“Τον άκουγαν, λόγους πανηγυρικούς να εκφωνεί, / αρχαϊκά δόγματα και χρησμούς να ρητορεύει, / πρωτάκουστα συνθήματα σύμπνοιας να απαγγέλλει / κι αφού του φόρεσαν δάφνινο στεφάνι στα μαλλιά, / τον σήκωσαν, τον κράτησαν στους ώμους τους ψηλά και μ΄ αλαλαγμούς χαράς και θαυμασμού ιαχές / συνοδοιπόρο στους δρόμους με πυρσούς τον περιέφεραν / ρήτορα και φιλόσοφο της σκέψης τους και της ζωής τους” (Γ. Αλεξανδρής, «Ο συνοδοιπόρος»).
Η παραπάνω σκηνή, όπως εύστοχα και με περισσή ποιητική ειρωνεία περιγράφεται από τον ποιητή, αποτυπώνει με ενάργεια την κενότητα και την φιλοδοξία κάποιων υποψηφίων, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετωπίζει το πλήθος. Ένα πλήθος που άκριτα και ισοπεδωτικά άλλους δοξάζει και υμνολογεί κι άλλους απορρίπτει και υβρίζει σύμφωνα με το στερεότυπο «όλοι τους ίδιοι είναι». Ο φασισμός της γενίκευσης.περισσότερα