Στις μικρές κοινωνίες για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους οι άνθρωποι τους «κολλούσαν» παρατσούκλια. ΟΙ πόντιοι είχαν ιδιαίτερη ροπή στα παρατσούκλια, προνόμιο κυρίως ανδρικό. Τα παρατσούκλια ακολούθησαν τους κατοίκους του χωριού μου από τις χαμένες πατρίδες. Τα έφεραν στις αποσκευές τους και τα διατηρούν μέχρι και σήμερα. Είναι όλα τούρκικα και ανάγονται πολύ πίσω στα χρόνια που δεν υπήρχαν ληξιαρχεία και επίθετα. Θα παραθέσω έναν κατάλογο με σεβασμό στην μνήμη όσων τα έφεραν κάποτε, αλλά και σε αυτούς που τα φέρουν μέχρι τώρα. Απέδιδαν πολλές φορές ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ή μια επαγγελματική ιδιότητα. Ελάχιστες γυναίκες είχαν παρατσούκλια, αναφέρω ενδεικτικά μερικά από αυτά: Τσινίκα, cini, σημαίνει το χρωματιστό τούβλο, κολοθάβα από το κολόθ που είναι το στρογγυλό ψωμί και την σλάβικη κατάληξη –άβα και η κοκυμελού από το αντίστοιχο δαμάσκηνο, το κοκύμελο. Η πουπούλα, πιθανόν από το πούπουλο, για γυναίκες χοντρούλες, αλλά αεράτες.
Κάποια από αυτά ήταν δηλωτικά κάποιου σωματικού χαρακτηριστικού. Ο Σίσκο από την τουρκική λέξη Sisko που σημαίνει ο παχύσωμος άνθρωπος, Κουτσούκς από το περσικό kucuk που σημαίνει μικρός, κοντός. Μάβιλης, mavi αραβοτουρκικό και σημαίνει γαλάζιος. Τζιλέας πιθανόν από το cil, νέος ,στιλπνός. Κακούλτς, Kakul είναι περσικό και σημαίνει σγουρομάλλης. Κελέκς Kelech ο ψωριάρης, ο κασιδιάρης. Κουρούκς, kirik είναι ο κομματιασμένος, συντριμμένος Καρτσίλτς από το καρτσίλ (πετρόψαρο), φυσίλτς, ο αλλήθωρος. Τσαχούρτς ο γαλανομάτης και τσαχούρα η γαλανομάτα.
Αλλά δηλώνουν επαγγέλματα, όπως ο Τερμεντζής, σιδηρουργός, τσιλιγκίρτς, από το τούρκικο jilingir ο κλειθροποιός.
Κάποια άλλα είναι δηλωτικά οικονομικής κατάστασης, όπως Κοκότσης kokoz, ο αγαθός μου γείτονας που πάντα μου έφερνε μέσα στο καπέλο του τα κίτρινα εκείνα δαμάσκηνα που ακόμα έχω την γεύση τους στο στόμα μου, σημαίνει ενδεής, φτωχός. Κορτέλτς, kortel είναι το κουρέλι . Παγκανότσς, από το ιταλικό banchiere που σημαίνει τραπεζίτης. Ιγκιλιζ παραπέμπει στο English και συγκεκριμένα στις εγγλέζικες λίρες ,προφανώς κάποιος πρόγονος τους είχε αδυναμία στις εγγλέζικες λίρες.
Άλλα πάλι δήλωναν καταγωγή, όπως ο Σαντάλτς, ο καταγόμενος από την Σάντα, ο Σινέκς από την Σίδα, χωριό της Χαλδίας.
Μερικά προέρχονται από άλλες γλώσσες πέραν της τουρκικής. Ο Ταλτούρτς από το λατινικό daldirma (βύθιση) είναι ο τσαλαβούτας, άλλος συγχωριανός μας της πρώτης γενιάς ποντίων απεκαλείτο ο Λετίντς, γιατί ήξερε λίγα λατινικά και φρόντιζε πιθανόν να τα επιδεικνύει. Ο φερλάχς από το fellah φελάχος, μεταφορικά εδώ σήμαινε τον ακατάστατο. Αλαμάντς – Αλατσάμης από το αραβικό alimallah που σημαίνει μάρτυς μου ο θεός.
Κάποια άλλα από φαγητά, ο χασιλάς, ο κορκοτάς ή από πτηνά, ο πόκορας από το χόχορας που στα ποντιακά σημαίνει κουκουβάγια.
1 comment
Γιώτα, γεια σου. Καλή η εργασία σου. Διαφωνώ μόνο με το ‘Τερμεντζή”. Δεν είναι σιδεράς, αλλά μυλωνάς, από τερμέν (termen)= μύλος. Ο σιδεράς λέγεται δεμερτζής και ντεμιρτζης από το ντεμίρ (demir)= σίδερο.