Το έωλο στοίχημα της οικονομικής ανάπτυξης
Οι ελληνικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι επιδιώκουν διακαώς να συμμετέχουν στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα αποδεχόμενοι τους κανόνες, τα οικονομικά οφέλη, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τα συμφωνηθέντα που έχουν υπογράψει με τη διοργανώτρια αρχή.
Σαφέστατα και διατηρούν το δικαίωμα της μη συμμετοχής, αρνούμενοι να ανταγωνίζονται τα ευρωπαϊκά ποδοσφαιρικά μεγαθήρια. Διατηρούν το δικαίωμα να οριοθετούν τις ποδοσφαιρικές τους φιλοδοξίες με εθνικά αυτό-αποθεωτικούς και αυτό-ικανοποιητικούς όρους και προσλαμβάνουσες. Διατηρούν το δικαίωμα να αγωνίζονται αποκλειστικά στις εντός και επί τα αυτά ποδοσφαιρικές αλάνες, μακριά από τα «βαριά σεντόνια» του champion league.
Θα ήταν όμως αδιανόητο για τον κάθε φέρελπι προπονητή του ΠΑΟΚ ή του Ολυμπιακού να υποσχεθεί στους φιλάθλους ότι στο επόμενο ευρωπαϊκό παιγνίδι θα κατεβάσει στο γήπεδο 12 παίκτες αντί για 11. Να τους υποσχεθεί ότι θα καταγγέλλουν μονομερώς τα «επαχθή» πέναλτι, ότι δεν θα αναγνωρίζουν τις κόκκινες κάρτες και ότι θα συμμορφώνονται με τις αποφάσεις των διαιτητών όταν και εφόσον τους βολεύουν. Και να το πει, κανείς φίλαθλος δεν θα τους πιστέψει.
Με καθαρά αθλητικούς όρους, το πολιτικό ανάγλυφο της Ελλάδας θυμίζει σήμερα μια εθνική ομάδα ποδοσφαίρου η οποία «κατεβαίνει» στο γήπεδο με την πλέον αυτοκαταστροφική τακτική. Η επίθεση προσπαθεί να παίξει ποδόσφαιρο, το κέντρο αρέσκεται στο μπάσκετ, η αριστερή γραμμή επιδίδεται στην ασυγχρόνιστη κολύμβηση και η έξω-δεξιά πλευρά σε ένα αιματοβαμμένο kick boxing. Και όλο αυτό το «εθνικό πολιτικό μας κεφάλαιο» καλείται εκ των πραγμάτων να κερδίσει ένα πολύ δύσκολο παιχνίδι. Να οδηγήσει τη Χώρα μας σε έξοδο από την οικονομική κρίση και σε τροχιά ανάπτυξης. Να πείσει τους «μέσα και τους έξω» ότι πρεσβεύει μια σοβαρή κρατική δομή με παρόν και μέλλον.
Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ με λάθη, αστοχίες, αρρυθμίες, κάνοντας τα πρώτα άτσαλα βήματα στο δρόμο μιας διακομματικής κυβερνητικής συνύπαρξης, παραμένουν προσηλωμένοι στην ευρωπαϊκή προοπτική της Χώρας μας. Πρέπει να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα, να «πορευτούν όπως έστρωσαν». Από κει και πέρα, τα πράγματα είναι κάθε άλλο παρά ξεκάθαρα. Η ΔΗΜΑΡ, ως πρώην κυβερνητικός εταίρος, συχνά-πυκνά επικαλούνταν την ασφάλεια της καλής αριστερής ανατροφής της. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση και εν δυνάμει κυβέρνηση είναι «σαφής και ξεκάθαρος»: αναζητεί και προσβλέπει στη σφυρηλάτηση ενός μετώπου των προοδευτικών δυνάμεων των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου οι οποίες θα αντιπαλέψουν τον ξέφρενο αριβισμό των αγορών, ενάντια σε κάθε καζουίστικη αντίληψη για το μέλλον της Ευρωζώνης και απέναντι στον άκρατο ζντανοφορισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν προσθέσουμε τις τσιρίδες των ΑΝΕΛ, τη διαχρονική «ολομέτωπη αγωνιστική πρακτική» του ΚΚΕ και την λανθάνουσα επιρροή της Χρυσής Αυγής, τα πράγματα διαγράφονται κάθε άλλο παρά αισιόδοξα.
Στο επόμενο ευρωπαϊκό παιχνίδι του ΠΑΟΚ τα πράγματα θα είναι δύσκολα αλλά ξεκάθαρα. Ποδοσφαιριστές, πρόεδρος, προπονητής και φίλαθλοι, συμφωνούν και αποδέχονται εκ προοιμίου κάποιες στοιχειώδεις αρχές: έχουμε συγκεκριμένο αντίπαλο, παίζουμε με 11 παίκτες, δεν πιάνουμε τη μπάλα με τα χέρια, δεν χτυπάμε τον αντίπαλο παίκτη εκτός φάσης, δεν χαστουκίζουμε τον διαιτητή όσο και αν δεν γουστάρουμε τη φάτσα του ή μας θυμίζει γνωστή γερμανική πολιτική persona. Παίζουμε ποδόσφαιρο, δεν παίζουμε «μακριά γαϊδούρα» ή «περνά-περνά η μέλισσα». Βεβαίως, τόσο οι παίκτες όσο και ο προπονητής του ΠΑΟΚ μπορούν ανά πάσα στιγμή να κάνουν όλα τα προηγούμενα. Όμως γνωρίζουν, αναγνωρίζουν και αποδέχονται τις συνέπειες. Όχι τόσο ως πρόσωπα, όσο ως ΟΜΑΔΑ.
Δυστυχώς, δεν αντιμετωπίζουμε με την ίδια συλλογική σοβαρότητα τα πολιτικά μας πράγματα. Αδυνατούμε να συμφωνήσουμε ακόμη και στα προφανέστατα, στα απολύτως αυτονόητα. Αναμένουμε τον ερχομό της περιλάλητης ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ παραμένοντας αγκιστρωμένοι στις ίδιες δοξασίες, στους ίδιους δογματισμούς, στις ίδιες επιλογές, στις ίδιες πρακτικές, στην ίδια εσωστρέφεια, στον ίδιο εθνικό φοβισμό που μας οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Αδυνατούμε να κατανοήσουμε ότι μέσα στην τραγικότητά μας, μπορούμε πραγματικά να συν-διαμορφώσουμε το μέλλον της Ευρωζώνης αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της. Αρκεί να το θελήσουμε. Εδώ και 5000 χρόνια, κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από εμάς να «αγγίζει» με ένα μοναδικό τρόπο το τιμόνι της παγκόσμιας ιστορίας.
Πριν από μήνες, η κοινοβουλευτικά εκφρασμένη πλειοψηφία του ελληνικού λαού ανέθεσε στη σημερινή κυβέρνηση να «αποκρούσει» ένα πολύ κρίσιμο πέναλτι. Ένα πέναλτι που προφανώς θα καθορίσει την παραμονή μας στα δύσκολα και απαιτητικά γήπεδα της Ευρωζώνης. Είθισται, ακόμη και στα πλέον αφιλόξενα γήπεδα, στα γήπεδα κολαστήρια, να υφέρπει ένας στοιχειώδης σεβασμός από την πλευρά όλων αυτών που επέλεξαν να «κάθονται στον πάγκο», απέναντι στον τερματοφύλακα που αναλαμβάνει να αποκρούσει ένα καθοριστικό πέναλτι.
Επιτέλους, αν η σημερινή κυβέρνηση αποκρούσει το πέναλτι, η ενδεχόμενη έως πιθανή αλλαγή «κυβερνητικού προπονητή» έχει αντικείμενο, νόημα και προοπτική. Αν όμως το πέναλτι χαθεί, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι πάντες, πλην των φιλάθλων, θα λακίσουν. Ας μη βιαζόμαστε. Η επιστροφή στις τιμημένες και εθνικά κυρίαρχες αντιμνημονιακές ποδοσφαιρικές αλάνες, ο παράδεισος της Δραχμής και η αυτό-ικανοποιητική συμβίωση με τα γειτονικά αναπτυξιακά πρότυπα του Λεκ και του Δηναρίου, μπορούν να περιμένουν.
Δυστυχώς, δεν μπορούμε να ακροβατούμε σταθερά και αμετάκλητα μεταξύ της τραγικής μεγαλοπρέπειας ενός κόκκινου γίγαντα και της εκκωφαντικής σιωπής ενός λευκού νάνου.
Ευάγγελος Καρλόπουλος
Χημικός Μηχανικός