Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Τέσσερις ταινίες του 20ου αιώνα που είναι πιο επίκαιρες από ποτέ. Γράφει για τους ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΥΣ ο Ιάσων Γαβριηλίδης.

0 comment 8 minutes read

 

 

Εδώ και είκοσι ημέρες διανύουμε πλέον την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η μεταμοντέρνα εποχή, οποία καλλιτέχνες και διανοητές των προηγούμενων δύο αιώνων οραματίστηκαν ως ένα μέλλον ονειρικό ή ζοφερό και δυστοπικό αποτελεί πλέον το παρόν. Από τον Ιούλιο Βερν μέχρι τον Τζόρτζ Όργουελ και τον Άλντους Χάξλεϋ και από τις χολιγουντιανές ταινίες επιστημονικής φαντασίας μέχρι τον Φράνσις Φουκουγιάμα και το Τέλος της Ιστορίας η νέα εποχή επιβεβαίωσε ή διέψευσε προβλέψεις. Ίσως τα ταξίδια στο διάστημα να μην προχώρησαν και αυτά στο χρόνο να μείναν (προς το παρόν;) ανεκπλήρωτα, η «παγκοσμιοποίηση» και η αποκαθήλωση των ιδεολογιών, η νανοτεχνολογία, οι πόλεμοι με τους αόρατους εχθρούς (από την τρομοκρατία μέχρι το νέο κορονο-ίο) είναι πέρα για πέρα αληθινές καταστάσεις της καθημερινότητας μας. Ο 20ος τελείωσε πριν καταφέρουμε να συνέλθουμε από τα πολλαπλά σοκ που προκάλεσε και καθώς η μία εποχή διαδέχεται την άλλη και έρχεται ως γέννημα της προηγούμενης, ο προηγούμενος αιώνας που ακόμα ζούμε στις συνέπειες του παραμένει παρόν. Με αφορμή τα παραπάνω κάνουμε μια σύντομη αναφορά σε μερικά παραδείγματα από την κατεξοχήν μορφή τέχνης του 20ου αιώνα, τον κινηματογράφο, που υπήρξαν προφητικά στην εποχή τους και για αυτό σήμερα είναι πιο επίκαιρα από ποτέ.

Εν αρχή, μία ταινία που ξεπηδά από το μαγικό κόσμο ενός από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κινήματα του 20ου αιώνα, τον ευρωπαϊκής καταγωγής και εμπλεκόμενο σε πολλές μορφές τέχνης, Σουρεαλισμό. Την είδα πρώτη φορά στα δεκαπέντε μου. Για να την καταλάβω χρειάστηκε να μυηθώ στον κόσμο του ευρωπαϊκού και του καλλιτεχνικού σινεμά. Στο μεταξύ ήρθε και η επαφή με το σουρεαλισμό, σταδιακά και από ποικίλες οδούς. Στο πανεπιστήμιο, στο μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης διδάχτηκα για το καλλιτεχνικό αυτό κίνημα και τον μεγάλο δημιουργό. Μια δεκαετία μετά την πρώτη επαφή με την ταινία (και από τις πρώτες μου επαφές με το ευρωπαϊκό σινεμά) παρακολούθησα ξανά, σαφώς με διαφορετική ματιά και με άλλα εργαλεία, τη θρυλική και εμβληματική Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας.

Η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας
/Le Charme Discret De La Bourgeoisie ( 1972)

 

Ο Λουίς Μπουνιουέλ είναι ο πατέρας και κατεξοχήν εκφραστής του σουρεαλισμού στο σινεμά και ένας από τους σημαντικότερους σουρεαλιστές εν γένει. Το 1972 ο μεγάλος Ισπανός κινηματογραφιστής γυρίζει στη Γαλλία μια καθαρά υπερρεαλιστική σάτιρα-λίβελο κατά της αστικής τάξης και της ηθικής της. Ο σουρεαλισμός πλέκεται εξαιρετικά με τη διακωμώδηση και με μια βαθειά και συμβολική ειρωνεία αποδομεί το κυρίαρχο κοινωνικό-οικονομικό υποκείμενο της εποχής μας. Η αστική τάξη και όλο το υποκριτικό εποικοδόμημα που τρέφεται από αυτήν και αποτελεί παράλληλα υποστήριγμα και άλλοθι της μπαίνουν στο στόχαστρο του αναρχικού Μπουνιουέλ και γίνονται γυαλιά καρφιά. Μερικοί χαρακτηριστικοί τύποι της άρχουσας τάξης, με τη συνοδεία των συζύγων τους, μέσα στην αμοραλιστική κατά βάθος και ψευδεπίγραφα καθωσπρέπει επιφάνεια τους, επιχειρούν να δειπνήσουν μαζί και στην προσπάθεια τους αυτή έρχονται αντιμέτωποι με μία σειρά διασκεδαστικών και άκρως σουρεαλιστικών συμβάντων που ξεγυμνώνουν της υποκρισία και τη διαφθορά, τη διαπλοκή της εξουσίας του χρήματος με το νόμο, το έγκλημα και την Εκκλησία.

Ένα χρόνο αργότερα, ο Ιταλός Μάρκο Φερέρι συνεχίζει (θα μπορούσαμε να πούμε) από εκεί που σταμάτησε ο Μπουνιουέλ, ζουμάροντας στο γεγονός που αποτελεί την αφορμή του Μπουνιουέλ. Το 1973, και πάλι στη Γαλλία γυρίστηκε το άκρως εικονοκλαστικό Μεγάλο Φαγοπότι. Εδώ μια παρέα μεσοαστών ανδρών καταφέρνει να πραγματοποιήσει ένα συμπόσιο χωρίς επιστροφή. Η πλήρης εξαθλίωση του σύγχρονου υλισμού και των ανθρώπων που κενοί κάθε νοήματος παραδίδονται σε ένα ασύδοτο φαγοπότι μέχρι τελικής πτώσης. Με τον πυρήνα της ταινία να δίνεται στο μηδενιστικό αφορισμό πως καθετί εκτός από το φαγητό είναι επιφαινόμενο, οι μεσήλικες φίλοι κλείνονται σε μια αρχοντική μονοκατοικία και παραδίδονται στο χορτασμό των ζωωδών ενστίκτων τους μέχρις θανάτου. Ακόμη και οι πόρνες που προσκαλούν, απηυδισμένες αποχωρούν.

Το φαγητό από μέσο συντήρησης της ζωής μετατρέπεται σε εργαλείο θανάτου για τους ήρωες αυτής της ιστορίας που μέσα από την σκωπτική χλεύη της προς τον υλισμό αποπνέει μια σκοτεινή κραυγή του σύγχρο-νου βολεμένοι και αποκτηνωμένου στην τελική ανάλυση ανθρώπου που απογοητευμένος και ανικανοποίητος παραιτείται από την ίδια τη ζωή μέσα από την παράδοση στο χορτασμό της ύλης. Ο σουρεαλισμός παραχωρεί τη θέση του στο σαρκαστικό συμβολισμό και την προβοκατόρικη αφήγηση του Φερέρι που πραγματικά καταφέρνει να κάνει το φαγητό να φανεί αηδιαστικό και αποτρόπαιο.

Το Μεγάλο Φαγοπότι/ La Grande Bouffe. (1973)

Σε παρόμοιο ύφος με την ταινία του Φερέρι κινείται και η ταινία που γύρισε το  1978 ο Νίκος Παναγιωτόπουλος βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλμπέρ Κοσερί. Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας αφηγούνται την ιστορία ενός πατέρα και των τριών γιων του που κληρονομούν μια μεγάλη περιουσία και αποσύρονται από τη ζωή και αφήνονται στην επανάπαυση, τη νωθρότητα και την οκνηρία του πλούτου. Ζώντας αποκομμένοι μέσα στην πολυτελή οικεία τους, χάνουν κάθε ενδιαφέρον και κάθε ζωτικότητα. Ικανοποιώντας οριακά τις βασικές ζωτικές ανάγκες παραδίδονται κυριολεκτικά σε έναν ατελείωτο ύπνο, ο οποίος λειτουργεί συμβολικά μέσα στην ταινία για να παρουσιάσει την αποχαύνωση που μετατρέπει σε μάταιη και ανούσια μια ύπαρξη, έως ότου αυτή αγγίξει ουσιαστικά την ανυπαρξία. Ο Παναγιωτόπουλος δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα που εκφράζει απόλυτα το μήνυμα του έργου, δηλαδή την αδράνεια και την τελμάτωση των βολεμένων. Η τεμπελιά και ο υλισμός σταδιακά μετατρέπονται σε πλήρη αδράνεια. Η μόνη κινητοποίηση που μπορεί να υπάρξει είναι για να αποτρέψει κάθε πρόθεση ή προσπάθεια απόδρασης από αυτό το ζοφερό και πνιγερό τέλμα.

 

Η πολιτικοποιημένη και προβληματισμένη δεκαετία του 1970 έδωσε αυτά τα τρία χαρακτηριστικά κινηματογραφικά έργα που με κριτική ματιά και διάθεση αμφισβήτησης στέκονται απέναντι σε μία τάξη πραγμάτων και το βασικό υποκείμενο της, σε μια ηθική και πολιτισμική κατάσταση που κάτω από την εξωραϊσμένη και μοντέρνα επίφαση της είναι μια απάνθρωπη και νοσηρή αντιστροφή των όσων ευαγγελίζεται.

Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας (1978)

Όμως η πραγματική ολοκλήρωση του ιδεατού αυτού κύκλου, η κορύφωση του κρεσέντου έρχεται από την προηγούμενη δεκαετία. Το 1967, προοιωνίζοντας το Μάη, ο πάπας του μοντέρνου σινεμά, η ναυαρχίδα του γαλλικού Νέου Κύματος, ο καλλιτέχνης-πολιτικός διανοούμενος Ζαν Λυκ Γκοντάρ γύρισε το Week-end. Εδώ δεν πρόκειται για μια χλεύη ή σκληρή κριτική του αστικού πολιτισμού και της τάξης που τον γεννά και υπερασπίζεται. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μια δυνατή γροθιά στην ηθική και την ιδεολογία των αστών. Με την ταινία αυτή, o Γκοντάρ εκθεμελιώνει και ανατινάζει εκ βάθρων την αστική τάξη. Με ένα φόρο τιμής στο σουρεαλισμό και τον ίδιο το Μπουνιουέλ και με ποικίλες αναφορές στην Πολιτική, την Τέχνη και την Ιστορία φωνάζει δυνατά το τέλος ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού. Αποδομεί ολόκληρη τη σύγχρονη κοινωνία, ξεκινώντας από το θεμέλιο της, την οικογένεια, φτάνει στην φυσική εξόντωση των πολιτών που κείτονται στους αυτοκινητοδρόμους δίπλα στα φλεγόμενα Ι.Χ. τους, σύμβολα του ατομισμού και της αφθονίας. Η μονογαμική οικογένεια, οι συμφεροντολογικές σχέσεις μεταξύ συζύγων ή και γονέων-τέκνων, η αδιαφορία για τον διπλανό σου στην πόλη ή στο δρόμο, το ατομικό συμφέρον και τέλος τα τέκνα της κοινωνίας που στρέφονται ενάντια σε αυτή την ίδια που τους γέννησε κανιβαλίζοντας τη μέσα από ένα αντάρτικό χωρίς συγκεκριμένη στοχοθεσία, πέρα από την καταστροφή του υπαρκτού.

Το Week-end περιέχει πολλά στοιχεία από τις άλλες τρεις ταινίες, τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και ύφους. Παρότι προηγήθηκε χρονικά θεωρούμε πως μάλλον έρχεται ύστατο σε μια σειρά προτεραιότητας σε σχέση με τις άλλες τρεις. Η παραπάνω παρουσίαση δεν έχει αξιολογικό χαρακτήρα, από το λιγότερο καλό προς το περισσότερο ή αντίστροφα. Οι τρεις πρώτες μπορούν να παρακολουθηθούν με χρονολογική σειρά, καθώς η δεύτερη φαίνεται να εστιάζει ή συνεχίζει στο θέμα της πρώτης με μια άλλη ματιά και η τρίτη θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μια άλλη πτυχή της δεύτερης. Η τελευταία πάντως έρχεται τελευταία καθώς χωρίς να ανατρέπει ή να μειώνει επ’ ουδενί το περιεχόμενο και την αξία των άλλων εστιάζει στο ζήτημα της κριτικής στο σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό με μια ματιά πιο συνολική ως προς τον ισοπεδωτισμό της. Άλλωστε κάθε μία από αυτές είναι ένα ανεξάρτητο και ολοκληρωμένο έργο με την ιδιαίτερη αξία της αισθητικής και του στίγματος του δημιουργού της. Η συμπερίληψη τους σε αυτό το αφιέρωμα είναι καθαρά πρωτοβουλία του γράφοντος και ουδέποτε υπήρξε πρόθεση συναγωνισμού ή ανταγωνισμού των δημιουργών και των έργων, είτε από πλευράς τους, είτε από δικής μας.

Week-end (1967)

 Ιάσων Γαβριηλίδης.

https://eleytheroipoliorkimenoi.wordpress.com/2021/01/19/%cf%84%ce%ad%cf%83%cf%83%ce%b5%cf%81%ce%b9%cf%82-%cf%84%ce%b1%ce%b9%ce%bd%ce%af%ce%b5%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-20%ce%bf%cf%85-%ce%b1%ce%b9%cf%8e%ce%bd%ce%b1-%cf%80%ce%bf%cf%85-%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b1/

Leave a Comment

Ταυτότητα Ιστοσελίδας:
Σαλακίδης Ιωάννης – Ατομική Επιχείρηση

ΑΦΜ: 046450157, ΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Δ/νση Έδρας: Ζαφειράκη 3, ΤΚ 0100 Κοζάνη

Email: info@efkozani.gr

Τηλ. 24610-25112

Ιδιοκτήτης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής: Σαλακίδης Ιωάννης

Διευθύντρια Σύνταξης: Μαρία Τσακνάκη

Διαχειριστής: Σαλακίδης: Ιωάννης

Δικαιούχος του ονόματος τομέα (domain name): Σαλακίδης Ιωάννης

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00