Όταν λέγαμε “φασούλια” στο χωριό εννοούσαμε πάντα τα φασόλια και σαν είδος αλλά και σαν φαγητό, αυτό της γνωστής στις μέρες μας φασολάδας.
Εμείς τα φασόλια μας τα σπέρναμε στην Σίστρα. Εκεί είχε ένα μεγάλο πχό (χωμάτινη δεξαμενή) σε ένα μέρος που πάντα νεροκρατούσε. Το νερό ήταν μπόλικο.Δεν υπήρχε ποτέ σειρά στο πότισμα, όπως συνέβαινε στο Μπούτσιουμο.
Τον Ιούνη μήνα αλλά και τον Ιούλη που την έχανες και που την έβρισκες την Γιάννινα ;Στην Σίστρα ήτανε. Βράδυ παρά βράδυ χωρίς καμιά απουσία. Για να ποτίσει τα ΄΄φασούλια΄΄της. ΄΄Έβαζε το νερό στ’ αυλάκι΄΄και όταν τα φασόλια χόρταιναν νερό, κοντά στα χαράματα,εκείνη έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής.
Τα φασόλια μας ήταν πάντα αυτό που λέμε σήμερα αναρριχώμενα. Στηρίζονταν δηλαδή σε ξύλα. Από βελανιδιά φτιαγμένα. Τάλεγαν “φασιλόξυλα”. Ήταν τόσο ανθεκτικά, που όταν ήθελες να απειλήσεις και να φοβίσεις κάποιον τούλεγες: “Φύγει απού δω ρα φουκαράμ μην πιάσω κάνα φασιλόξυλο και τσ μάις. Ακούς;”. Αυτά λοιπόν τα φασιλόξυλα, όταν μαζεύαμε τα φασόλια, τα στοιβάζαμε πάντα στην διχάλα της ιτιάς, που είχε τις ρίζες της στο μεγάλο αυλάκι , δίπλα απ’ τον μπαχτσέ μας. Και ήταν η ευλογημένη για πολύ καιρό λουλουδιασμένη, όπως μας λέει και το τραγούδι. Εκεί θα “στάθμευαν” όλο το χειμώνα μέχρι την επόμενη χρονιά.
Στα μέσα περίπου Αυγούστου τα φασόλια είχαν ήδη πάρει το κίτρινο χρώμα, σημάδι ότι “είχαν γίνει”. Τα μαζεύαμε σε πάνινα τσουβάλια και τα φορτώναμε στο γαϊδούρι, με προορισμό το σπίτι. Εκεί θα απλωνόταν στον ουβουρό (αυλή) του σπιτιού για να στεγνώσουν και μετά θα “στουμπίζουνταν” με μεγάλο λουστά ρ(ι) (ξύλινο λοστό). Στην συνέχεια θα λιχνίζονταν με κόσκινο για να πάρουμε τα ξερά φασόλια.
Σχεδόν δύο ολόκληρες κόκκινες λαγήνες γέμιζε κάθε χρόνο η Γιάννινα, η προκομμένη.
Κάθε χειμώνα μέχρι το 1960 περίπου η φασολάδα έβραζε σχεδόν μισή μέρα,Σ’ ένα καπνισμένο μαύρο τσουκάλι, σαν κι αυτό του ποιητή Γιάννη Ρίτσου.Μην πω και ακόμα πιο μαύρο.
Με τον καιρό όμως η “μπακούρα” και ο “τσέντζιρας” έκαναν στη άκρη το τσουκάλι και ανέλαβαν αυτά την δουλειά. Μα η νοστιμιά της φασουλάδας ήταν πάντα αξεπέραστη τόσο με το τσουκάλι όσο και με την μπακούρα και τον τσέντζιρα.
Αυτά τα φασόλια μαζί με τον εξάδελφό τους τον τραχανά μεγάλωσαν γενιές και γενιές στο χωριό. Έτσι ακριβώς μεγάλωσε κι η αφεντιά μου.
9