Ο ξανθοκόκκινος μούστος ρέει από το πατητήρι στις απλόχωρες λεκάνες. Φορώντας μαύρες λαστιχένιες γαλότσες, ψηλές μέχρι το γόνατο, οι εργάτες πατούν μέσα σ’ αυτό τα σταφύλια, κάνοντάς τα να βγάλουν τον γλυκό χυμό που στη συνέχεια θα γίνει κρασί. Στη μεγάλη αυλή επικρατεί ένας ευχάριστος πανικός. Γαϊδουράκια μπαινοβγαίνουν φορτωμένα με κοφίνια γεμάτα σταφύλια, που οι αγωγιάτες αδειάζουν μέσα στην “καρούτα” και ξαναφεύγουν για να γυρίσουν ύστερα από ώρα, φορτωμένα και πάλι με τους γλυκούς καρπούς του αμπελιού.
Τα παιδιά της οικογένειας ξαναμμένα από τη φασαρία που επικρατεί παρακολουθούν με ενδιαφέρον και περιέργεια την όλη διαδικασία και αισθάνονται ιδιαίτερα υπερήφανα όταν κάποια στιγμή, προς το τέλος πια, μπαίνουν κι αυτά στο πατητήρι και αρχίζουν να χοροπηδούν με δύναμη, προσπαθώντας να βγάλουν ό,τι απόμεινε από τις ζαρωμένες πια ρώγες των σταφυλιών, θέλοντας έτσι να δείξουν ότι βοηθούν και συμμετέχουν κι αυτά στο γενικό πανηγύρι.
Στο αμπέλι οι εργάτες τραγουδώντας τρυγούν τα κλήματα κόβοντας τα μεγάλα τσαμπιά που κρέμονται βαριά από τα κλαδιά και κάνουν τα κλωνάρια να γέρνουν. Γεμίζουν τα μεγάλα ψάθινα καλάθια τους με τον λαχταριστό καρπό και στη συνέχεια τα αδειάζουν στα κοφίνια για να μεταφερθούν στο σπίτι και να “πατηθούν”. Ένα πανηγύρι χαράς και κεφιού απλώνεται τριγύρω καθώς οι φωνές των εργατών των διπλανών αμπελιών σμίγουν μεταξύ τους δημιουργώντας ένα ευχάριστο πανδαιμόνιο. Οι φωνές έρχονται από παντού. Από τη “Γαλαζιόπετρα” και την “Παναγία”, μέχρι τον “Τσαϊπούνη”, τον “Κασλά”. τα “Κρεβατάκια”, αλλά και τους γύρω λόφους, όπου οι Κοζανίτες καμαρώνουν τους ξακουστούς τους αμπελώνες με το ονομαστό κοκκινέλι, που με τα καραβάνια έφτανε παλιά μέχρι την Κεντρική Ευρώπη.
Οι “κιφτέδις μι κρουμμύδια στου φούρνου”, το παραδοσιακό κοζανίτικο φαγητό του τρύγου, φτιαγμένο με μεράκι και επιδεξιότητα από τη νοικοκυρά, καταφθάνει το μεσημέρι μέσα σε μεγάλα σινιά, λαχταριστό, μυρωδάτο, για να δώσει νέες δυνάμεις στους τρυγητές. Ο παχύς ίσκιος κάτω από τα δέντρα είναι το ιδανικό καταφύγιο για μια ανάσα, μια ανάπαυλα. Οι “μποχτσιάδες” ανοίγουν και οι εργάτες ρίχνονται με βιάση στο φαϊ και στο κρασί για να πάρουν νέες δυνάμεις και να συνεχίσουν μέχρι τη δύση του ήλιου το τρύγημα.
Μέσα δεκαετίας του ’50 στην Κοζάνη. Τότε που τα αμπέλια καλλιεργούνταν για να προσφέρουν το κρασί της οικογένειας. Το κρασί που οι μερακλήδες νοικοκυραίοι ήθελαν να το φτιάξουν μόνοι τους, από τα δικά τους σταφύλια, για χρήση δική τους και των φίλων τους. Να αισθανθούν τη χαρά της δημιουργίας και της παραγωγής, παρόλο που τις περισσότερες φορές πλήρωναν πιο πολλά από αυτά που θα ξόδευαν για να το αγοράσουν.
Ένας τέτοιος νοικοκύρης ήταν και ο πατέρας μου. Το αμπέλι μας στα “Κρεβατάκια” ήταν μια ιδιαίτερη πηγή χαράς και ικανοποίησης γι’ αυτόν, κάθε φορά που, μετά από τα ατέλειωτα κορφολογήματα και τσαπίσματα, έφτανε η ώρα του τρύγου. Μέσα του Σεπτέμβρη, αρχές του Οκτώβρη, όταν ερχόταν η σειρά του δικού μας αμπελιού να τρυγηθεί, το σπίτι μας άλλαζε όψη. Τα μεγάλα ξύλινα βαρέλια, τα “βαένια”. έβγαιναν από το τεράστιο θολωτό υπόγειο του σπιτιού για να πλυθούν και να καθαριστούν καλά, έτοιμα να δεχτούν τον μούστο. Στη μέση της μεγάλης αυλής μας μπροστά από το χαγιάτι στηνόταν το πατητήρι, η “καρούτα” και γύρω της εμείς τα παιδιά κάναμε ένα τρελό ξεφάντωμα. Για μας ήταν μια επιπλέον ευκαιρία για γλέντι και διαφορετικό παιγνίδι, ιδιαίτερα όταν έφτανε η ώρα να μπούμε μέσα στο πατητήρι και να πατήσουμε τις ταλαιπωρημένες ρώγες. Εκείνες οι τελευταίες λιγοστές σταγόνες που έσταζαν από την κάνουλα ήταν για μας η μεγαλύτερη ικανοποίηση γιατί είχαν βγει με τον ιδρώτα μας. Άλλωστε από αυτές δοκιμάζαμε κιόλας, πριν μπει ο μούστος στα βαρέλια και σφραγιστούν για να αρχίσει η ζύμωση.
Ο πατέρας μου, ένας υπέροχος άνθρωπος πρόσχαρος και γελαστός, έφυγε από κοντά μας ξαφνικά στις 19 Σεπτεμβρίου 1989. Οι λίγες αυτές γραμμές ας είναι ένα μνημόσυνο στη μνήμη του.
Τρύγος. Μέσα δεκαετίας του ’50 στην Κοζάνη. Γράφει η Δήμητρα Παπαναστασίου
124