Διάβασα στον τοπική εφημερίδα «Πρωϊνός Λόγος», όπου δημοσιεύω τα άρθρα μου, να αναφέρεται το κτήμα BioYgeia «Το Βαντσιώτικο Πράσο». Αυτό μου έφερε στη μνήμη κάποια άλλη εποχή, προ εξήντα ετών και πλέον, όταν οι νοικοκυρές φρόντιζαν να έχουν πράσα το χειμώνα. Είναι χρήσιμο να το περιγράψουμε, για να μαθαίνουν οι νέες γενιές πώς ασχολούνταν οι μανάδες και οι γιαγιάδες για το φαγητό και πώς προετοιμάζονταν για το χειμώνα.
Το καλοκαίρι παρασκεύαζαν τον τραχανά και τα πέτουρα (χυλοπίτες)και γέμιζαν από έναν γκαζοτενεκέ, για να έχουν όλον τον χειμώνα. Το πρωί τραχανά-παπάρα τρώγαμε και πηγαίναμε στο σχολείο. Και όπως όλοι γνωρίζουν, την 14ηΝοεμβρίου,γιορτή του Αϊ-Φίλ’ππα, φτάνουμε σε λίγες μέρες, είμαστε στο Νοέμβριο, έβαζαν στο καδί λάχανα από τη Βάντσα, για να γίνει η αρμιά για τα γιαπράκια των Χριστουγέννων. Πέρα από τα γιαπράκια, μαγείρευαν με το λάχανο της αρμιάς και με χοιρινό σε πήλινο στρογγυλό αγγιό (κατσαρόλα)πολύ νόστιμο φαγητό. Σχετικά με τα πράσα που αναφέραμε, προτού κάνει κρύο και χιονίσει, αγόραζαν οι νοικοκυρές πράσα από τη Βάντσα. Τα σπίτια τότε τα περισσότερα είχαν αυλή (νουβουρό), με δένδρα και μπαχτσέ (κήπο) με λουλούδια. Έσκαβαν λοιπόν οι νοικοκυρές σε μέρος του μπαχτσέ, έβαζαν στο βάθος του ορύγματος, να το πω έτσι, τα πράσα με τα κοτσάνια (βολβούς)και τα σκέπαζαν με το χώμα, ενώ προεξείχαν οι ουρές τους, δηλαδή φύλλα που είναι σπαθάτα. Όταν χιόνιζε βλέπαμε να καλύπτονται τα φύλλα από χιόνι χωρίς να επηρεάζονται όμως τα πράσα που ήταν φυτεμένα στο χώμα. Όταν ήθελε η νοικοκυρά να μαγειρέψει έπαιρνε όσα πράσα της χρειάζονταν, που ήταν βέβαια φρεσκότατα και όχι παγωμένα. Και ξανασκέπαζε τα υπόλοιπα με το χώμα. Το μαγείρεμα γινότανε με χοιρινό κρέας και σε πήλινη κατσαρόλα, για να είναι «νουστ’μότερο».
Το χοιρινό κρέας βέβαια ήταν από οικιακό γουρούνι. Εκείνα τα χρόνια, ιδιαίτερα στην κατοχή, κάθε οικία που είχε «νουβουρό» κατασκεύαζε για οικόσιτα ζώα κοτέτσι, όπου έβαζαν και το γουρούνι και τα τάϊζαν καλαμποκάλευρο. Επίσης, το ίδιο έκαναν και το Πάσχα, τότε όμως έπαιρναν αρνάκια. Τα πηγαίναμε εμείς οι μικροί στον Άγιο Αθανάσιο ή στις «Λούνις» για βοσκή, όπου τότε δεν υπήρχε κανένα σπίτι αλλά μόνον χωράφια και μάλιστα πολύ παραγωγικά. Λόγω των πολλών νερών της βροχής που κατέληγαν εκεί και των υπονόμων της Κοζάνης, που επίσης περνούσε από εκεί, «τ’ Διμισκή του πηγάδ’» ήταν το σημείο αναφοράς.
Έσφαζαν λοιπόν το γουρούνι προ των Χριστουγέννων και το τεμάχιζαν ως εξής. Αφαιρούσαν πρώτα το λίπος, το λιώνανε στη φωτιά και μάζευαν τη λίγδα σε γκαζοτενεκέ, την οποία χρησιμοποιούσαν για τις πίτες και για το φαγητό, καθώς επίσης μας βάζανε επάνω στις φιλίτσες (φέτες) από ψωμί και τρώγαμε το δειλινό. Στη συνέχεια, κόβανε το κρέας σε μεγάλα κομμάτια, τα τοποθετούσαν στο καδί, έβαζαν επάνω μια μπιστιρά (πέτρα) σκληρή και το κατέβαζαν στο μπουντρούμι (υπόγειο) με θόλο, που διατηρούσε τη φυσική του κατάσταση και δεν χαλούσε. Έβγαζαν από κει κομμάτια χοιρινό και μαγείρευαν. Επίσης, από το χοιρινό αυτό φτιάχναν και τα λουκάνικα, τα οποία κρεμούσαν στις γριντιές (δοκάρια στο χαϊάτι), που ήταν ημιυπαίθριος χώρος μπροστά από την είσοδο του σπιτιού, για να στεγνώσουν. Τα υλικά ήσαν γνήσια και νόστιμα. Στις γριντιές κρεμούσαν και τις φούντες με τα σταφύλια μετά τον τρύγο, αυτά που είναι φαγώσιμα, για να στεγνώσουν, και κάνανε γλυκό του κουταλιού σταφύλι, που ήταν επίσημο κέρασμα. Το κεφάλι του γουρουνιού και τα πόδια τα έφτιαχναν πατσά. Δεν πήγαινε τίποτα χαμένο από το γουρούνι.
Ο πατσάς μου θύμισε την Κατοχή, μια σκοτεινή περίοδο, προ ογδόντα ετών. Το 1942 οι Γερμανοί είχαν καταλάβει το 1ο Δημοτικό σχολείο, στο οποίο φοιτούσα και το οποίο ανήκε στη γειτονιά του. Πίσω από το Δημοτικό υπήρχε ένα γκαράζ της Μητρόπολης, όπου σήμερα στεγάζονται τα γραφεία της Μητρόπολης. Στον χώρο αυτό οι Γερμανοί σκότωναν τα γουρούνια με πιστόλι και το κεφάλι και τα πόδια τα πετούσαν. Εμείς οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς, που ήμασταν εκεί και παρακολουθούσαμε πως σκότωναν τα γουρούνια, μαζεύαμε τα κεφάλια και τα πόδια και τα πηγαίναμε στο σπίτι, για να κάνει η μάνα μας πατσά. Τρώγαμε δύο-τρεις μέρες! Ήταν «μάνα εξ Ουρανού» εκείνα τα χρόνια, και επειδή οι Γερμανοί μας άφηναν να τα πάρουμε, τους λέγαμε «ντάνγκεσιέν», για να τους ευχαριστήσουμε τρόπο τινά και να μη μας διώξουν και χάσουμε τον πατσά.
Να ξαναγυρίσω στα πράσα. Το μαγειρεμένο φαγητό πράσα με χοιρινό τραβούσε μαύρο κρασί. Ου πάππους κάθονταν στο μιντιρλίκ’, «στην κόχη μου» έλεγε, που ήταν στου Βαστχιάτ’κου νουντά και σε μία πλευρά ήταν η μισάντρα και στη γωνία ο αργαλειός που ύφαινε η μπάμπου. Ο πάππους που κάθονταν δίπλα στην πρασιά στο τζάκι, είχε την κούπα με μαύρο κρασί, τσιμπούσε μι τ’ τσιμπίδ’ τη ζιάρ (χόβολη), για να ανανεωθεί η φωτιά στην πρασιά. Το θερμάρ’ κρεμόταν με αλυσίδα εσωτερικά στο τζάκι, για να έχουν ζεστό νερό. Ου πάππους τηρούσιν από το παράθυρο, που εξωτερικά είχε σιδερόβεργες, που ήταν απέναντί του και έβλεπε στον νουβουρό, να ρίχν’ πυκνό το χιόνι σαν όπλατις. Η νύφη πήγαινε κι ερχόταν, γεμίζοντας την κούπα κρασί κι ου πάππους τσάκ’ζ’ ψίχα τον ύπνου. Ωραία εποχή, απλή, ήρεμη, ανέμελη και ασκανδάλιστη. Την αναπολούμε από τις αφηγήσεις της γιαγιάς και του παππού μας και από όσα προλάβαμε να δούμε κι εμείς.
Τα πράσα έφθασαν μέχρι την Αυστραλία. Όταν πήγα στην Αυστραλία το 1993 και το 1995, επισκέφτηκα και το Σίδνεϋ, εκτός από τη Μελβούρνη και την Αδελαΐδα. Στο Σίδνεϋ έδρευε διοίκηση της Παμμακεδονικής Ένωσης, με πρόεδρο τον αείμνηστο φίλο Λευτέρη Σιούστη από την Αιανή. Με πήγαν σε μία ταβέρνα, όπου η ιδιοκτήτρια ήταν από την Πάνω Βάντσα. Στο τέλος μας προσέφεραν τυρόπιτα που είχε μέσα πράσα και ήταν πολύ νόστιμη. Είπα τότε στην ιδιοκτήτρια ότι η νοστιμιά προέρχεται από τα πράσα και ρώτησα, μήπως τα πράσα είναι από τη Βάντσα! «Ναι», μου λέει, «από τη Βάντσα τα παίρνουμε»! Άρα τα πράσα τα Βαντσιώτικα έφθασαν στην Αυστραλία, στην Πέμπτη Ήπειρο, την Ωκεανία, και θεωρούνται παγκόσμιο θρεπτικό φαγώσιμο. Έχω πληροφορηθεί ότι ο γιος της Βαντσιώτισσας έχει ανοίξει εστιατόριο στο κέντρο του Σίδνεϋ και κάνει χρυσές δουλειές με μεγάλη πελατεία. Καιρός είναι να πάνε τα πράσα στην Αμερική και στον Καναδά, όπου υπάρχουν πολλοί Κοζανίτες που έχουν και συλλόγους.
Ας ετοιμαζόμαστε κι εμείς σιγά-σιγά για τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα και δεόμεθα ο όσιος Νικάνωρ να μας σώσει από τον κορονοϊό, όπως μας έσωσε το 1918 από τη γρίπη
Γιάννης Κορκάς