Για τους περισσότερους στον ελληνικό χώρο, η Τρίτη της 29ης Μαΐου του 1453 είναι η αποφράδα ημερομηνία ενός φοβερού και μη αναστρέψιμου χτυπήματος για μια αλησμόνητη Πόλη σε έναν πόλεμο πολιτικής και όχι θρησκευτικής κυριαρχίας της Οθωμανικής ημισελήνου. Κατά την άποψή μας, η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη.
Η πρώτη παρατήρηση που θα μπορούσε να κάνει κανείς είναι, πώς κατάφερε να περάσει μέσα από τους αιώνες στη συνείδηση των νεοελλήνων μια πόλη αλησμόνητη, με κεφαλαίο «Π» χωρίς αμφισβήτηση για καμία άλλη πόλη, μη υπολογίζοντας πολλές φορές ένα παρελθόν ένδεκα αιώνων. Για την ακρίβεια, του μακροβιότερου μέσα στον χρόνο ιστορικά πολιτειακού και πολιτισμικού μοντέλου που πέρασε την ευρωπαϊκή συνέχεια του Ελληνισμού στον σύγχρονο κόσμο.
Το δεύτερο, είναι το χτύπημα της Δ΄ σταυροφορίας το 1204 με την κατάληψη της Πόλης και που θεωρείται ως καταλύτης του 1453. Λησμονείται κι εδώ όμως η ανακατάληψη του 1261 από τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο και μάλιστα από την ευρωπαϊκή δυτική μεριά των τειχών όπως και στην άλωση του 1453, καθόλου τυχαία βέβαια. Η θάλασσα αποτελούσε και αποτελεί για τη στρατηγική ευρωπαϊκή γωνία της Πόλης το φυσικό εμπόδιο σε κάθε λογής εχθρική διάθεση μέσα στους αιώνες. Το στοιχείο του αρμυρού νερού που ουσιαστικά την καθιστούσε απόρθητη. Ειδικά στην περίπτωση του 1453 οι Οθωμανοί δεν θα μπορούσαν να φθάσουν στα τείχη αν δεν είχαν πέσει για ιστορικούς λόγους και ευθύνες προσωπικών πολιτικών φιλοδοξιών ηγεμόνων που δεν είναι του παρόντος, τα θρακικά κάστρα δυτικά της Πόλης με κυρίαρχο αυτό του Διδυμοτείχου. Και στο 1204 είναι έντονο το θρησκευτικό στοιχείο αφού ήδη προ δύο αιώνων έχουμε το οριστικό σχίσμα του 1054. Έως το 1453 έγιναν δεκατρείς αποτυχημένες ενωτικές προσπάθειες οι οποίες συνεχίζουν, όπως λένε, μέχρι τις ημέρες μας με θεολογικό διάλογο αμφοτέρων των μερών. Ευχή και προσευχή όλων των καλοπροαίρετων χριστιανών να ευοδωθεί το ποθούμενο όσο κι αν η πορεία φαίνεται να είναι μακρά και δύσκολη. Ήδη μετά από τη λεγόμενη άρση των αναθεμάτων το 1964 μονότροπα δίχως η δυτική πλευρά να κάνει πίσω ούτε πόντο, οκτακόσια χρόνια μετά, το 2001, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄ στη συνάντηση του στην Αθήνα με τον τότε Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, εξέφρασε τη λύπη του για τις ωμότητες των Σταυροφόρων το 1204. Το 2004 ο Πάπας ζήτησε «Συγγνώμη» και από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στη συνάντηση τους στο Βατικανό. Αυτά, για την Ιστορία.
Το τρίτο χτύπημα στην Πόλη αλλά και σε ολόκληρη την αυτοκρατορία που λησμονείται σχεδόν εντελώς, διήρκεσε από το 726 έως το 843 και συντάραξε συθέμελα όλο το αυτοκρατορικό οικοδόμημα. Αυτό, κατά την άποψή μας θα πρέπει να θεωρείται όχι μόνο στη σειρά, το πρώτο. Την εικονομαχία και το εικονοκλαστικό μοντέλο που εισήγαγε, τη θυμόμαστε επετειακά την Α΄ Κυριακή των νηστειών, στην Κυριακή της Ορθοδοξίας, ωσάν πάντοτε τα πράγματα να ήταν στο θέμα των εικόνων όπως τα ζούμε σήμερα χωρίς να ανησυχούμε και να προβληματιζόμαστε όταν ακόμη και επίσημες φωνές θέτουν «απαλά» θέμα αποκαθήλωσης θρησκευτικών συμβόλων και εικόνων με το πρόσχημα της αντιρατσιστικής πολιτικής υπέρ αλλοθρήσκων μειονοτήτων. Για τον χριστιανικό κόσμο, η εξεικόνιση Θείων προσώπων αποτελεί κυρίαρχη οντολογική ανάγκη παραπέμποντας ευθέως προς το Πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού με την αδιαίρετη Θεία και ανθρώπινη φύση Του.
Η πρώτη ξεκάθαρη πράξη του Λέοντα Γ΄ εναντίον της λατρείας των εικόνων εκδηλώθηκε το 726, έπειτα από παρότρυνση των εικονομάχων επισκόπων της Μικράς Ασίας. Οι ανεικονικές αντιλήψεις ήταν πολύ διαδεδομένες στους αγρότες της γειτονικής με το κράτος επικράτειας. Ήδη πρόβλημα προϋπήρχε από το 622 με την εμφάνιση της νέας αραβικής θρησκείας του Ισλάμ, η αυτοκρατορία όμως στρατηγικά το υποβάθμισε. Οι Ίσαυροι φαίνεται ότι είχαν κάθε λόγο να ευνοήσουν τους πληθυσμούς αυτούς, από τους οποίους επανδρώνονταν οι θεματικοί στρατοί και σήκωναν το κύριο βάρος της άμυνας των συνόρων. Η εικονομαχική κίνηση εκεί σχηματίζει ένα ισχυρό ρεύμα με επικεφαλής ανώτερους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους της περιοχής, όπως ο μητροπολίτης Κλαυδιουπόλεως Θωμάς και ο επίσκοπος Νακωλείας Κωνσταντίνος, τον οποίο οι ορθόδοξοι Βυζαντινοί ονόμασαν «αιρεσιάρχη». Η εικονοκλαστική επικράτηση ως θρησκευτικό ιδεολόγημα αποδείχτηκε η μεγαλύτερη και πιο επικίνδυνη για τον Χριστιανισμό παναίρεση τότε. Τα ανατριχιαστικά αποτελέσματα σε επίπεδο πράξεων βαρβαρότητας τα βλέπουμε πλέον ζωντανά από τα ΜΜΕ και δεν αποτελούν κάτι το νέο. Διαχρονικά, με περιόδους υφέσεων και εξάρσεων κυριαρχούν.
Σε τελική ανάλυση, τα τρία σοβαρά αυτά χτυπήματα εναντίον της Ρωμανίας μπορούν να ταξινομηθούν γεωστρατηγικά μέσα στον χρόνο με βαθμό σπουδαιότητας χωρίς απαραίτητα να αποτελούν τριάδα αλληλένδετη. Άλλωστε είναι γνωστό ότι μετά το 1453 ο Ελληνισμός της Πόλης και της Μικρασίας δεν τούρκεψε ποτέ όσο κι αν υποδουλώθηκε. Γενοκτονήθηκε όμως φρικτά στις αρχές του 20ου αιώνα. Έτσι, το πρώτο και ισχυρότατο χτύπημα θεωρούμε ότι είναι αυτό του 8ου και 9ου αιώνα όχι μόνο λόγω της μεγάλης του διάρκειας ούτε λόγω του αίματος που χύθηκε από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Αίμα πολύ έρευσε και στα δύο άλλα. Το μεγάλο του χαρακτηριστικό είναι ότι τουλάχιστον πολιτισμικά, η αυτοκρατορία έχανε τον διαχρονικό προσανατολισμό της. Άλλαζε μορφή. Πέθαινε.
Αν το εικονοκλαστικό μοντέλο κυριαρχούσε τον 9ο αιώνα, δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία οι επόμενοι να θρηνήσουν την κατεχόμενη Πόλη του 1453 και του 2017, διότι θα ήταν απλώς πόλη. Ούτε να οραματίζονται το αδιανόητο της απελευθέρωσης.
*Ο Α.Σαραντίδης είναι δάσκαλος στην Καβάλα και πολιτικός επιστήμων
Τα τρία χτυπήματα ( ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Κ. ΣΑΡΑΝΤΙΔΗ)
78