Πριν από δύο (2) μήνες, υποσχέθηκα στο αναγνωστικό κοινό του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου της περιοχής μας ότι θα ασχοληθώ γράφοντας περισσότερα πράγματα για το χωριό Συρράκο, καθώς και για τον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη (1868-1894) ή, όπως χαρακτηρίστηκε αργότερα, τον «τραγουδιστή του χωριού και της στάνης».
Η ιστορική πορεία του Συρράκου συνοπτικά έχει ως εξής:
Το Συρράκο είναι ένα ιστορικό χωριό της Ηπείρου, που βρίσκεται 51 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πόλης των Ιωαννίνων και είναι χτισμένο σε μια απότομη πλαγιά της Πίνδου, σε υψόμετρο 1200 μέτρων περίπου.
Το 1975 με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού και Συντονισμού χαρακτηρίστηκε «παραδοσιακός οικισμός ιδιαίτερης ομορφιάς που χρειάζεται ειδική προστασία».
Άνδρες επιφανείς που γεννήθηκαν ή κατάγονταν από το Συρράκο ήταν:
Ο Ιωάννης Κωλέτης, αγωνιστής του 1821 και πρώτος συνταγματικός πρωθυπουργός της Ελλάδος την περίοδο 1844-1847.
Ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης «τραγουδιστής του χωριού και της στάνης».
Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας, αγωνιστής του 1821, ο Ευγένιος Ζαλοκώστας, υπουργός εξωτερικών της Ελλάδος στην κυβέρνηση Σπυρίδωνος Λάμπρου στα χρόνια 1916-1917.
Ο Δημήτριος Μπίτσιος, Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Κων/νου Καραμανλή την περίοδο 1974-1977.
Μια πλειάδα μεγάλων ευεργετών, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι Σπυρίδων Μπαλτατζής, Χριστόφορος Ρίζος, Απόστολος Ρίζος και Ιωάννης Ρίζος. Οι καθηγητές πανεπιστημίου Διονύσιος Ίκκος και Ιωάννης Τρικαλινός.
Στα τέλη του 18ου αιώνα ο πληθυσμός του Συρράκου έφτασε τους 4.000 κατοίκους. Τα δεκάδες χιλιάδες πρόβατα αποτελούσαν αρχικά τη βάση της οικονομίας του χωριού. Στα κτηνοτροφικά προϊόντα στηρίχτηκε αργότερα η βιοτεχνία μάλλινων υφασμάτων και το εμπόριο.
Από το 1750 και μετά οι Συρρακιώτες έμποροι κατέκλυσαν τις αγορές της Ευρώπης. Η προφορική παράδοση διασώζει ότι ο Μέγας Ναπολέων εφοδίασε τον στρατό του με συρρακιώτικες κάπες, πριν την εκστρατεία στη Ρωσία.
Οι Ευρωπαίοι περιηγητές της Ηπείρου Ληκ και Πουκεβίλ, στις αρχές του 19ου αιώνα, έμειναν έκπληκτοι, γιατί οι Συρρακιώτες και Καλαρρυτινοί έμποροι μιλούσαν πολλές ξένες γλώσσες και είχαν στα σπίτια τους γαλλικές και ιταλικές εφημερίδες.
Στην επανάσταση του 1821 το Συρράκο και οι κοντινοί Καλαρρύτες ήταν από τις λίγες περιοχές της Ηπείρου που τόλμησαν να ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων. Στις 23 Νοεμβρίου του 1912 το Συρράκο απελευθερώθηκε από τους Τούρκους.
Το Συρράκο σταδιακά, ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ερημώθηκε και κατάντησε φάντασμα του ένδοξου παρελθόντος. Το Συρράκο, όμως, με την εκπληκτική αρχιτεκτονική του, τις θαυμάσιες φυσικές ομορφιές του, τους ξενώνες, τα δύο λαογραφικά μουσεία, τη βελτίωση του οδικού δικτύου, μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί τουριστικά, με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, ώστε να επανακτήσει ένα μέρος της αίγλης και της ακμής του παρελθόντος.
Έρχομαι τώρα στον τραγουδιστή του χωριού και της Στάνης Κώστα Κρυστάλλη (1868-1894). «Άγουρος του χωριού κι εγώ, παιδί κι εγώ της στάνης. Όσες βολές, κάμπους, βουνά, στάνες, χωριά διαβαίνω κι οργώματα και ποταμιές, τέτοια τραγούδια λέγω».
Χρονολόγιο Κώστα Κρυστάλλη
Το 1868 γεννιέται ο Κώστας Κρυστάλλης στο Συρράκο της δυτικής Πίνδου. Μητέρα του η Γιαννούλα, κόρη του τσέλιγκα Γάκη Ψαλίδα και πατέρας του ο κάποτε εύπορος έμπορος και τοπικός ευεργέτης Δημήτριος Κρυστάλλης. Παππούς του ποιητή ήταν ο Κωσταντής Κρυστάλλης, ο δε προπάππος του Δήμος απαγχονίστηκε στα 1821, μετά τη συμμετοχή του στον ξεσηκωμό της περιοχής που υποκίνησαν ο Κωλέτης και ο Τουρτούρης.
1876-1880. Μαθαίνει τα πρώτα γράμματα στο χωριό
- Πεθαίνει η μητέρα του. Ο πατέρας του, αφού παντρεύεται για δεύτερη φορά, εγκαθίσταται οριστικά στα Γιάννενα. Ο δωδεκάχρονος Κώστας αρχίζει τη φοίτησή του στη Ζωσιμαία Σχολή.
- Στέλνει και τυπώνει στην Αθήνα «εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδη», την πρώτη του ποιητική συλλογή: «Αι σκιαί του Άδου».
- Δημοσιεύονται ποιήματά του στο θρησκευτικό περιοδικό της Αθήνας «Ανάπλασις». Επιδίδεται στη μελέτη της τοπικής ιστορίας στις διακοπές του στα βουνά, συλλέγει θρύλους, ιστορίες και στοιχεία της χωριάτικης ζωής. Η περίοδος αυτή της προετοιμασίας και οι γυμνασιακές του σπουδές, διακόπτονται βίαια τον Δεκέμβριο του 1888, όταν αντίτυπα του «Αι σκιαί του Άδου», που έχουν λαθραία εισαχθεί στην Ήπειρο, τραβούν, πιθανόν ύστερα από παρέμβαση της φιλορουμανικής προπαγάνδας, την προσοχή της Τουρκικής διοίκησης των Ιωαννίνων. Ο ποιητής, καταζητούμενος από τις αρχές, δραπετεύει στο ελεύθερο Βασίλειο.
- Καταδικάζεται ερήμην από το τουρκικό στρατοδικείο σε 25 χρόνια εξορίας «εις Βαγδάτιον». Αρχές Ιανουαρίου, εγκαθίσταται στην Αθήνα. Κοιμάται στο φτωχομάγαζο ενός πατριώτη, πάνω σε έναν πάγκο και αναγκάζεται να εγκαταλείψει τα όνειρα για υποτροφία και συνέχιση των σπουδών.
Με τη βοήθεια του Σπ. Λάμπρου προσλαμβάνεται στο τυπογραφείο του Αλέξ. Παπαγεωργίου. Τον Απρίλιο αναγγέλλει την έκδοση μιας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Χελιδόνες», η οποία όμως δεν πραγματοποιείται.
- 1890. Τυπώνει στο τυπογραφείο, όπου εργάζεται, ένα βαλαωρίτικο πατριωτικό ποίημα: «Κων/νου Δ. Κρυστάλλη, Ηπειρώτου πρόσφυγος, Ο καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου, Επύλλιον», το οποίο αφιερώνει στον φίλο του Μιχαήλ Μητσάκη. Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς υποβάλλει στον Β’ Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό, τη συλλογή «Αγροτικά», η οποία αποσπά τον «έπαινο», ενώ τα βραβεία δίδονται στο: «Τα μάτια της ψυχής μου», του Κωστή Παλαμά και στα «Ερείπια» του Ιωάννη Πολέμη.
- Τυπώνει στο τυπογραφείο Αλεξάνδρου Παπαγεωργίου τα «Αγροτικά». Στην εφημερίδα του Κορομηλά δημοσιεύεται μεγάλο άρθρο του Μιχ. Μητσάκη, όπου με διάθεση προκλητική προς το ποιητικό κατεστημένο και ενθουσιώδη προς την αξιοποίηση των δημοτικών προτύπων, παρουσιάζεται στο κοινό ο νέος ποιητής και η ιστορία του. Φεύγει από το τυπογραφείο με κλονισμένη πλέον υγεία και αρχίζει να εργάζεται, ύστερα από απεγνωσμένη επιστολή του προς τον Ιωάννη Δαμβέργη, στο περιοδικό «Εβδομάς». Στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύει, στο πλαίσιο της σειράς «Ηπειρωτικαί Αναμνήσεις», ιστορική και εθνογραφική παρουσίαση των βλαχοφώνων περιοχών της Πίνδου με γενικό τίτλο: «οι Βλάχοι της Πίνδου» και ειδικούς τίτλους κατά κεφάλαια: Οι Καραγκούνοι, Σαμαρίνα, Ζαγόρι, Μαλακάσι. Η δημοσίευση, που γίνεται σταδιακά (24 συνέχειες), από Ιανουάριο μέχρι Αύγουστο, διακόπτεται, όταν επέρχεται δυσαρέσκεια μεταξύ Κρυστάλλη και Δαμβέργη. Ο Κρυστάλης εγκαταλείπει τη θέση του στο περιοδικό και αρχίζει να εργάζεται για τρεισήμισι δραχμές την ημέρα στην εταιρεία των Σιδηροδρόμων Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου. Η υγεία του επιδεινώνεται.
- Συμπράττει στη σύνταξη και την έκδοση της εφημερίδας «Φωνή της Ηπείρου» του Γ. Γάγαρη.
- Εκδίδει σε τόμο τη συλλογή «Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης». Εξουθενωμένος από την αδιάκοπη και σκληρή δουλειά, παίρνει άδεια και επισκέπτεται την ελεύθερη Ήπειρο, καθώς και την Αρκαδία. Όταν επιστρέφει, τον περιμένει η απόλυσή του. Η τύχη φαίνεται να του χαμογελά επιτέλους, όταν τέλη Νοεμβρίου, κερδίζει 2.500 δρχ. σε λαχείο. Αρχίζει να τυπώνει τα πεζογραφήματά του.
- Τον Ιανουάριο κυκλοφορεί ο τόμος «Πεζογραφήματα», τα τελευταία τυπογραφικά των οποίων ο συγγραφέας διόρθωσε στο κρεβάτι. Στις 30 Ιανουαρίου ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει εγκωμιαστική κριτική στο Άστυ. Στο μεταξύ, ο Κρυστάλλης εξακολουθεί να δουλεύει βασανιστικά το μεγάλο ποιμενικό ειδύλλιο που είχε αρχίσει την προηγούμενη άνοιξη, την «Γκόλφω» και από το οποίο στο τέλος, αφού εγκαταλείπεται η περιπετειώδης πλοκή και οι σχοινοτενείς διάλογοι και μονόλογοι, βγαίνει ο ψωμοπάτης. Στις 2 Μαρτίου, βαριά άρρωστος, φτάνει στην Κέρκυρα. Χωρίς ελπίδα ανάρρωσης, περνά στην Άρτα. Πεθαίνει στο σπίτι της αδελφής του Μαρίας στις 22 Απριλίου.
Για την ποίηση του Κώστα Κρυστάλλη έγραψαν οι:
- Γεωργία Λαδογιάννη, επικ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων: «Στις παρυφές της δραματικής γραφής ή η υπέρβαση του τραγουδιστή».
- Ερατοσθένης Καψωμένος. Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων: «Η σχέση φύσης – πολιτισμού στο ποιητικό σύμπαν του Κρυστάλλη».
- Στυλιανή Παντελιά, φιλόλογος, Διδάκτωρ Ν. Λογοτεχνίας: «Ο Κώστας Κρυστάλλης, ως «ποιητής πεζογράφος». Μια διευκρίνιση του κριτικού όρου».
- Γιώργος Μουστάκης. Ιστοριοδίφης: «Δύο γράμματα του Κωστή Παλαμά για τον Κρυστάλλη».
Μετά τον θάνατό του, τιμήθηκε όσο λίγοι ποιητές, γιατί ο Κ. Κρυστάλλης μίλησε στην ψυχή του λαού και το έργο του άντεξε στον χρόνο. Πολλές και συνεχείς εκδηλώσεις, όπως τα Κρυστάλλεια στο μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας. Σχεδόν όλες οι πόλεις, έχουν ένα δρόμο στο όνομά του ενώ υπάρχουν είκοσι επτά δρόμοι με το όνομά του στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Προτομές στήθηκαν στην Πεντέλη, στη Λάρισα, στα Γιάννενα, στο Συρράκο, στην Άρτα και τελευταία στην Πρέβεζα. Στην τελετή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του Κρυστάλλη στην Άρτα (22-4-1930), έργο του γλύπτη Θ. Θωμόπουλου, απηγγέλθη και το ποίημα «Κρυστάλλης» του Κωστή Παλαμά (φέρει την ημερομηνία 30-8-1928).
Όλα τα παραπάνω, αισθάνθηκα την ανάγκη να τα παρουσιάσω στο κοινό της Κοζάνης, και όχι μόνο, για τον λόγο ότι ο Κρυστάλλης ασχολήθηκε με τη ζωή της υπαίθρου, γνωρίζοντας από μικρό παιδί την προσφορά στην εθνική οικονομία των ανθρώπων που ασχολούνται με την καλλιέργεια της γης και την ενασχόληση με την κτηνοτροφία. Μόλις στα είκοσι έξι χρόνια, άφησε τούτο τον κόσμο, αλλά άφησε πίσω του τεράστιο έργο, με την ποίηση του και όχι μόνο. Ανάγκασε «γενεές γενεών» να ασχοληθούν με το έργο του, ακόμη και αυτούς που ασχολήθηκαν αρνητικά με το έργο του την εποχή εκείνη. Η κριτική ενάντια στον Κρυστάλλη εστιαζόταν κυρίως στο περιεχόμενο της ποίησής του, αυτό όμως δεν εμπόδισε τον ποιητή να καταλάβει μια σημαντική θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Εκτός από τα ποιήματα που έγραψε ο Κ. Κρυστάλλης, έγραψε και μια συλλογή διηγημάτων με μικρά αφηγηματικά έργα, όπως: «Η δασκάλα», «Τα μάρμαρα», «Το πανηγύρι της Καστρίτσας» κ.α.
Η παρουσίαση αυτή ας θεωρηθεί αφορμή να θυμηθούν όσοι γνωρίζουν τον βίο και το έργο του Κ. Κρυστάλλη και όσοι δεν τον γνώριζαν να εντρυφήσουν στον άνθρωπο και ποιητή Κ. Κρυστάλλη, ο οποίος έγραψε πριν από 122 χρόνια για τη ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου, οι οποίοι αιώνες τώρα εργάζονται για να προσφέρουν τα αγαθά που παράγουν σε όλους μας.
Τέλος, ευχαριστώ για την πολύτιμη συμβολή του τον εξ’ αγχιστείας συγγενή μου κ. Ιωάννη Δημητρούλα, συνταξιούχο δάσκαλο, από το χωριό Χουλιαράδες Τζουμέρκων Ηπείρου, και κάτοικο σήμερα Ιωαννίνων.