Το όραμα να οικοδομηθεί μια Ευρώπη ενωμένη με παγκόσμια καθολική εμβέλεια δυναμικής υπεροχής σε όλο το φάσμα του πολιτικού και θεολογικού γίγνεσθαι ύστερα από τόσους αιώνες πολυαίμακτων συρράξεων και σχισματικών επιλογών και με νωπή τη φρίκη δύο ενδοευρωπαϊκών πολέμων που έγιναν παγκόσμιοι βυθίζοντας την ανθρωπότητα σε απερίγραπτη θηριωδία, προβάλλει άμεσα απαιτητό για ανθρώπινους πολίτες κοινού πολιτιστικού παρελθόντος.
Το όραμα δεν θα πραγματωθεί, αν αγνοήσουμε την ιστορία. Mία Ευρώπη χωρίς την ιστορία της θα ήταν ορφανή και δυστυχισμένη. Διότι το σήμερα έρχεται από το χθες, και το αύριο βγαίνει από το παρελθόν. Ένα παρελθόν που δεν πρέπει να παραλύει το παρόν αλλά να το καθιστά διαφορετικό με πιστότητα στις καταβολές του, με ώθηση δηλαδή προς το μέλλον. Τότε ίσως το παρόν και να έχει κάποια ιδεατή λειτουργικότητα.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρωπολογικού τύπου που πλεονάζει σε κοινωνίες ή εποχές παρακμής είναι η παράκαμψη της λογικής. Της κριτικής δηλαδή λειτουργίας του νου. Και πρωταρχικό πεδίο για να λειτουργήσει κριτικά ο νους, είναι να μεταφράζει το λογικό άτομο τις ανάγκες του σε στόχους. Να τους ιεραρχεί, να συνάγει προτεραιότητες, να κρίνει αν πραγματοποιούνται και σε ποιο ποσοστό, πόσο σωστά και μεθοδικά τους επιδιώκει. Από το πρωταρχικό αυτό πεδίο κριτικής λειτουργίας του νου πηγάζει όχι μόνο η ιεράρχηση των αναγκών αλλά και τα κριτήρια της ιεράρχησης. Η διαφοροποίηση των κριτηρίων που διαφοροποιεί τους πολιτισμούς.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα πρωτόγονων κοινωνιών ή κοινωνιών παρακμής είναι η απώθηση. Η ασυνείδητη άρνηση, η παράκαμψη και απόρριψη από την πλειονότητα του ερωτήματος για νόημα της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της ζωής και του θανάτου. Μια καθολική αποδοχή ή απόρριψη ζωηφόρων προτεραιοτήτων που έχουν τη βάση τους στον αρχαίο Ελληνισμό όπως τον γνωρίζουμε τουλάχιστον από την εποχή του Ομήρου. Το σημαίνoν της καθολικότητας διαπερνά όλον τον μεσαιωνικό ευρωπαϊκό χώρο και φθάνει ως τη σύγχρονη νεωτερικότητα με δομές και παρακλάδια ιδεολογιών που έχουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στον χρόνο.
Λίγο μετά από τη δεύτερη χιλιετία η συνύπαρξη σε πολιτικό και θεολογικό επίπεδο διασπάται οριστικά. Προηγήθηκε κατά πολύ η πολιτική διάσπαση με τον οριστικό καταποντισμό της Δύσης από την εισβολή των βαρβαρικών φύλων το 476. Στο θεολογικό, το 1054 το οριστικό σχίσμα της άλλοτε αδιαίρετης εκκλησιαστικής διοίκησης. Εκκλησιαστικά βέβαια, ουδεμία διάσπαση μπορεί να υπάρξει στη Μία Αγία Καθολική και Αποστολική του Χριστού Εκκλησία. Το αποτέλεσμα ήταν από τα δυτικά να έχουμε την Παπική παρασυναγωγή και από τα ανατολικά την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Η διαφορά συνεπώς δεν είναι στο πώς ενυπάρχει η καθολικότητα. Αυτή, δεν διασπάται.
Για λόγους συγκεκριμένα ιστορικούς, η μεταρωμαϊκή Δύση (Barbarian West) είχε κατακλυστεί από καινούργια φύλα και φυλές προσηλωμένα σε ένα πολύ χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο παραγεμισμένο με πλήθος από παγανιστικές δοξασίες και μυστικιστικές δαιμονολογίες των λιμναίων υδάτων και στεπών σε συνδυασμό με μια νηπιακή φυσιοκρατία στοιχειώδους λογικής ερμηνείας του κόσμου.
Ήταν πολύ φυσικό οι λαοί αυτοί να μην είναι σε θέση να παρακολουθούν ούτε τις ζυμώσεις ούτε τη μεταφυσική ανησυχία που είχε συνδέσει και την ανατολή και τη δύση με την πρώτη εμφάνιση της χριστιανικής εκκλησίας.
Οι Έλληνες που έσπευσαν στους κόλπους της να εκχριστιανιστούν έβρισκαν απαντήσεις σε ζωτικά τους ερωτήματα που άφηνε κενά η αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Έτσι η νέα Εκκλησία βγαλμένη απρόσμενα από φρικτούς διωγμούς αιώνων βρίσκει τον φυσικό της δεσμό μέσα από σπερματικό θεολογικό αρχαίο λόγο σε χώρο αυτοκρατορικής ασφάλειας.
Οι καινούργιοι πληθυσμοί της Δύσης όμως πώς να παρακολουθήσουν τέτοιου είδους προσεγγίσεις; Το εξέλαβαν λοιπόν σαν θρησκεία. Ατομοκεντρικό δηλαδή γεγονός. Έπρεπε να τιθασευθούν και οι ορθόδοξοι Λατίνοι με εργαλείο αυτή την αλλοτριωμένη πίστη. Να έχουν μία πίστη με την έννοια της πεποιθήσεως. Πώς να κατανοήσει ένας άνθρωπος χαμηλού πολιτιστικού επιπέδου την πίστη όπως την αντιλαμβάνονταν η ελληνική παράδοση, ως εμπιστοσύνη, άρα ως σχέση;
Μέχρι και σήμερα ακόμη ομιλούμε για πίστη και εννοούμε πεποιθήσεις, σε αντίθεση με την έννοια των προϋπαρχουσών άκτιστων αξιών. Η αντίληψη της καθολικότητας στη Δύση, ήταν όλοι να έχουμε την ίδια πεποίθηση. Η απουσία του πρωταρχικού στοιχείου που είναι η σχέση. Με άλλα λόγια, η μετοχή. H αδυναμία των γερμανικών κυρίως λαών να ξεχωρίσουν το ιδιωτικό από το δημόσιο.
Την εποχή που τα γερμανικά φύλα (Φράγκοι, Γότθοι, Bάνδαλοι, Bουργούνδιοι, Tεύτονες, Λογγοβάρδοι, Νορμανδοί κλπ) εισέβαλλαν και εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Δυτικής και Βόρειας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (4ος – 6ος μ. X. αι.), ο ελληνορωμαϊκός κόσμος και πολιτισμός είχε αναδείξει ως πρώτιστη ανάγκη και σπουδαιότατο αγαθό την οργανωμένη με αξιακούς θεσμούς και νόμους συλλογικότητα. Το «δημόσιο» (η res publica), σε αντίθεση προς το ιδιωτικό, απέβλεπε στην «κοινωνία των αναγκών», δηλαδή προϋπέθετε ένα ποσοστό αυτοπαραίτησης του ατόμου από τον πρωτογονισμό των ενστίκτων κατοχής, κυριαρχίας – επιβολής, ηδονής. Kάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για βαρβάρους. Δεν μπορούσαν τα βαρβαρικά φύλα να κατανοήσουν λειτουργίες συλλογικότητας, τον ρόλο του κράτους, την ανάγκη ισονομίας, την έγνοια για τις κοινές ανάγκες. H ιδιωτικοποίηση των πάντων, ακόμη και του πολέμου είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της «Ευρώπης των Bαρβάρων», στους αντίποδες του ελληνορωμαϊκού κόσμου που συνεχίζει την παράδοση της ελληνικής «πόλεως», της «πολιτικής τέχνης και επιστήμης», του κοινωνιοκεντρικού ελληνικού «παραδείγματος», της κοινότητος. Η εμφατική ανάδειξη της αυτονομίας του υποκειμένου. Ο απολυτοποιημένος ατομικισμός. Το άθροισμα των «εγώ» στο ψευδαίσθητο «εμείς». Η αδυναμία της σύλληψης του «άλλου άλλου».
Συνεπώς με τον χρόνο τα ατομικά δικαιώματα εκλαμβάνονται σαν φυσικά δικαιώματα. Τα υπαγορεύει το «δίκαιο της φύσης», η έμφυτη στη φύση λογικότητα. Η στρατηγική για την εξασφάλιση της αυτοσυντήρησης, ολισθαίνοντας σταδιακά σε οντολογικό κενό, με κορύφωση την Καρλομάγνεια περίοδο πλαστογράφησης της Ρωμαϊκής Ανατολής του 8ου αιώνα αλλά και τον μετέπειτα διαφωτιστικό ορθολογισμό.
Το «παράδειγμα» της Δύσης είχε γεννήσει τόσο την πίστη στις ατομικές ελευθερίες και στην έμμεση με σύμβαση ανάθεσης έργου δημοκρατία όσο και την πίστη στην κοσμοσωτήρια αποστολή της «αρίας φυλής» ή της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Και τα δύο σκέλη της αντίφασης, βλαστήματα από την ίδια μήτρα. Ιστορικός υλισμός, γέννημα εν πολλοίς του λεγόμενου Διαφωτισμού. Τις βαρβαρικές καταβολές του εκθαμβωτικού νεωτερικού «παραδείγματος». Γεννήματα συνεπέστατα του θρησκευτικού αρχικά και ειδωλοκλαστικού – αθεϊστικού αργότερα ατομοκεντρισμού. Της αλυσιδωτής διαπλοκής ωφελιμισμού, νοησιαρχίας και αποτελεσματικότητας. Της αλήθειας που γίνεται «δόγμα», αναγκαστή «πεποίθηση» ελεγχόμενη από κάποια «αλάθητη» καθέδρα και μεταγγιζόμενη με την καλά οργανωμένη «προπαγάνδα».
Σήμερα πλέον οι περισσότεροι καταλαβαίνουν τη θρησκευτικότητα σαν ένα ατομικό δικαίωμα που επιλέγεται και προάγεται σε ιδεολογία. Εκ των πραγμάτων ο κάθε νέος ηγεμονίσκος ή μεγάλος φεουδάρχης ασκεί ιδεολογικό έλεγχο μέσω της αλλοτριωμένης πίστης. Απότοκο αργότερα και εισαγόμενο από τον Θωμά Ακινάτη, το αλάθητο.
Σε αντίθεση στην Ανατολή, όταν μιλάμε για Καθολικότητα δεν εστιάζουμε σε αντίστοιχη γεωγραφική ή ποσοτική έννοια αλλά Καθολικότητα στο «καθ’ έκαστον» κατά τον Αριστοτέλη. Για παράδειγμα, αν θέλω να μελετήσω τη μητρική αγάπη δεν θα αθροίσω όλες τις μανάδες του κόσμου. Μου αρκεί μία μάνα που πραγματώνει το όλον της αγάπης αυτής. «Όταν πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί».
Αυτή η διαφορά που κάνει την τεράστια διαφορά είναι καίριας σημασίας διότι γέννησε την ιδεολογία στη Δύση. Από την άλλη μεριά πάλι, επειδή ο Ελληνισμός υποδουλώθηκε για αιώνες, η αντίληψη αυτή έπαιξε μόνη της στο τεράστιο γήπεδό της αναζητώντας αυθεντικές βεβαιότητες. Από κει και πέρα, τα πράγματα πήραν τη δική τους μορφή και παγιώθηκαν σε θεσμοποιημένα νομικίστικα μοντέλα δήθεν αξιών σε παραμορφωτικό κατοπτρικό ιδεολόγημα. Στο ίδιο θλιβερό μοτίβο και το κρατικό μοντέλο όσο και αν γίνεται προσπάθεια να αμβλυνθεί από το εθνοκεντρικό.
Κάποτε οι Έλληνες παρατήρησαν ότι το μόνο αιώνιο, σταθερό, άφθορο και αθάνατο δεδομένο της πραγματικότητας είναι όχι «κάτι τι», αλλά ένα «πώς». Ένας τρόπος. «Ο τρόπος της του παντός διοικήσεως» κατά τον Ηράκλειτο. O τρόπος που υπάρχουν και συνυπάρχουν τα διάφορα είδη των υπαρκτών. Ο λόγος – τρόπος της μορφής αλλά και ο λόγος – τρόπος της διαμόρφωσης. Των σχέσεων ανάμεσα στα υπαρκτά. Της κοσμικής αρμονίας και του κάλλους.
Τελικά μπορούμε να μιλούμε για δύο και μόνο «παραδείγματα» πολιτισμού ως τρόπου του βίου στην Ιστορία: Το Ελληνικό κοινωνιοκεντρικό – πολιτικό και το βαρβαρικό ατομοκεντρικό. Το δεύτερο αποδείχθηκε ακαταμάχητο. Κατάπιε και εξαφάνισε πολλές και μακραίωνες παραδόσεις κοινοτισμού. Κατορθώματα προτεραιότητας του δημόσιου απέναντι στο ιδιωτικό. Ο θρίαμβος του πρωτογονισμού των ενστίκτων. Των ενορμήσεων θωράκισης του «εγώ».
Στις δύο ακτές του Αιγαίου και στο ενδιάμεσο αρχιπέλαγος του απέραντου γαλάζιου, γεννήθηκε για πρώτη φορά ερώτημα για το ξεχώρισμα της έγκυρης γνώσης από την αυθαίρετη γνώμη. Τη διαφορά της πραγματικότητας από την ψευδαίσθηση. Του φθαρτού και εφήμερου από το αναλλοίωτο και αιώνιο. Αυτή η συμπαντική λογικότητα, ο «ξυνός» λόγος, ο καθοριστικός της ύπαρξης και της συνύπαρξης, προδιαγράφει και την αιτιώδη αφετηρία του υπάρχειν. Αλλά προτεραιότητα στη χαρά και μεταχαρά της σχέσης σημαίνει απόλυτη προτεραιότητα της ετερότητας. Της συμπληρωματικής συνύπαρξης. Του ανθρώπινου συντονισμού με σώμα και πνεύμα ασυγχώνευτα και μυστηριακώς αδιαίρετα κατά το πρότυπο του άχρονου και άκτιστου Υιού και Λόγου.
Να διασώζει ο άνθρωπος ενεργά τη μοναδικότητά του που παράγει η διαφορά καταγωγής της γλώσσας, της καλλιέργειας, της παράδοσης, της εμπειρίας, των μεταφυσικών αναζητήσεων. Να μην πάψει ο Γάλλος να διαφέρει από τον Ιταλό, ο Ιταλός από τον Δανό κλπ. χωρίς να αποποιούνται το ζωηφόρο τους κοινό ορθόδοξο ρωμαϊκό παρελθόν.
Για να συμβεί όμως και πάλι, η προτεραιότητα δίνεται στην επιστροφή. Και για να μεταστραφεί χρειάζεται γνώση όλων των δεδομένων αιώνων, το διάβασμα του παρελθόντος, η ανάγνωση των κεκοιμημένων. Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, ο Ελληνισμός δεν είναι σύνολο Αγίων αλλά δώρο προς την ανθρωπότητα. Πρόταση βίου σωτηριολογική. Στρατηγικό επίτευγμα. Αν τώρα μέσα από τις διεργασίες αυτές διασώζεται ως ορθόδοξη παράδοση ή όπως αυτό θα μπορούσε να αποκαλείται η δυνατότητα της Χάριτος και Δωρεάς, τότε η ανθρωπότητα τελειούται. Τότε το αδιανόητο μιας ουτοπίας αποκτά και ένα Καθολικό Όραμα.
*Ο Α.Σαραντίδης είναι δάσκαλος στην Καβάλα και πολιτικός επιστήμων
Το Καθολικό Όραμα (ΑπόστολουΣαραντίδη)
44
προηγουμενο