Θα ήθελα να χαμογελάσω από ικανοποίηση, ευγνωμοσύνη και υπερηφάνεια, βλέποντας όλο και περισσότερες ελληνικές σημαίες να στολίζουν τα μπαλκόνια της χώρας μου, κάθε που έρχεται μια εθνική επέτειος.
Παρόλα αυτά νιώθω απέραντη θλίψη και απογοήτευση για το έθνος. Ένα έθνος που έχει χάσει δια παντός την ταυτότητά του. Ένα έθνος που καμώνεται πως δοξάζει τους τίμιους αγώνες. Ένα έθνος που γίνεται ολοένα πιο υποκριτικό, βρώμικο και δουλοπρεπές. Προσοχή όμως… μιλώ για έθνος, όχι για κράτος.
Το κράτος στάθηκε πάντα ανίκανο και ανάξιο να υπηρετήσει αυτόν τον λαό. Όμως το έθνος, οι Έλληνες, οι άνθρωποι που γεννήθηκαν σ’ αυτόν τον τόπο, έχουν αλλοιωθεί τόσο, που μετά βίας αναγνωρίζονται πια. Κάποτε μάχονταν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους. Μα θα μου πείτε… σήμερα είμαστε ελεύθεροι, έχουμε δημοκρατία, εκλέγουμε κυβερνήσεις, ορίζουμε εμείς το μέλλον και τις τύχες μας. Τότε γιατί αντί να προοδεύουμε, γυρνάμε πίσω; Τότε γιατί παραπονιόμαστε καθημερινά; Τότε γιατί δεν αλλάζουμε αυτό το παρόν; Γιατί πολύ απλά δεν μπορούμε. Γιατί πολύ απλά εθελοτυφλούμε. Γιατί πολύ απλά νομίζουμε πως είμαστε ελεύθεροι.
Καθένας μέσα στον εγωιστικό μικρόκοσμο που έχει χτίσει νιώθει ικανοποιημένος. Ποτέ όμως δεν κοιτάξαμε ουσιαστικά λίγο πιο δίπλα από την πόρτα του σπιτιού μας. Ποτέ δεν ενδιαφερθήκαμε. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν πρόκειται για κάποιο πατριωτικό μανιφέστο, ούτε και επιθυμώ να κάνω κήρυγμα. Άλλωστε έχω καταλάβει πολύ καλά πως ο λαός αυτός κωφεύει.
Μόνο κάποιες σκέψεις μου γράφω που θέλω να τις μοιραστώ. Κάποιες σκέψεις που γεννήθηκαν καθώς αναλογιζόμουν το θάρρος και την ανιδιοτέλεια των ηρώων αυτής της χώρας. Σκέψεις που αστραπιαία και χωρίς λογική σειρά περνούν από το μυαλό μου κάθε μέρα.
Για το σημερινό Έλληνα δε χρειάζεται η αφορμή μιας επετείου για να συνειδητοποιήσει τις τεράστιες διαφορές του με όσους αγωνίστηκαν κατά καιρούς για την πατρίδα του. Αρκεί να στρέψει το βλέμμα στους συμπολίτες του που ψάχνουν τροφή στα σκουπίδια. Αρκεί να μετρήσει τους αρρώστους και ανήμπορους να έχουν μια στοιχειώδη, αξιοπρεπή περίθαλψη. Αρκεί να ακούσει τους ανέργους που διεκδικούν μια θέση πάνω από το όριο της φτώχιας. Αρκεί να νιώσει το ζυγό που συνεχώς στενεύει γύρω από το λαιμό του. Αρκεί να καταλάβει την αδράνειά του. Και εμείς, αδυνατούμε να αντιληφθούμε την κατάσταση και να αντισταθούμε αντίθετα ζητάμε την βοήθεια των ξενόφερτων σωτήρων οι οποίοι ακόμα κι αν έρχονται με τις καλύτερες προθέσεις, δε γίνεται να χωρέσουν στα ευρωπαϊκά τους μέτρα κάτι που δε γνωρίζουν και δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβουν, το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής.
Βασίλης Παπαδημούλης