Αν οι κραυγές παρήγαγαν πλούτο, τότε η Ελλάδα δεν θα είχε χρεοκοπήσει. Πιθανότατα ο πρωθυπουργός της θα πήγαινε σε συνόδους κορυφής ως εξέχον μέλος των G8. Με τόση κραυγή και διαδήλωση που παρήγαγε η μεταπολίτευση, όχι μόνο δεν θα φορτώναμε στα παιδιά μας το υπέρογκο δημόσιο χρέος, αλλά θα είχαμε εξασφαλίσει και τα εγγόνια μας. Φυσικά, δεν πρέπει να ακυρώσουμε ολόκληρη την αγωνιστική παράδοση της μεταπολίτευσης· υπήρξαν κινητοποιήσεις που βάθυναν και πλάτυναν τη Δημοκρατία και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Αλλά δυστυχώς αυτή η καλή παράδοση πνίγηκε στα λύματα του συντεχνιασμού.
Οι κραυγές όμως δεν ήταν μόνο συντεχνιακές. Ήταν από όλους και επί παντός. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ακόμη και στο αποκορύφωμα της ανάπτυξης σε πήλινα πόδια, όλοι οι Έλληνες γκρίνιαζαν για όλα. Λογικό, γιατί η αύξηση του ιδιωτικού πλούτου στη χώρα δεν συμβάδιζε με τη βελτίωση των δημόσιων υποδομών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν νησίδες ιδιωτικής ευημερίας σε ένα εξαιρετικά φτωχό δημόσιο περιβάλλον. Από την άλλη μεριά, όμως, το πολιτικό σύστημα και τα ΜΜΕ δεν ιεραρχούσαν τις γκρίνιες του λαού, αλλά τις υιοθετούσαν όλες άκριτα.
Έτσι, τον παλιό καλό καιρό, τότε που τα λεφτά έτρεχαν από τα μπατζάκια του υπουργού Οικονομικών, η ελληνική τηλεόραση ειδικευόταν στα «ρεπορτάζ της οργής». Όταν, π.χ., χιόνιζε, κάθε κανάλι έστελνε ρεπόρτερ στην εθνική οδό για να πιάσει τον σφυγμό του αποκλεισμένου στη θεομηνία λαού. Ο/η ρεπόρτερ έπαιρνε το πιο περίλυπο ύφος για τα ντέρτια του λαού και πλησίαζε τα χωρίς αλυσίδες αυτοκίνητα. Οι οδηγοί κατέβαζαν το παράθυρο για να φωνάξουν «καλύτερα να ζούσαμε στην Ουγκάντα! Εδώ, ούτε δύο εκατοστά χιόνι δεν μπορούν να καθαρίσουν». Δεν αναλογίζονταν βέβαια ότι στην Ουγκάντα δεν γίνονται αποχιονισμοί, αλλά ότι υπάρχει και προσωπική ευθύνη όταν κάποιος αποκλείεται σε δύο εκατοστά χιόνι, είτε γιατί δεν είχε αλυσίδες είτε γιατί δεν άκουσε δελτίο καιρού προτού ξεκινήσει για τη… χιονισμένη Αράχωβα.
Υπήρχαν κάποιοι πιο επαναστάτες οδηγοί που ζητούσαν από τους κυβερνώντες «να κόψουν τον λαιμό τους και να δώσουν λύση. Γι’ αυτό τους ψηφίζουμε…». Επειδή δε οι περισσότεροι υπουργοί μόλις ακούσουν «ψήφ…» κάτι παθαίνουν, έφτιαχναν σταθμούς αποχιονισμού δαπανώντας εκατομμύρια, οι οποίοι στέκονται εκεί χειμώνα-καλοκαίρι σε μια περιοχή που χιονίζει μια φορά στα τρία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό δε ότι μέχρι τη Λαμία (που ήταν η ακτίνα δράσης των ελληνικών καναλιών) πρέπει να είναι πιο πυκνό το δίκτυο σταθμών αποχιονισμού απ’ όσο είναι, π.χ., στη Φινλανδία, όπου χιονίζει κιόλας.
Τα ελληνικά ΜΜΕ λειτουργούσαν ως μεγάλα αντηχεία πραγματικών ή φανταστικών προβλημάτων του τόπου. Έτσι διογκωνόταν η πίεση στο πολιτικό σύστημα για τα πάντα χωρίς να φιλτράρονται τα αιτήματα και να μπαίνουν προτεραιότητες. Τα κανάλια μπορούσαν να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στον αποκλεισμό της εθνικής οδού για δύο ώρες από το χιόνι απ’ ό,τι στην κακή κατάσταση του εθνικού οδικού δικτύου. Έτσι, υπό το βάρος των κραυγών και των αντηχείων τους, οι αναγκαίες επενδύσεις του κράτους έγιναν στρεβλά. Αποκτήσαμε ένα ευρύτατο δίκτυο ΑΕΙ αλλά όχι Ανώτατη Παιδεία, δεκάδες διάσπαρτα νοσοκομεία αλλά όχι ΕΣΥ, κι ένα δίκτυο αποχιονισμού πέριξ της Αττικής που έχει τρία χρόνια να δουλέψει.