Κοντά στα 1960,πιο πάνω απ’ την Αστυνομία,πιο κάτω από το τσαγκάρικο του Βρόνζου Ανδρέα με την λαμαρινένια σκεπή, μπροστά απ’ το πέτρινο σπίτι μας και στον χωματένιο τότε δημόσιο δρόμο ένα κρεοπωλείο της παλιάς καλής εποχής θα συναντούσες. Το πρώτο αν δεν κάνω λάθος στο χωριό. Ιδιοκτήτης του ο Τσαράβας Αθανάσιος ή Τσαραβουνάτσιους, στην τοπική λαλιά. Με βοηθό πάντα τον γιο του. Τον Νίκο.
Στο χωριό (ΛΙβαδερό) άλλο κρέας εκτός του γουρουνιού δεν ξέραμε. Κι αυτό ας όψονται τα Χριστούγεννα. Όπου το κάθε σπιτικό έκανε το κουμάντο του για να μεγαλώσει και να σφάξει το δικό του χοιράδι (χοίρο) κάθε χρόνο.
Ο Τσαράβας λοιπόν είναι αυτός που μας έμαθε τι θα πει ψητό. Πως τα αρνιά και τα κατσίκια που βοσκούσαν στον κάμπο και τον Αμάρμπη είχαν κι αυτά εξαιρετικό μα και βιολογικό κρέας. Έτσι ό,τι έσφαζε από πρόβατο και γίδι το έγδερνε κάτω απ’ την ακακία, μπροστά απ’ το μαγαζί. Σε δημόσια θέα. Με θεατές τους περαστικούς και συνάμα υποψήφιους αγοραστές.Τα σκυλιά, τις κότες και τα νηστικά γατιά του χωριού ,που με υπομονή περίμεναν να γλείψουν κάποιο κόκκαλο,δίπλα στο ρυάκι του κεντρικού δρόμου του χωριού. Και για τσιγκέλι ο Τσαράβας είχε πάντα την ακακία.Εκεί κρεμούσε από τα πίσω πόδια του το σφαχτό.
Ό,τι κρέας ΄΄εβγαζε΄΄ όλο σχεδόν, αν θυμούμαι καλά, το πουλούσε στον κόσμο. Το ζύγιζε και το τύλιγε πάντα σε λαδόκολλα. Οικολογικά πράγματα δηλαδή, κι όχι νάιλον σακούλες και τέτοια.
Αργότερα ο Τσαράβας θα μεταφέρει το κρεοπωλείο πιο κάτω .Στην γωνία. Εκεί που σμίγει ο δημόσιος δρόμος με τον δρόμο της Κερασιάς.Πάλι με τον γιο του τον Νίκο.Θα βάλει και ψησταριά με σούβλα. Και τραπέζια για να τρώει ο κόσμος πάντα σε λαδόκολλα ψητό κρέας ή κριάς, όπως τόλεγαν οι ΄΄τρανοί΄΄. Άμα ήσουν λίγο ΄΄παραλής΄΄ έπαιρνες και στο σπίτι. Γιατί το κρέας ήταν όντως ακριβούτσικο και δεν τ’ αγόραζε όποιος κι όποιος.
Ο Τσαραβουνάτσιους άνοιξε πράγματι το δρόμο για το ψητό κρέας. Και μετά ακολούθησαν όλοι οι νεότεροι, πατώντας στα βαθιά του χνάρια.
ΤΟ ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟΥ ΤΣΑΡΑΒΑ. Κώστα Φαρμάκη
106