Μέσα στου στίχου την επίπεδη φωλιά πάλλονται γράμματα, φτεροκοπούν οι λέξεις κι
ανθίζουν οι σελίδες.
Όπως κάθε ανάλαφρη φτερωτή ύπαρξη δεν έχει μόνιμα ανοιχτά τα φτερά της, να
καμαρώνει στα μεσούρανα ρεύματα του αέρα, έτσι και η ποίηση δεν βρίσκεται πάντα
στο απόγειό της, ώστε να την αγαπήσουν, να τη ζηλέψουν, να τη χαζέψουν, να τη
θαυμάσουν και να την απολαύσουν, όσα επίγεια μάτια είναι στραμμένα στον ουρανό.
Η στάση της, η πτήση της, και η εκάστοτε κατεύθυνσή της μέσα στο χρονοσέλιδο της
διαδρομής της επηρεάζεται, καθορίζεται και σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα από τα φυσικά
και αφύσικα γεγονότα, που την περιβάλλουν. Μεταμορφώνεται, μετουσιώνεται και
αποδίδεται φορές εσκεμμένα και άλλοτε βεβιασμένα κάτω από ενδογενείς πιέσεις, της
οποίας τα γονίδια και τα βιώματα καθορίζουν τη φυσιογνωμία και τα κατά καιρούς
ουσιώδη γνωρίσματά της σε κάθε στάδιο της εξέλιξής της.
Το καλούπι της ποίησης πλάθεται και μορφάρεται στο διαχρονικό εργαστήριο της
ζωής, αξιοποιώντας ή μη τα ανάλογα λογοτεχνικά της αντισώματα. Ακούσια ίσως κατά
περιόδους συμπεριφέρεται, περιπλανάται, ενσωματώνεται, αφομοιώνεται και
αλλοιώνεται φορές κάτω από την πίεση συμφεροντολογικών και διατακτικών
υποκλίσεων, μα άλλοτε αναδύεται αυθόρμητα μέσα από το ελκυστικό άρωμά της.
Εκτινάσσεται άξαφνα ως λεκτικό ελατήριο από το ένστικτό της και η χαρισματική της
πρωτοπόρα παρουσία εμπνέει αύρα πολιτισμού, προβάλλοντας ισχυρή αντίσταση
απέναντι στην οποιαδήποτε καταπίεση των αναζωπυρωμένων κατά καιρούς
κοινωνικοϊδεολογικών ρευμάτων.
Ενίοτε κουρνιάζει τρομαγμένη σ’ ένα ξερόκλαδο με μαζεμένα τα φτερά, φιμωμένη από
το ψυχρό κλίμα και το φόβο του ποδοβολητού όταν επικρατεί ωμή βαρβαρότητα
καταπλακώνοντας την αναγεννητική της τάση, που τείνει να ξεπηδήσει από το
φρέσκο κάθε πνευματικής συμπεριφοράς, αν πρωτίστως καταφέρει να σωθεί και δεν
πυροβοληθεί μιαν αυγούλα στη Γρανάδα.
Πότε πότε ξεκουράζεται επιπλέουσα στα ανεμοδαρμένα και αφρισμένα συντρίμμια
των λογοτεχνικών κυμάτων πλατσουρίζοντας κάπου-κάπου, ώστε να κατορθώσει να
απαλλαχτεί από τις αλλεπάλληλες κατευθυνόμενες ιδεολογικές και οικονομικές
καταπτώσεις, που την περιβάλλουν.Είναι βέβαια και στιγμές που όταν οι συνθήκες τη μαγεύουν, η ποίηση δεν στέκεται
ούτε στα κλώνια, ούτε ταλαντεύεται στα ανιαρά και μονότονα κύματα, αλλά
παιδιαρίζει αυθόρμητα με τον ενθουσιασμό της απολαμβάνοντας πρωτόγνωρα
σκέρτσα και ελιγμούς προοπτικής στον ευχάριστο, ελεύθερο και φυσικό εναέριο χώρο
της. Τα φτερά της ερωτοτροπούν με κάθε μόριο του αέρα εκδηλώνοντας απερίφραστα
τη χαρά της, το δε χαριτωμένο ξεδίπλωμά της διασκορπίζει αμέτρητα συναισθήματα
έκστασης προς κάθε κατεύθυνση και είναι αυτή η παρουσία της, που διαλαμπαδεύει
τα νέα ξεκινήματα. Διαθέτει κι αυτή υποσυνείδητο διαρκώς ανεξερεύνητο και ίσως πιο
ευαίσθητο από αυτό το ανάλαφρο πέταγμά της.
Παρατηρώντας τη διαδρομή της μέσα στο χρόνο εύκολα διαπιστώνουμε, ότι και η
ποίηση ακολουθεί τη δική της μόδα. Πότε το ρούχο της είναι στενό, κομψό, φινετσάτο
με χαριτωμένο λουλούδι στο πέτο προβάλλοντας τα καλλίγραμμα σημεία της και
σαγηνεύει τα βλέμματα, τις σκέψεις και τη φαντασία του κάθε αναγνώστη. Άλλοτε το
φόρεμά της είναι ριχτό χωρίς γραμμή μια αεράτη ευκολόραπτη λογοτεχνική μπέρτα,
ίσως έτσι φορές διευκολύνει στο να κουκουλώσει και να αποκρύψει τα εσωτερικά
άκομψα σημεία της, ξεγελώντας πρόσκαιρα κατά πρώτον τις δικές της εσωτερικές
ανασφάλειες και αδυναμίες. Απεναντίας η επαφή της με τα αρώματα του απείρου έχει
ως συνέπεια να φρεσκάρει τη γενετική της ομορφιά, παραπέμποντας σ’ ένα
φανταχτερό, έγχρωμο και αχαλίνωτο περιεχόμενο. Επηρεασμένη τελευταία από την
μονοσήμαντη ακολουθία βερμπαλιστικών τακτικών κονιορτοποιεί κάθε σχηματική
παράσταση με αποτέλεσμα να προσεγγίζει απροσδιόριστα τα ημιτελή και εύπλαστα
όρια στο χώρο του υποσυνείδητου. Χρησιμοποιώντας αδιάστατες, ασύμβατες και
αόριστες έννοιες για στροβιλισμό στο πεδίο του σκεπτικιστή, θα έλεγα έμμεσα, ότι
διευκολύνει στο να ταξιδέψει λάθρα τους διψασμένους αναγνώστες σε διαδρομές που
οι ίδιοι αναζητούν τον αυτοσαρκασμό. Τούτο οδηγεί συχνά θαρρώ τους τελευταίους σε
ξεχειλωμένα πλάτη, από τα οποία απουσιάζει το νοερό και κρίσιμο σημείο στίξης το
θαυμαστικό, μεταπηδώντας από τον απελευθερωμένο υπερρεαλισμό στην οριστική
παράλυση του άλογου.
Πάντως αναλύοντας τη συμπεριφορά της, η ποίηση δεν μπορεί να είναι στατική όσον
αφορά τη μορφή και τα χαρακτηριστικά της. Σ’ έναν κόσμο που όλα αλλάζουν συνεχώς,
έτσι κι εδώ διαφοροποιούνται και αναπτύσσονται στο εσωτερικό της βιωματικά
γονίδια ακολουθώντας το δρόμο της γενικής θεμελιώδους εξελικτικής θεωρίας.
Προσπαθώντας σήμερα να προβάλλουμε τη σκέψη μας στο μέλλον, αδυνατούμε να
προβλέψουμε ποιο θα είναι το φόρεμα της επόμενης μόδας και κατά πόσο θα της
πηγαίνει. Ίσως γιατί τα βιωματικά μας πλαίσια έχουν στερεοποιηθεί από τις παρούσες
συνθήκες και το διάφανο μαζί με το ευλύγιστο έχουν καταργηθεί.Προκειμένου όμως η τρυφερή ιδιότητα της ποίησης να προσελκύει, να χαίρει, να
τέρπει, να ενθουσιάζει, να ανατέλλει και να απογειώνει τον αναγνώστη, χωρίς να
χαλιναγωγείται από τα στοιχεία παρνασσισμού, θα πρέπει να αξιοποιεί τα φυσικά
χαρισματικά της γονίδια, ακόμη και αν δεν ακολουθεί τη μόδα. Η χάρη της, η λεκτική
της δυναμική, η εξωτερική της εμφάνιση, η αισθητική της ομορφιά και η συγκινησιακή
της υπόσταση, να μας παρασέρνει με το πέταγμά της στα ουράνια, στο χάος, στο βάθος
του κενού, στα μονοπάτια του ανεξερεύνητου υποσυνείδητου και στην ξενάγηση του
εσωτερικού μας περιφραγμένου άγνωστου, που φαίνεται να αποτελεί την αποθήκη
κάθε μορφής συναισθήματος. Αν κατά καιρούς η ποίηση σιγοπερπατάει απλώς στις
άγονες σελίδες, είναι γιατί δεν πετάει. Επιφυλασσόμενοι για το απόλυτο, ας μην
ψάχνουμε να αποδώσουμε με ευκολία ευθύνες μόνο στην αδιαφορία του
αναγνωστικού κοινού, που δείχνει να απέχει στην πλειοψηφία του. Σεβόμενος πάντα
το προσωπικό στυλ των δημιουργών και δίχως να παραβλέπεται και να αγνοείται το
καταξιωμένο τους έργο, οι τελευταίοι ίσως θα πρέπει να αξιοποιήσουν στο έπακρο την
ουσιαστικότερη ιδιότητα της ποίησης. Ανάμεσα στα δάχτυλά τους κατά τη γνώμη μου
είναι προτιμότερο να σφίξουν μια καλά απολυμασμένη ταλαντούχα πένα και όχι το
ταλαιπωρημένο άλλοθι, που φορές από κάποιους εύκολα μπορεί να προβάλλεται ως
αβασάνιστη δικαιολογία.
Η ποίηση δεν μπορεί να είναι απλά μόνο μια τυπική διαδικασία χρήσης ασύμβατων
λέξεων και εννοιών ύστερα από ταχεία, αόριστη και τυχαία αναμόχλευση, που εύκολα
λερώνει μια σελίδα μελανώνοντάς την και μόνο. Τα περιγραφικά της νοήματα και
σκιρτήματα πρέπει να διεγείρουν και τον πλέον αδιάφορο, τούτο είναι που την
ξεχωρίζει από τον απλό και συνηθισμένο πεζό λόγο. Το δε αποτύπωμα που αφήνει το
πέταγμά της, να είναι ανάγλυφο και να παραμένει εμφανές κάτω από τη σελιδόσκονη
του χρόνου, θυμίζοντας την παρουσία της ανάμεσα στις επικείμενες ροές των
λογοτεχνοτροπικών ρευμάτων.
Η έλλειψη γονιμοποίησης με τα ερεθίσματα και τα ακούσματα των καιρών την καθιστά
στείρα. Η ποίηση δεν γεννά, όταν οι συναισθηματικές της χορδές δεν πάλλονται
σύμφωνα με το ρυθμό των γεγονότων, πόσο μάλλον όταν ο διακόπτης των
αντανακλαστικών της παραμένει κλειστός.
Παραβλέποντας τις προσωπικές απόψεις κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί, ότι η κάθε
προσπάθεια συμμετέχει στη μεγάλη σπορά της ποίησης και πάντα διατηρεί θετικό
πρόσημο. Σκοπός του παρόντος δεν είναι η αποτροπή από το ιερό αυτό άθλημα, αλλά
αντιθέτως η προτροπή στην παρακίνηση ώστε να αγγίξουμε έστω τον πήχη, ο οποίος
διαχωρίζει τον υπέρτατο αυτό χώρο.Επειδή ως επί το πλείστον η σχετικότητα διαθέτει ατέρμονο σύμφωνο συμβίωσης με
τον τυχαίο, προσωπικό και αόριστο διαχρονικό παράγοντα, οι απόψεις που
παραθέτονται, διαμορφώνονται κάτω από το πρίσμα της υποκειμενικότητας. Το δε
κάδρο της κρίσης δεν περιέχει μόνο άσπρο ή μαύρο. Ενδιάμεσα ίσως να διακρίνονται
χίλιες πενήντα και πλέον αποχρώσεις του γκρι. Εξ άλλου η ειλικρινής και αυθόρμητη
διασταύρωση της διαφορετικότητας των απόψεων γεννά νέα ενισχυμένη και
προικισμένη συνθήκη, ικανή να αντιμετωπίσει τις επερχόμενες προκλήσεις στο
ευαίσθητο, τρυφερό και ανθισμένο τοπίο της λογοτεχνίας.
12