Σημασιολογία της ποντιακής διαλέκτου: το ρήμα ανασκάφτω, ουσιαστικό το ανάσκαμμαν, τα ανασκάμματα.
Σύνθετη λέξη από τη λόγια πρόθεση ανά και το αρχαίο ρήμα σκάπτω= ανασκάπτω και με μετατροπή του ψιλού συμφώνου π στο αντίστοιχο δασύ ανασκάφτω-ανασκαφή, ανασκαφές.
Η πρόθεση ανά στον κοινό νεοελληνικό μας λόγο χρησιμοποιείται και συντακτικά (ανά δύο, ανά άτομο, ανά μονάδα βάρους) και, κυρίως, ως πρώτο συνθετικό: ανασκαφή, αναθεωρώ, ανάποδα κλπ. Στην ποντιακή διάλεκτο χρησιμοποιείται μόνο ως πρώτο συνθετικό: ανάθεμα, αναγνώθω, ανασκάφτω..
Τόσο στον ποντιακό, όσο και στον κοινό νεοελληνικό μας λόγο στο ρήμα ανασκάφτω – ανασκαφή – ανάσκαμμαν, η πρόθεση ανά έχει τη σημασία του πάλι, ξανά. Η διαφορά έγκειται στο αντικείμενο αναφοράς τους. Στην ποντιακή διάλεκτο συνάπτεται αποκλειστικά με τους νεκρούς και έχει τη σημασία της βαριάς κατάρας, της νεκροσυλίας. Η σημασιολογική της ρίζα ανάγεται πολύ βαθιά, πίσω στην αρχαιότητα.
Ας ανατρέξουμε στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, στίχοι 1029-1030: “αλλ’ είκε τω θανόντι μηδ’ ολωλότα
κέντει. τις αλκή τον θανόντ’ επικτανείν;” Έλα, δώσε τόπο στην οργή, μη μάχεσαι τον πεθαμένο, δεν είναι παλικαριά να ξανασκοτώνεις τον νεκρό. “Ο νεκρός δεδικαίωται”, όποιος τα βάζει με νεκρούς ή βρίζει τους νεκρούς διαπράττει ιερό, βαρύτατο αμάρτημα. Το ρήμα ανασκάφτω της ποντιακής διαλέκτου διαταράσσει τον βαθύτατο ύπνο του δεδικαιωμένου ήδη νεκρού. Όποιος ανασκάφτει, συνεπώς, διαπράττει ύβρη, με συνέπεια το δίδυμο της Άτης – Δίκης. Στο ποντιακό ανασκάφτω, λοιπόν, ενέχεται ακέραια η υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης δράσης και εμφανίζεται το τρίδυμο σχήμα της Ύβρης – Άτης – Δίκης: της Ύβρης ως διατάραξης σύγχυσης του νου και των ορίων της ελεύθερης ανθρώπινης δράσης, που οδηγεί στη Θεοβλάβεια, στην Άτη και αυτή με τη σειρά της συνεπάγεται τη Θεία Δίκη, συντριβή του ανθρώπου. Ανασκάφτω, λοιπόν, μια λέξη, μια ολόκληρη τραγωδία! Για την αλήθεια και μόνο επισημαίνω ότι πρώτος με τη σημασία της ποντιακής λέξης ανασκάφτω ασχολήθηκε ο αείμνηστος γιατρός Χρίστος Αντωνιάδης, τ’ εμέτερον ο γιατρόν.
Σημασιολογία της ποντιακής διαλέκτου: το ρήμα ανασκάφτω, ουσιαστικό το ανάσκαμμαν, τα ανασκάμματα. Θεόδωρου Κωνσταντινίδη
91