησης. «Ξε-στήσιμο» αυτού που «έστησε» ο πατέρας 40 χρόνια πριν. Δώσαμε πάγκους, ράφια και άλλα έπιπλα ετών. Αφαιρέσαμε τις ραπτικές μηχανές. Δεν έζησα και δεν είδα ποτέ τον πατέρα μου σε τέτοια συγκινησιακή φόρτιση: Άγγιζε τις κολόνες, τα ¨ντουβάρια¨, τα άψυχα( έπιπλα… Τα αποχαιρετούσε με πόνο. Εγώ, αντίθετα, έχοντας την άνεση του διορισμού και την αίσθηση του κύκλου που περίμενα κάποτε να τελειώσει, διατηρούσα μια ψυχραιμία και μια «γερμανική» ψυχρότητα. Κατέβαζα και διέλυα περίπου μηχανικά. Άρπαξα κάποια ευτελή –στο νου μου- αντικείμενα και πήγα να τα πετάξω. Ο πατέρας με κράταγε από τα χέρια τραβώντας με ικετευτικά σαν να ήταν αυτός το παιδί κι εγώ ο μπαμπάς: «Μη, άστα, άστα…τα θέλω… θα τα πάρω στο κτήμα». Του μίλησα αυστηρά, αγανακτισμένα και ίσως υποτιμητικά: «Αμαν πια, έλεος! Τι τη θες τη σαβούρα;». Ο Θείος Κώστας και ο θείος Πάρης βρίσκονταν εκεί και μας βοηθούσαν. Ήρθε δίπλα μου ο Κωστας και μου είπε ήρεμα αλλά αυστηρά: ¨Σήμερα ο μπαμπάς σου κλείνει το μαγαζί του, έπειτα από 40 χρόνια ζωής. Ό,τι σου λέει και ό,τι σου ζητάει σήμερα, εσύ θα του λες «ναι». Άκουσες;¨
Συνήλθα… Κοίταξα περιμετρικά τον χώρο που άδειαζε. Πλησίασα και χάιδεψα την κολώνα με τον καθρέφτη στο κέντρο, απαλά, σαν να ζητούσα συγγνώμη για την αχαριστία μου.
Από τότε, όποτε βρίσκομαι στην πατρίδα, τις νύχτες που περπατώ τα δρομάκια της, περνώ από τη Μακεδονομάχων, πλησιάζω στην πόρτα του καταστήματος που διαδέχτηκε αυτό του πατέρα, και κοιτάζω το χώρο μέσα και αυτή την κολόνα…
Όσο για την οδό Μακεδονομάχων, ανανεώθηκε καθώς της έγινε μια υπέροχη ανάπλαση. Τα πεζοδρόμια της μεγάλωσαν. Τα αυτοκίνητα εκδιώχθηκαν από το δρόμο και μαζεύονται πια στο πάρκινγκ που διαδέχτηκε το ΚΤΕΛ. Ο δρόμος είναι πλακόστρωτος. Όμορφες λάμπες, σαν αυτές του παλιού Λονδίνου, διακοσμούν και φωτίζουν το δρόμο. Τα καταστήματα είναι μοντέρνα, πανέμορφα, ελκυστικά. Το εμπόριο και το μάρκετινγκ, από την εποχή του… «μπάχτρε μπούχτρε», δεν έχουν απλά προχωρήσει αλλά έχουν κάνει άλματα μπροστά. όμως η τραγική ειρωνεία είναι ότι αυτή η εξέλιξη που πραγματώθηκε με αγώνα και επενδύσεις αγωνίας ανθρώπων, συνέπεσε σε μια μακρά εποχή ¨Ισχνών αγελάδων¨ για το εμπόριο και την πόλη. Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε από το 2009, το κλείσιμο της ΔΕΗ και το Lock Down του Κορωνοϊού, λειτουργούν ως επιθετικός καρκίνος που πάνω στο άρρωστο σώμα του εμπορικού συλλόγου κάνει συνεχείς μεταστάσεις. Στην πόλη σήμερα, υπάρχουν ολόκληροι δρόμοι ¨νεκροί¨. Κλειστά μαγαζιά παντού. Και δεν είναι μαγαζιά που ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους… Είδα σήμερα τη συνέντευξη του κ. Σβώλη, παλιού έμπορα και φίλου του πατέρα να δακρύζει για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η αγορά και σπάραξε η ψυχή μου… Μπορεί να μην αγάπησα το εμπόριο και να ένιωσα πολλές φορές να πνίγομαι στο μαγαζί, όμως γνωρίζω ότι πάνω στις πλάτες του στηρίχθηκα για να πραγματοποιήσω το δικό μου όνειρο, αυτό που ο πατέρας δεν είχε επιλογή να ονειρευτεί. Όπως και αναγνωρίζω ότι αυτές οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, φορολογούνται απάνθρωπα. Και αν ο Θεός δεν ευλογούσε, σήμερα θα ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς τους παγιδευμένους που σήμερα, με κλειστές τις επιχειρήσεις τους, περιμένουν το επίδομα των 300 ευρώ για να φέρουν στο σπίτι τους φαγητό. Την ίδια στιγμή που τα ενοίκια, οι λογαριασμοί και τα χαράτσια ¨τρέχουν¨…
Η κατάσταση στην Κοζάνη θυμίζει αυτή που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης στο έργο του ¨Βαρδιανός στα Σπόρκα¨: «Εἰς αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐφαρμόζεται τὸ «Κάθε πέρσι καλύτερα». Ἡ φτώχεια ἦτον μεγάλη, ἡ γρίνια ἀκόμη μεγαλυτέρα. Τὸ δὲ χειρότερον ἦτον ἡ ἀσθένεια… ― Ὁ Θεὸς νὰ φυλάγῃ καὶ πάλιν ὅλον τὸν κόσμον, καὶ δεύτερον ἐμᾶς, τοὺς ἁμαρτωλούς. ― Μεγάλα δεινά, ἀφορία, πεῖνα, ἀρρώστια, ὅλα μαζί, ἠκούοντο. Καὶ ὁ φόβος τὰ ἔκαμνε μεγαλύτερα.»
Ενώ η στάση των υπεύθυνων/ανεύθυνων αυτούς τους μήνες από τη λήξη της πρώτης καραντίνας ως σήμερα, θυμίζει τον τρόπο λειτουργίας του Μαστρο-Στάθη, στο παραπάνω έργο του Σκιαθίτη συγγραφέα, που λειτουργεί αντικοινωνικά, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την έλλειψη υπευθυνότητας, την προχειρότητα και την αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο:
«Μέσα εἰς τὴν ἐρημόνησον (στο λοιμοκαθαρτήριο της Τσουγκριάς), ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης ἐφιλοτιμεῖτο νὰ κατασκευάσῃ πολλὰ παραπήγματα εἰς μίαν ἡμέραν καὶ κατεσκεύασε ἐντὸς δύο ἑβδομάδων πλεῖστα ἡμιτελῆ. Πέταυρον μισοκαρφωμένον, ἀποσπώμενον τὴν νύκτα, ἀπὸ τὸ φύσημα τῆς αὔρας, ἔπιπτεν εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς μισοκοιμισμένης γυναικὸς καὶ τοῦ πιπιλίζοντος τὴν θηλήν της βρέφους εἰς τὸ πλευρόν της.
Στύλος μισοεμπεπηγμένος εἰς τὸ ἀμμῶδες ἔδαφος, θιχθεὶς ἀπὸ τὸν τανυόμενον πόδα τοῦ ρέγχοντος ὑπτίου ἀνδρός, ἔπιπτεν ὁμοῦ μὲ ὅλον τὸ παράπηγμα, καὶ ἐπλάκωνε τὴν κοιμωμένην οἰκογένειαν, πλησίον τοῦ βάλτου, εἰς τὴν παραλίαν. Γογγυσμοὶ καὶ θρῆνοι ἤρχισαν ν᾽ ἀκούωνται ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ».
Και συνεχίζει ο Παπαδιαμάντης, κάνοντας αποτίμηση της κατάστασης:
« Ἡ τερπνή, ἡ πρασινίζουσα πευκόφυτος καὶ ἐλαιόφυτος νῆσος, ἐφαίνετο ὡς μικρὰ γωνία πρῴην ἐρημικοῦ παραδείσου, εἰς ἣν ἐπέδραμον αἴφνης δαίμονες ὁδηγοῦντες κολασμένας ψυχὰς τὰς ὁποίας ἐτέρποντο νὰ βασανίζωσιν ἐν αὐτῇ τῇ Ἐδέμ, ὅπως καταστήσωσι σκληροτέραν τὴν κόλασιν».
Στη σημερινή Κοζάνη, την πόλη-λοιμοκαθαρτήριο, οι πολίτες της εκτελούν χρέη ¨Βαρδιανού¨. Βέβαια, το διήγημα ¨Βαρδιανός στα Σπόρκα¨ έχει αίσιο τέλος: Η Σκεύω, θα σώσει το παιδί της από τη χολέρα και το λοιμοκαθαρτήριο. Η περιπέτεια της Κοζάνης μας, θα έχει αντίστοιχη κατάληξη;
Μιχάλης Βαρέκας