Ο Καποτινός και το καρπούζι… Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση για το περιβάλλον
Μας το έστειλε ο Δημ. Ζακοντίνος, που και εκείνου το έστειλε ο καπετάν Κώστας, αρχιπλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού. Είναι πολύ ενδιαφέρον και το δημοσιεύουμε χωρίς να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε κάτι.
Οι εκ της Ανατολικής Ρωμυλίας πρόσφυγες χρησιμοποιούν το επίθετο ο «Καποτινός» που σημαίνει «κάποιος-κάποτε».
Στον απλό παρακάτω μύθο – λοιπόν – διψασμένος στον κάμπο ο Καποτινός, βρήκε τελικά ένα τεράστιο καρπούζι ξεχασμένο στην άκρη ενός ξεμποστανιασμένου χωραφιού.
Περιχαρής άρχισε να τρώει με βουλιμία.
Το τεράστιο καρπούζι του άφηνε διάχυτο το αίσθημα της επάρκειας κ’ έτσι σε κάθε φέτα που έτρωγε άφηνε στον πάτο της – στο εσωτερικό του τσοφλιού – με σχετική χουβαρντοσύνη, μια ποσότητα κόκκινης καρπουζόσαρκας, πετώντας τα τσόφλια μπροστά του.
Έφαγε το καρπούζι, χόρτασε, ξάπλωσε δίπλα στα τσόφλια που στο εσωτερικό τους κοκκίνιζε το εναπομείναν φαγώσιμο στρώμα.
Σε λίγο κατουρήθηκε, σηκώθηκε, κατούρησε εκεί δίπλα σχεδόν πάνω στα φαγωμένα τσόφλια.
Κοιμήθηκε, σηκώθηκε, σε λίγη ώρα ξαναδίψασε, πείνασε, οπότε άρχισε να ξύνει το εναπομείναν σε κάθε τσόφλι στρώμα καρπουζιού προσπαθώντας αρχικά να επιλέγει τα τσόφλια εκείνα από την μεριά που δεν τα κατούρησε.
Κάθε φορά που έπαιρνε ένα αυτοεπιβεβαιωνόταν λέγοντας «αυτό δεν είναι κατουρημένο».
Σιγά-σιγά καθαρίζοντάς τα ένα-ένα προσήγγιζε και στο μέρος εκείνων που στα σίγουρα κατούρησε αλλά συνέχισε λέγοντας το ίδιο, μέχρι που τα έφαγε όλα κατουρημένα κι’ ακατούρητα.
Το δίποδο από τότε που μπορεί, καταστρέφει ασύστολα με απερίγραπτη απληστία όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του πλανήτη.
Τρώει μόνο την κατακόκκινη σάρκα του καρπουζιού παρατώντας – εν τη απληστία του ν’ αρπάξει τα μέγιστα και τα καλύτερα – κάποιο στρώμα αφάγωτου καρπουζιού στον πάτο κάθε φέτας.
Στην αρχή αρπάζει «το βούτυρο» και όσο τούτο εξαντλείται κατεβαίνει και ξύνει να φάει και το «καζάν ντιπί» της εσχάτης μυζήθρας.
Τις δεκαετίες του 70-80 στην Βρεττανική Κολομβία (Δυτ. Καναδάς) ξύλευαν την τρίτη γενιά δασών από της πρώτης αφίξεως των κωλοευρωπαίων αποίκων, των οποίων η διάμετρος ήταν το πολύ ένα μέτρο.
Οι πρώτοι κομμένοι κορμοί του καναδικού κόκκινου κέδρου που κόπηκαν από τους πρώτους αποίκους και είναι ακόμη υπαρκτοί και ορατοί σήμερα, είχαν διάμετρο 3-4 μέτρα και πάνω.
Στο κέντρο ενός τέτοιου κορμού μάλιστα είδα φυτρωμένο ένα έλατο hemlock διαμέτρου κοντά στο ένα μέτρο.
(Προς πληροφορία, ο κόκκινος καναδικός κέδρος είναι το κατ’ εξοχήν ανθεκτικό ξύλο όταν εκτίθεται στη φύση το δε έλατο hemlock έχει ως άριστο λίπασμα το σάπιο ξύλο κέδρου, γι’ αυτό και φυτρώνει εύκολα στους σάπιους κορμούς κέδρων).
Τώρα υλοτομούν πλέον ό,τι νάναι ανεξαρτήτως μεγέθους και τα κάνουν ροκανίδια, χαρτιά, πεπιεσμένα ξυλοειδή κατασκευάσματα, μελαμίνες, σαν τον Καποτινό που έφτασε να μαζεύει και να τρώει τα κατουρημένα καρπουζόφλουδα.
Στην Αφρική τα περίφημα αφρικανικά τροπικά – πάσης φύσεως – δένδρα/μνημεία υπεραιωνόβια, έχουν σφαγιασθεί ήδη.
Άσπροι-Μαύροι αναζητούν τα ελάχιστα εναπομείναντα πολύτιμα μνημεία/δένδρα στη ζούγκλα σαν τους ανεκδιήγητους κυνηγούς της ψωρο-ελλάδος που ψάχνουν για κάποιον ανύπαρκτο πλέον φουκαρά λαγό, που έτσι και τον σκοτώσουν κάνουν πανηγύρι.
Κουβαλούσαμε κάποτε τους αξιοσέβαστους εκείνους θηριώδεις κορμούς των αφρικανικών εκλεκτών δένδρων (με τα βαπόρια) και νιώθαμε οδύνη ως να είχαμε σκυλεύσει τους Αφρικανικούς Παρθενώνες και μεταφέραμε στα σπίτια του Ελγίνου ή στα βρεττανικά μουσεία τις μνημιώδεις κολώνες τους.
Τώρα περιμαζεύουν (μακελεύουν) όσα τροπικά δένδρα δεν είναι «τσάκνα και τσαλιά» απογυμνώνοντας τα πάντα, σαν τον Καποτινό που έφτασε να μαζεύει και να τρώει τα κατουρημένα καρπουζόφλουδα.
Το 50, το 60, το 70 ακόμη, η κουτσομούρα ήταν παρακατιανή, τώρα περνιέται για μπαρμπούνι και είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Τότε η μαρίδα κι’ ο γαύρος ήταν «τροφή των λαϊκών μαζών» (έτσι ακριβώς αναφέρεται στις τότε εγκυκλοπαίδειες).
Τώρα η μεν μαρίδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη, ο δε γαύρος ψυχομαχεί.
Οι ψαράδες που έσερναν τα φονικά κωλόδυχτά τους και ρήμαζαν/έγδερναν τους πάγκους, άραζαν μετά και ξεψάριαζαν βάζοντας στα τελάρα τις καλές ποιότητες για τα δίποδα της ευμάρειας, πετώντας πλήθος (τόνους) σκοτωμένης πλέον ζωής προς τέρψιν των γλάρων.
Μνήσθητι το «ψαράλευρον», εκατομμύρια τόνοι ψάρια, κυριολεκτικό ξεπάστρεμα ωκεανών, αλεσμένα σε εργοστάσια για ποικίλη χρήση ως λίπασμα και ζωοτροφές.
Τώρα περιμαζεύουν όλα όσα πρακτικώς δύνανται και τα κάνουν «ψαρόψυχα» (fish sticks) – ψαράλευρο για δίποδα, σαν τον Καποτινό που έφτασε να μαζεύει και να τρώει τα κατουρημένα καρπουζόφλουδα.
Ο Ινδιάνος σκότωνε ένα ζώο όταν ήθελε να φάει.
Το ίδιο και εδώ στη Μαυρολεύκη τα πρώτα χρόνια.
Τώρα οι περίφημοι γενναίοι κυνηγοί μας σκοτώνουν ό,τι κινείται, σαν τον Καποτινό που έφτασε να μαζεύει και να τρώει τα κατουρημένα καρπουζόφλουδα.
Τα νερά έτρεχαν παντού «τρεχούμενο νερό-σκύψε πιε» (έλεγαν οι παλιοί). Πίναμε απ’ το ποτάμι κι’ από τα αρδευτικά κανάλια που παραδίπλα ήταν νεροφίδες, βατράχια, πλήθος υδρόβιας ζωής (ήταν γεμάτα ζωή γιατί ήσαν καθαρά).
Τώρα στέρεψαν κι’ όσα έμειναν δεν φτάνουν να ποτίσουμε, ρουφάνε οι βαθιές πομώνες τις τελευταίες υφάλμυρες ρανίδες, σαν τον Καποτινό που έφτασε να μαζεύει και να τρώει τα κατουρημένα καρπουζόφλουδα.
ΕΥΧΕΣ ΜΕ ΓΟΥΣΤΟ… ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΕ ΧΙΟΥΜΟΡ
«Είναι Χριστούγεννα και δεν μπορώ να σου δώσω τίποτε άλλο εκτός από ευχές και αγάπη.
Τυχερέ! Όλοι οι άλλοι θα σου δώσουν ένα συνηθισμένο δώρο»
«Για τα Χριστούγεννα και τον καινούγιο χρόνο σκέφτηκα να σου πάρω ένα ρόλεξ, μία πόρσε…!
Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι αυτό που αξίζει περισσότερο είναι πως το σκέφτηκα»
«Αυτές τις άγιες ημέρες πιστεύεις ότι δεν είχα το κουράγιο να ξοδέψω 150.000 δρχ. για να σου πάρω δώρο;
Λάθος. Το κουράγιο το έχω, τα λεφτά δεν έχω».
«Αν είχα 1 εκατομμύριο ξέρεις τι δώρο θα σου έκανα για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά; Μια κάρτα από την Χαβάη!»
«Τον καινούργιο χρόνο θα έχεις κάτι που δεν θα το έχει κανένας άλλος. Εμένα να σε αγαπάω»
«Τι σημασία που είναι Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά!
Εγώ θα σε σκέφτομαι συνέχεια»
«Αν οι γιορτές σου είναι χαρούμενες και η χρονιά που μας έρχεται είναι για σένα ευτυχισμένη, τότε θα ξέρεις τι σου ευχήθηκα»
«Έφτασαν τα Χριστούγεννα. Εγώ εδώ, εσύ εκεί. Τι άδικο!»
«Τώρα που μπαίνει ο καινούργιος χρόνος ξέχνα τα προβλήματα, σκάσε ένα μεγάλο χαμόγελο και ρίξε μια γερή δαγκωματιά στην ευτυχία»
«Σε ευχαριστώ εκ των προτέρων για την παρουσία της φιλίας σου την καινούργια χρονιά»
«Διάλεξα αυτή την μαγική Χριστουγεννιάτικη κάρτα, μόνο για σένα. Βάλε την κάτω από το μαξιλάρι σου και σε δώδεκα μήνες θα έχεις έναν ακόμη ευτυχισμένο χρόνο»
«Από την καινούργια χρονιά και έπειτα, σου εύχομαι η ευτυχία να γίνει μόνιμος συγκάτοικός σου».
Το ανέκδοτο της εβδομάδας – Ο Κώστας και το κορίτσι του
Μια μέρα ο Κώστας μπαίνει μέσα στο σαλόνι του σπιτιού του και αναγγέλλει στους γονείς του ενθουσιασμένος το γάμο του με το πιο όμορφο κορίτσι της πόλης, τη Μαρία.
Ο πατέρας του τον παίρνει πιο πέρα και του λέει: Αγόρι μου πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι. Ξέρεις η μητέρα σου κι εγώ είμαστε χρόνια παντρεμένοι, είναι εξαιρετική, την αγαπώ και τη σέβομαι αλλά δεν ήταν και ιδιαίτερα εκδηλωτική ερωτικά, οπότε κατά καιρούς έκανα σχέσεις με άλλες. Σπαράζει η καρδιά μου που στο λέω αλλά η Μαιρούλα είναι ετεροθαλής αδελφή σου και δε γίνεται να την παντρευτείς.
Ο Κώστας πληγώνεται, αλλά σκέφτεται ότι η ζωή συνεχίζεται. Μετά από μήνες αρχίζει να βγαίνει με άλλα κορίτσια και τα πράγματα πηγαίνουν ομαλά μέχρι που ένα βράδυ εισβάλλει πάλι στο σαλόνι και γεμάτος χαρά λέει: Μαμά, μπαμπά, η Αννούλα κι εγώ παντρευόμαστε.
Πάλι ο πατέρας του τον παίρνει παράμερα και του λέει ότι η Αννούλα είναι αδελφή του και…
Ο νεαρός απελπισμένος περνά άλλη μια κρίση. Μετά από μέρες ξεσπά και λέει στη μαμά του: Τον μισώ τον πατέρα, μου έχει κάνει κακό! Ποτέ δε θα παντρευτώ! Κάθε φορά που ερωτεύομαι εκείνος μου λέει ότι το κορίτσι είναι αδελφή μου! Και η μητέρα του απαντά: Καλά μωρό μου, μη δίνεις και μεγάλη σημασία στο τι λέει. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι ο πραγματικός σου πατέρας.