Από το βιβλίο του Στάθη Ασημάκη με τίτλο: Τοπωνύμια -0β0, – 0βα, -ιστα,- ιτσα”
H τοπωνυμική κατάληξη -ιστα
Η έρευνα της τοπωνυμικής κατάληξης -ιστα μας οδηγεί
αρχικά στη λατινική δεικτική αντωνυμία: iste, ista, istud που
έχει τρεις έννοιες ήτοι: α) αὐτός, ὁδί (= τόδε = σε τούτο το
μέρος, προς τα εδώ)
. β)αὐτόθι = σε αυτό τον τόπο, σε αυτό
ακριβώς το μέρος, εκεί, ενταύθα. γ)τοιοῦτος.
Επίσης, αξίζει να σημειωθούν και οι συναφείς λατινικές
λέξεις: isti, istic, istinc, isto, istoc. Από την παραπάνω
λατινική δεικτική αντωνυμία ίσως προήλθε η τοπωνυμική
κατάληξη: -ιστα, που χαρακτηρίζει πολλά τοπωνύμια του
βαλκανικού χώρου.
Την άποψη αυτή ενισχύει το χαρακτηριστικό, αλλά και
κρίσιμο τοπωνύμιο «Βράτζιστα»11(κάστρο-οχυρό) στη
μεσόγειο Δακία, κάπου μεταξύ της Παυταλίας (σημερινό
Κιουστεντίλ) και της Ρεμεσιανής (σημερινή Μπέλα Παλάνκα),
που αναφέρει ο Προκόπιος στο «Περί Κτισμάτων» έργο του,
γραμμένο λίγο πριν από το 560 μ.Χ.
Το τοπωνύμιο αυτό είναι προσλαβικό, γιατί σύμφωνα με
την επικρατούσα σήμερα άποψη οι Σλάβοι άρχισαν να
εγκαθίστανται στη βορειότερη Βαλκανική, μετά το 580 μ.Χ.
και ίσως, ακριβέστερα, μετά την εποχή του αυτοκράτορα
Ηρακλείου (610μ.Χ. – 641μ.Χ.).
Κατόπιν τούτου, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι η
11 «[…]Ἐν χώρᾳ Σκασσετάνα.
Ἄλαρον, Μαγιμιάς, Λουκουνάντα,
Βάλαυσον, Βούτις. Ὑπό πόλιν δὲ […] νέα μὲν Καλβεντία, Φαράνορες,
Στρανβάστα, Ἄλδανες, Βαραχτέστες, Σάρματες, Ἄρσενα, […],
Δούσμανες, Βράτζιστα, Ὁλόδορις, Κασσία, […].»
Βράτζιστα έχει αλβανική ρίζα (από την αλβανική λέξη bredh
= έλατο) και άρα σημαίνει μέρος με πολλά έλατα.
Κατά τη γνώμη μας, αλβανική γλωσσική τοπωνυμική
επιρροή στη μεσαιωνική Δακία φαίνεται απίθανη, επομένως
το υπόψη τοπωνύμιο έχει λατινική προέλευση, σχετίζεται
δηλαδή με τη λατινική λέξη brachium, που μεταξύ άλλων
σημαίνει σκέλος, με την έννοια του τείχους ή του
οχυρώματος (brach + ista > μπράτσιστα > μπράτζιστα),
δεδομένου ότι πρόκειται για ρωμαϊκή-βυζαντινή
οχυρωματική τοποθεσία, και επομένως η κατάληξη -ista
είναι πιθανόν η παραπάνω αναφερθείσα λατινική
αντωνυμία.
Αυτό με τη σειρά του ενισχύει την άποψη ότι η εν λόγω
κατάληξη (-ista) δεν απαντάται, ως αρχέγονη, στις σλαβικές
γλώσσες και διαλέκτους και επομένως, η όποια τυχόν χρήση
της σε αυτές θα πρέπει να είναι μεταγενέστερο δάνειο από
τη λατινική. Εξάλλου, η λατινική κατάληξη -ista ως επίθημα,
που προστίθεται σε ένα ουσιαστικό βάση, για να σχηματίσει
ένα άλλο ουσιαστικό, είναι δάνειο της λατινικής από την
αρχαιοελληνική γλώσσα ως μέρος μιας ελληνικής λέξης με
κατάληξη -ιστής (π.χ. κομιστής, φροντιστής κλπ., αλλά και
άριστος, βέλτιστος κλπ.).
Αυτή η λατινική κατάληξη -ista διαδόθηκε φαίνεται και
στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες συμπεριλαμβανομένων και
των σλαβικών γλωσσών, για να σχηματίσουν ένα ουσιαστικό,
που δηλώνει π.χ. : i)κάποιον που ακολουθεί μια αρχή ή ένα
σύστημα πεποιθήσεων. ii)ένα μέλος ενός επαγγέλματος.
iii)ένα άτομο που χρησιμοποιεί κάτι.
Ορισμένοι ερευνητές διατείνονται ότι το -ište δηλώνει
στις σλαβικές γλώσσες συλλογική έννοια, αλλά αυτό δεν
φαίνεται να έχει σχέση με το τοπωνυμικό -ιστα, αλλά με το
παραπάνω δάνειο από την αρχαία ελληνική.
Εάν εξετάσουμε συνολικά τα τοπωνύμια του ελληνικού
χώρου με κατάληξη: -ιστα, παρατηρoύμε ότι αρκετά εξ
αυτών συγκροτούν υποομάδα με γενικότερη κατάληξη: –
βιστα. Ειδικότερα, σε ένα σύνολο εκατόν πενήντα τεσσάρων
(154) τοπωνυμίων με κατάληξη -ιστα, τα τριάντα ένα (31) εξ
αυτών συγκροτούν την υποομάδα των τοπωνυμίων -βιστα,
ήτοι ποσοστό 20,1%.
Να σημειώσουμε επιπλέον ότι οι συναφείς τοπωνυμικές
καταλήξεις: -vista/-βιστα, -avista/-αβιστα και -οvista/-
οβιστα απαντώνται στην Σερβοκροατική, αλλά δεν είναι
συνήθεις στις λοιπές σλαβικές γλώσσες, πράγμα που επίσης
μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι γλωσσικά δάνεια από
τη λατινική γλώσσα.
Για την εξήγηση αυτών των καταλήξεων μπορεί να
υπάρξει μια πιο εύλογη εξήγηση, να σχετίζονται δηλαδή με
τη λατινική λέξη Vesta12 (βεστα > βιστα), που σημαίνει τη
θεά Εστία, καθώς και ιερό όπου λατρευόταν η θεά αυτή από
τους Ρωμαίους, και κατ’ επέκταση, επομένως, τοποθεσία με
μικρό οικισμό, όπου φυλασσόταν το ιερόν άσβεστο πυρ προς
τιμήν της ομώνυμης θεάς και για λόγους προστασίας του
οικισμού εκ μέρους της.
Στην περίπτωση αυτή πρέπει να δεχτούμε ότι ο οικισμός
δεν είναι προσωρινός, δηλαδή με σκηνές και νομαδικά
μετακινούμενος, όπως στην περίπτωση του τοπωνυμίου
οβα, οβο, αλλά μόνιμος, με καλύβες που εξελίσσονται
σταδιακά σε πιο σύνθετες κατοικίες.
12 Υπάρχει και το σημερινό ιταλικό τοπωνύμιο Vesta στην περιοχή της
Λομβαρδίας, καθώς και άλλα συναφή τοπωνύμια όπως: Festa, Pesta,
Sesta, Testa, Venosta, Aosta, Agosta, σε διάφορες περιοχές της
Ιταλίας. Επιπλέον οι αρχαίες πόλεις: Έγεστα και Άστα στη Σικελία και
βεβαίως να αναφέρουμε τα αρχαιοελληνικά Γεραιστός (ακρωτήριο
Ευβοίας), Ραιδεστός, Σηστός (στη Θράκη), Τυμφρηστός, Φαιστός στη
Θεσσαλία και Φαιστός στην Κρήτη.
Επομένως, κατά την άποψή μας, η τοπωνυμική κατάληξη –
ιστα, την οποία βρίσκουμε σε πολλά τοπωνύμια του
ελληνικού χώρου, είναι κατάλοιπο λατινικής κυριαρχίας που
παγιώθηκε στους βυζαντινούς χρόνους και διασώθηκε έως
σήμερα, ή εμφανίστηκε στους υστεροβυζαντινούς χρόνους,
ίσως και αργότερα, μέσω των βλάχικων εγκαταστάσεων –
επικοίσεων.
Επίσης, εάν κάποια τοπωνύμια με τη φερόμενη ως
κατάληξη -ιστα έχουν σλαβικό κύριο θέμα, αυτό δείχνει δυο
δυνατότητες, δηλαδή, είτε υπάρχει γλωσσικό δάνειο από τη
βλάχικη γλώσσα προς τη σλαβική(όσον αφορά το -ιστα) και
άρα έχουν σλαβική προέλευση, είτε υπάρχει γλωσσικό
δάνειο από τη σλαβική γλώσσα προς στη βλάχικη (όσον
αφορά το κύριο θέμα) και επομένως έχουν βλάχικη
προέλευση.
Αναφορικά με τα συναφή οvista/οβιστα και avista/
αβιστα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτά θα χαρακτήριζαν
οικισμούς με κτηνοτροφικό κυρίως χαρακτήρα και όχι
γεωργικό, σε αντίθεση με τα vista/βιστα που θα
χαρακτήριζαν οικισμούς με γεωργικό κυρίως χαρακτήρα.
Σιάτιστα
Σύμφωνα με τον καθηγητή Πανεπιστημίου κ. Νικόλαο
Ψημμένο: «Το πρώτο όνομα της πόλης ήταν Καλύβια, γιατί
τα καλύβια ήταν το χαρακτηριστικό της. Όταν δημιουργείται
ο οικισμός, είναι οικισμός ποιμένων που κατοικούν σε
καλύβια. Με αυτό το όνομα αναφέρεται στα αρχεία της
Μονής Ζαβέρδας (Ζάμπουρντα).
Το δεύτερο τοπωνύμιο για τη Σιάτιστα είναι το τουρκικό
όνομα Armud – Koy (= Αρμούτ – Κιόι = Αχλαδότοπος) και το
συναντούμε στα τέλη του 16ου αιώνα στα βιβλία της πρώτης
τουρκικής απογραφής πληθυσμού. Δεν είναι εύκολο να
διαπιστώσουμε μέχρι πότε χρησιμοποιήθηκε αυτό το
τοπωνύμιο και από ποιους.
Είναι πολύ πιθανό ότι οι Έλληνες δεν το χρησιμοποίησαν
καθόλου, γι’ αυτό και γρήγορα ξεχάστηκε και αντί αυτού
χρησιμοποιούσαν το Σιάτιστα και Φλωροχώρι.
Πάντως η καθιέρωση του Armud – Koy και η χρήση – για
όσο χρόνο – σημαίνει πως η πόλη από τα μέσα του 16ουαιώνα
είχε αλλάξει χαρακτήρα και δεν ήταν πια χωριό ποιμένων.
Πράγματι, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, την
περίοδο αυτή και η σύσταση του πληθυσμού της έχει
μεταβληθεί, αφού πολλοί Έλληνες και από διάφορα μέρη της
χώρας βρήκαν καταφύγιο στην ορεινή και άγονη Σιάτιστα,
και γρήγορα οι Σιατιστινοί ασχολήθηκαν με το εμπόριο,
ταξίδεψαν κι εγκαταστάθηκαν σε πόλεις της Ευρώπης και
ίδρυσαν εκεί αξιόλογους εμπορικούς οίκους.
Έτσι, από το τέλος του 16ου
αιώνα ως τα μέσα του 19ου η
Σιάτιστα είναι η πόλη του πλούτου. Ο πλούτος είναι το
διακριτικό της γνώρισμα και έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί το
τοπωνύμιο Φλωροχώρι.
Για την ίδια περίοδο (17ο
αιώνα) αναφέρεται ότι είναι σε
χρήση και το τοπωνύμιο Σιάτιστα. Και είναι πολύ πιθανό το
κύριο τοπωνύμιο να είναι το Σιάτιστα και παρωνύμιο το
Φλωροχώρι ή να εκφράζουν και τα δυο το ίδιο
χαρακτηριστικό γνώρισμα της πόλης και να προηγήθηκε –
ως τοπωνύμιο – το Φλωροχώρι και να ακολούθησε
το Σιάτιστα.
Οι προτεινόμενες ετυμολογήσεις είναι οι εξής:
α) Ο Γάλλος περιηγητής Pouqueville το 1806 – με βάση
προφορικές αφηγήσεις των κατοίκων – ερμηνεύει το όνομα
Σιάτιστα από τη συγχώνευση δυο λέξεων: της
τουρκικής chatir (= τσιατήρ = σκηνή, τσαντίρι) και της
ελληνοβλάχικης tiritza (= τύριζα, από το ελληνικό τυρός). Το
Τσιατηρτυρίτζα γίνεται διαδοχικά Σιατυρίτσα, Σιατίτσα,
Σιάτιστα με μια σειρά φωνητικές μεταβολές, οι οποίες
όμως δεν ευσταθούν επιστημονικά, γι’ αυτό και η
ετυμολόγηση αυτή απορρίπτεται.
β) Άλλοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από το σλαβικό
ρήμα setsiam (= χωρίζω). Από το θέμα του setsi- και την
κατάληξη – sta προήλθε η λέξη Σέτσιστα και με μετατροπή,
από τους Τούρκους, του (ε) σε (α) έγινε Σάτσιστα, έπειτα
Σιάτιστα. Η πρόταση απορρίπτεται, γιατί μια τέτοια
μετατροπή δεν μπορούσε να προέλθει από τους Τούρκους,
αλλά από τους Σιατιστινούς που το χρησιμοποιούσαν και
μάλιστα Σιατιστινούς, που ήταν εγκατεστημένοι σε σλαβικές
περιοχές. Και αν προερχόταν από αυτούς, δεν μπορούσε να
συμβεί αυτή η μετατροπή του (ε) σε (α) , γιατί από άποψη
γλωσσική δε συμβαίνει στη γλώσσα μας και για διάφορους
λόγους, όπως μας λέει η επιστήμη της γλωσσολογίας.
γ) Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι η λέξη έχει σχέση με
το λατινικό sitis = δίψα, που το πήραν οι Βλάχοι και το
πρόφεραν ως siati. Με την προσθήκη της κατάληξης –
ιστα έχουμε το τοπωνύμιο Σιάτιστα, που πράγματι δίνει και
το γνώρισμα της πόλης, την έλλειψη νερού. Η μόνη
αντίρρηση που μπορεί να εγερθεί είναι: «γιατί δεν
χρησιμοποίησαν εξ αρχής αυτή την ονομασία της πόλης
εκείνοι που τη δημιούργησαν (δηλαδή οι ποιμένες – βλάχοι)
παρά χρησιμοποιήθηκε τον 17ο
αιώνα, όταν υπερείχε το
ελληνικό στοιχείο»;
δ) Άλλη εκδοχή θέλει να προέρχεται από το
τουρκικό Set (=οχυρό) και την κατάληξη -ιστα. Το Σέτιστα με
μετατροπή του (ε) σε (α) έγινε Σάτιστα, έπειτα με ανάπτυξη
ενός (ι), Σιάτιστα. Η πόλη πράγματι είναι φυσικά οχυρωμένη
από τη θέση της, αλλά αυτό οι Τούρκοι το κατάλαβαν πολύ
αργότερα (τέλη του 18ου αιώνα), όταν η πόλη αντιστάθηκε
στις τουρκαλβανικές επιδρομές, αλλά ήδη τότε η πόλη
ονομαζόταν Σιάτιστα.
ε) Μια άλλη εκδοχή θέλει το τοπωνύμιο να προέρχεται
από τη λέξη «στάσις», μάλιστα από το ασθενές θέμα του
ρήματος ίστημι = στέκομαι (Στα+τ+ιστα και με σχετικές
μεταβολές έγινε = Σάτιστα, Σιάτιστα). Οι προτεινόμενες
όμως μεταβολές και στην περίπτωση αυτή γλωσσολογικά
δεν δικαιολογούνται και η πρόταση απορρίπτεται.
στ) Και η λαϊκή ετυμολογική ερμηνεία από το ρήμα
σάστισα (Σιάστισα, Σιάτιστα ) δε θεωρείται σοβαρή.» Τέλος,
σύμφωνα με τον παραπάνω ερευνητή: «Φαίνεται ως πιο
πιθανό το τοπωνύμιο Σιάτιστα να επικράτησε στη θέση
του παρωνυμίου Φλωροχώρι για δυο λόγους, ένα
γλωσσικό και έναν ιστορικό.
Ο ιστορικός λόγος: Είναι γνωστή η στενή σχέση που είχαν
οι κάτοικοι της Σιάτιστας με την Κεντρική Ευρώπη, με λαούς
που μιλούσαν Γερμανικά. Η εγκατάσταση πολλών
οικογενειών λόγω εμπορικών δραστηριοτήτων στην Αυστρία
και άλλες χώρες είχε επίδραση στην κοινωνική ζωή των
Σιατιστινών, στη γλωσσική συμπεριφορά τους. Πολλοί
έμαθαν τη γερμανική γλώσσα και στη Σιάτιστα μαζί με τα
διάφορα αγαθά που εισάγονταν από την Ευρώπη ήρθαν και
τα ονόματά τους.
Αυτή η γλωσσική επίδραση φαίνεται στη χρήση κάποιων
επωνύμων με γερμανική ρίζα (Γκερεχτές, Μπρούχος κ.α.),
στην ύπαρξη κάποιων φθόγγων που θυμίζουν τους
γερμανικούς b, d, u (ντιούλκας, ντιόντιος, κλπ.), στη χρήση
κάποιων λέξεων που δηλώνουν αντικείμενα και είναι λέξεις
γερμανικές π.χ. στρύφια από το Strumpfe = κάλτσες, στόφα
από Stoff = ύφασμα, στιβάλια από το Stiefel = μπότες, κ.α.
τέλος στο ίδιο το όνομα της πόλης, Σιάτιστα.
Η προφορά του τοπωνυμίου Σιάτιστα από τους ντόπιους
είναι δισύλλαβη, Σιάτστα, και μάλιστα γίνεται έτσι που να
τονίζονται οι δυο συλλαβές, σαν να ξεχωρίζουν και να
υπάρχουν ανάμεσα του δυο (σ), όχι ένα (σ). Όσοι γνωρίζουν
καλά τα γερμανικά και ακούν την προφορά του ονόματος,
οδηγούνται στην ορθή ετυμολόγηση του τοπωνυμίου.
Ο γλωσσικός λόγος: Προέρχεται από σύνθεση δυο
γερμανικών λέξεων, της Schatz (= θησαυρός) και της Stadt (=
πόλη). Από τη γερμανική σύνθετη λέξη αποβάλλεται το
τελικό dt στην ελληνική απόδοση, αφού οι ελληνικές λέξεις
δεν καταλήγουν σε (τ) και αργότερα αναπτύχθηκε (από τους
εγγράμματους) το (ι) και έδωσε το Σιάτιστα.
Η σημασία της γερμανικής σύνθετης λέξης SchatzStadt
είναι “Θησαυρόπολη”, και αποδίδει κατά κάποιο τρόπο αυτό
που δήλωνε και το Φλωροχώρι. Είναι όμως ως έννοια
ευρύτερη από αυτό, αφού αναφέρεται σε θησαυρό και όχι
μόνο σε φλουρί.»
Έτσι, η λέξη Σιάτιστα ως έννοια γίνεται πλατύτερη,
ισχυρότερη. Επιπλέον είναι σαφέστερη, αφού αποδίδει και
την ιστορική πραγματικότητα: η Σιάτιστα δεν είναι χωριό πια,
είναι πόλη. Και από την άποψη της προφοράς της η
λέξη Σιάτιστα είναι γλωσσικά ισχυρότερη, γιατί έχει ένταση
στην προφορά (με τους δυο τόνους της δισύλλαβης και
δίτονης γερμανικής λέξης). Αυτά τα στοιχεία αποτελούν και
το δεύτερο λόγο επικράτησης.
Ένας κανόνας της γλωσσολογίας λέει ότι ανάμεσα σε δυο
λέξεις, εν προκειμένω τα τοπωνύμια Σιάτιστα και
Φλωροχώρι, επικρατεί το ισχυρότερο και σαφέστερο. Από τα
τέλη του 16ου αιώνα και ως τις αρχές του 19ου ο χαρακτήρας
της πόλης ήταν κοσμοπολίτικος και κατά τον Α. Βακαλόπουλο
«όλοι τους μιλούσαν γερμανικά ή ιταλικά…» (δηλαδή είχαν
εξοικείωση με τη γλώσσα, δεν τους ήταν ξένη).
Την ονομασία, βεβαίως, δεν την έδωσαν ξένοι, οι οποίοι
άλλωστε ποτέ δεν έζησαν στη Σιάτιστα, αλλά Σιατιστινοί που
ζούσαν στην Ευρώπη και είτε μετέφραζαν ελεύθερα το
παρωνύμιο Φλωροχώρι είτε με τη σύνθετη λέξη που
δημιούργησαν (SchatzStadt ) εξέφραζαν το θαυμασμό για
την πλούσια και ευημερούσα πατρίδα τους. Για τους λόγους
αυτούς δεν αντέδρασαν οι ντόπιοι στη χρήση της και την
προτίμησαν από το Φλωροχώρι. Επιπλέον η παραγωγή της
λέξης από τη σύνθετη γερμανική δεν προσκρούει σε κανένα
κανόνα της ελληνικής.»
Κατά τη γνώμη μας, η ερμηνεία που υιοθετεί, τελικώς, ο
καθηγητής Νικόλαος Ψημμένος παρότι φαίνεται λογική –
πειστική, εντούτοις δεν είναι σωστή. Καταρχάς, η κατάληξη –
ιστα που είναι κοινότατη σε τέτοιου είδους τοπωνύμια στον
ελληνικό χώρο δεν πρέπει να αναζητηθεί σε μια γερμανική
λέξη Stadt, που μάλιστα σημαίνει πόλη και όχι χωριό, όπως
ήταν παλιά η Σιάτιστα.
Ας έχουμε υπόψη ότι στη γερμανική γλώσσα το χωριό
σημαίνεται με τη λέξη dorf. Έτσι, εάν οι Σιατιστινοί της
Γερμανίας ήθελαν να εκφράσουν το όνομα της πατρίδα τους
“Φλωροχώρι” στα Γερμανικά, τότε θα έπρεπε να πουν
Schatzdorf και όχι Schatzstadt. Πέραν τούτου, η βλάχικη
ονομασία (Σιάτιστα από τη βλάχικη λέξη σιάτε = δίψα και τη
γνωστή κατάληξη -ιστα) θα μπορούσε να επιβληθεί και
αργότερα, όχι δηλαδή από την αρχή του οικισμού,
δεδομένου ότι η εν λόγω περιοχή, έτσι και αλλιώς, δεν
διέθετε πολλά νερά και, όταν κάποια εποχή θα υπήρξε
παρατεταμένη ανομβρία – ξηρασία, που θα ταλαιπώρησε
τους κατοίκους για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτοί θα
είπαν, κάποια στιγμή αγανακτισμένοι: «τι το λέμε
Φλωροχώρι, Διψοχώρι θα πρέπει να το λέμε»… και έτσι ίσως
θα έμεινε.