Δημήτριος Αθ. Κωστόπουλος, επίτιμος Εφέτης Διοικητικής Δικαιοσύνης:
Ελιμιώτες στρατηγοί στο πλευρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Εισήγηση στο ιστορικό συνέδριο στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «ΠΕΛΕΚΟΝ ημέρες γιορτών Βοΐου 2018», 15-24/6/2018
Από την έκταση των αναφορών για την Ελίμεια στις επιγραφές, στα αρχαιολογικά ευρήματα και στις πηγές της αρχαίας γραμματείας, με σπουδαιότερες αυτές του Θουκυδίδη για τους βασιλείς του Ελιμιωτικού οίκου και του Αριστοτέλη στα Πολιτικά, για τον «Βασιλέα της Ελίμειας», καθώς και του Αρριανού, συμπεραίνεται ότι η Ελίμεια ή Ελιμιώτις ή Ελιμία ήταν ένα ισχυρό αυτόνομο βασίλειο της Άνω Μακεδονίας, στο οποίο, από την προϊστορική εποχή, δέσποζε μια τοπική αριστοκρατία, που έλκει την καταγωγή της από τον Έλυμο, προερχόμενο από την Τροία, και τον γιό του Αιανό. Καταλάμβανε μια περιοχή με άξονα τον Αλιάκμονα, που συμπίπτει με τον σημερινό Δήμο Βοΐου και τον άλλοτε νομό Γρεβενών και με σημαντικότερες πόλεις την Αιανή, την Ελίμεια ή Ελύμα, την Εράτυρα, την Οβλοστίων Πολιτεία, την Μίεζα, τις Φυλακές, την Τύρισσα και την Καισάρεια. Ο πλούτος της περιοχής οφείλονταν κυρίως στα μεταλλεία χαλκού και σιδήρου, στην ξυλεία και την εκτροφή αλόγων. Κατά την ιστορική εποχή βασιλείς της Ελίμειας ήταν ο Αρριδαίος (πριν το 513 π. Χ.), ο Δέρδας Α'( 435-405 π. Χ.), ο Παυσανίας ή Σίρρας (405 έως 385 π. Χ.), ο Δέρδας Β΄ (385-360 π. Χ.), γαμπρός του Αρχέλαου και συμπολεμιστής του Αμύντα Β’ κατά της Ολύνθου. Οι βασιλείς της Ελίμειας ήταν σύμμαχοι με το Βασίλειο της Μακεδονίας υπό τη δυναστεία των Αργεαδών, αλλά ετέθησαν σταδιακά σε σχέση επικυριαρχίας έναντι αυτού, όπως και η Λυγκηστίδα και η Ορεστίδα. Το 355 π. Χ. η Ελίμεια προσαρτήθηκε στο βασίλειο του Φιλλίπου του Β΄, ο οποίος παντρεύτηκε την Φίλα, δηλαδή την Αγαπημένη, κόρη του τελευταίου Βασιλιά της Ελίμειας Δέρδα Γ΄ (360-355 π.χ.). Ο Δέρδας εγκαταστάθηκε ως ευγενής στην αυλή του Φιλίππου Β’, ενώ η Ελίμεια αποτέλεσε, ως ημιαυτόνομο βασίλειο, μία από τις δυτικές επαρχίες του μεγάλου Βασιλείου του Φιλίππου Β΄.
Σε μια αποσπασματική μαρμάρινη επιγραφή που βρέθηκε στην Αθήνα, καταγράφεται ο όρκος του Πανελλήνιου Συνεδρίου της Κορίνθου. Ο όρκος αυτός ισοδυναμεί με το Σύνταγμα της ιστορικά πρώτης ομοσπονδίας πόλεων-κρατών, στην οποία κατόρθωσαν να ενωθούν υπό την ηγεσία του Φιλίππου του Β΄ και μετά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όλες οι ελληνικές πολιτείες “πλην Λακεδαιμονίων”, προκειμένου να συνενώσουν τις δυνάμεις του Ελληνικού Έθνους για την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Ανατολής από την φόρου υποτέλεια στους Πέρσες και την αναχαίτιση της περσικής επέλασης στην Ευρώπη. Σε αυτή λοιπόν επιγραφή των Αθηνών μεταξύ αυτών που υπογράφουν τον όρκο του Πανελλήνιου Συνεδρίου της Κορίνθου είναι και οι Ελιμειώτες, γεγονός που καταδεικνύει την παρουσία της Ελίμειας στα πολιτικά και στρατιωτικά δρώμενα της αρχαίας Ελλάδας κατά την Αλεξανδρινή εποχή.
Μια από τις υποχρεώσεις των ευγενών Εταίρων της Μακεδονίας ήταν να διατηρούν στρατό από Μακεδόνες, τους λεγόμενους πεζέταιρους, δηλαδή πεζούς συντρόφους, που τους συντηρούσαν με χορηγίες τους, τις λεγόμενες λειτουργίες. Στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τις φάλαγγες του μακεδονικού στρατού τις συγκροτούσαν οι τάξεις πεζών από ομοεθνείς Μακεδόνες. Κάθε επαρχία είχε υποχρέωση να προσφέρει μια τάξη από 1.500 πεζέταιρους. Κατά τον αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Σιαμπανόπουλο μία από τις έξι (6) τάξεις του μακεδονικού στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν και Τάξη των Ελιμειωτών ή Ελιμιωτική Τάξις. Από την Ελίμεια αναδείχθηκαν στρατιωτικές και πολιτικές προσωπικότητες, που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις της Αλεξανδρινής εποχής.
Κεντρικό πρόσωπο αποτέλεσε ο Αντίγονος ο Φιλίππου ή Μονόφθαλμος (382-301 π. Χ.), επονομαζόμενος και Κύκλωψ, γιατί είχε χάσει το αριστερό του μάτι σε μια μάχη. Κατάγονταν από το βασιλικό γένος της Ελίμειας και ήταν στρατηγός του Μεγάλου Αλέξανδρου, ο οποίος τον διόρισε κυβερνήτη της Μεγάλης Φρυγίας το 333 π. Χ. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου (323 π. Χ.), στην πρώτη διανομή της αυτοκρατορίας στην Βαβυλώνα, ο Αντίγονος έγινε σατράπης της χώρας αυτής καθώς και της Παμφυλίας και Λυκίας. Στη συνέχεια ο Αντίγονος συμμάχησε με τον Αντίπατρο, τον Πτολεμαίο και τον Κρατερό εναντίον του Περδίκα και του Ευμένη. Η σύγκρουση αυτή κατέληξε στο θάνατο του Περδίκα το 321 π. Χ. και στην δεύτερη διανομή της αυτοκρατορίας με την συμφωνία του Τριπαραδείσου της Άνω Συρίας το 321 π. Χ. Ακολούθως, ο Αντίγονος έγινε κεντρικός παράγων στους «Πολέμους των Διαδόχων», τους λεγόμενους και Συριακούς πολέμους. Στράφηκε εναντίον του Ευμένη, του Αλκέτα, αδελφού του Περδίκα και του Άτταλου, τους οποίους νίκησε στις μάχες στην Παραιτακηνή το 317 π. Χ. και στην Γαβιηνή το 316 π. Χ, και αφού προσάρτησε το στρατό τους, ο Αντίγονος σχημάτισε τον μεγαλύτερο στρατό μεταξύ των διαδόχων και κατέφυγε κατά του Σέλευκου, γιού του Αντίοχου, τον οποίο νίκησε και κατέλαβε την Βαβυλώνα και τα Σούσα, όπου κατάσχεσε τον βασιλικό θησαυρό. Περαιτέρω, συγκρούσθηκε με τον Πτολεμαίο και τον Κάσσανδρο για την κυριαρχία στη Μικρά Ασία και στη Συρία, τους οποίους συνέτριψε ο γιός του Δημήτριος ο Πολιορκητής στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας της Κύπρου το 306 π. Χ. Μετά από την νίκη αυτή ο Αντίγονος ίδρυσε τη Δυναστεία των Αντιγονιδών, ανακηρύχθηκε το 306 π. Χ. από το στρατό του διάδοχος του Αλέξανδρου και βασιλιάς των Μακεδόνων με τον τίτλο Αντίγονος Α΄. Με διοικητή του στρατού τον Δημήτριο στράφηκε εναντίον του Πτολεμαίου, του Σέλευκου και του Λυσίμαχου αλλά ηττήθηκε. Οι ισχυρότεροι στρατηγοί Κάσσανδρος, Σέλευκος, Πτολεμαίος και Λυσίμαχος ανακηρύχθηκαν σε αντιπερισπασμό και αυτοί βασιλείς, και συγκρούσθηκαν με τον Αντίγονο και τον Δημήτριο το 301 π. Χ. στη μάχη της Ιψού, στην οποία ο Αντίγονος σκοτώθηκε σε ηλικία 81 ετών. Μετά τη μάχη αυτή σχηματίσθηκαν τα βασίλεια των διαδόχων, επισφραγίζοντας το διαμελισμό της αυτοκρατορίας, το δε βασίλειό του Αντίγονου διανεμήθηκε κυρίως μεταξύ του Σέλευκου και του Λυσίμαχου. Τον Αντίγονο διαδέχθηκε ο γιός του Δημήτριος Α΄, ο οποίος επονομάσθηκε και Πολιορκητής, λόγω της δεινότητάς του στην κατασκευή πολιορκητικών μηχανών (337 π. Χ.- 283 π. Χ.). Εκτός από την εμπλοκή του στους πολέμους των διαδόχων για την επικράτηση στη Συρία, ανακηρύχθηκε συμβασιλέας της Ασίας με τον πατέρα του Αντίγονο (306-294 π. Χ.), ορίσθηκε ηγεμόνας της Ελλάδας (303 – 288 π. Χ.) και βασιλιάς της Μακεδονίας (294 – 287 π. Χ.) ώσπου έχασε το θρόνο ηττημένος από τον Λυσίμαχο και τον Πύρρο. Τον Δημήτριο διαδέχθηκε ο γιός του Αντίγονος Β΄ Γονατάς (319 π. Χ. – 239 π. Χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του στωικού φιλοσόφου Ζήνωνα, νυμφεύθηκε την ευγενή της Ελίμειας Φίλα και αναδείχθηκε Βασιλιάς της Μακεδονίας (276 – 239 π. Χ). Τον Αντίγονο Β΄ Γονατά διαδέχθηκε στο θρόνο της Μακεδονίας ο γιός του Δημήτριος Β΄ Αιτωλικός ( 239 – 229 π. Χ.) και αυτόν ο γιός του Αντίγονος Γ΄ ο Δώσων (περ. 263 – 221 π. Χ.), αυτόν δε ο Φίλιππος Ε΄(238 – 179 π. Χ.)΄, κατά την βασιλεία του οποίου (221 π. Χ. – 179 π. Χ.) έγινε προσπάθεια αναχαίτισης της επέκταση της Ρώμης προς ανατολάς σε συμμαχία με τους Καρχηδόνιους. Τελευταίος Βασιλιάς της Μακεδονίας από την δυναστεία των Αντιγονιδών ήταν ο Περσέας (212 – 162 π. Χ.), γιός του Φιλίππου Ε΄, κατά τη βασιλεία του οποίου (179 π. Χ. – 168 π. Χ.) η Μακεδονία κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους μετά τη μάχη της Πύδνας 168 π. Χ.
Άλλη σημαντική πολιτική προσωπικότητα από την Ελίμεια κατά την Αλεξανδρινή εποχή υπήρξε ο Άρπαλος, γιος του Μαχάτα ή Μαχαίτα του Ελιμιώτη, αριστοκράτης και παιδικός φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λόγω της αναπηρίας του ο Αλέξανδρος τον απάλλαξε από στρατιωτικά καθήκοντα και τον όρισε φύλακα του βασιλικού θησαυρού κατά την εκστρατεία. Κατά την διοικητική και δημοσιονομική μεταρρύθμιση του κράτους μετά την κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος διόρισε τον Άρπαλο Αρμοστή της Τέταρτης Σατραπείας της Βαβυλώνας, Σούσων, Περσίας και Μηδίας με έδρα τη Βαβυλώνα, και με εξουσία αφενός να καθορίζει τις προσόδους των εκτός πόλεων βασιλικών γεών και τους επιβαλλόμενους φόρους και αφετέρου να τους εισπράττει με υπηρεσίες που επανδρώθηκαν με πλήθος υπαλλήλων. Παράλληλα ο Αλέξανδρος όρισε τον Άρπαλο Προϊστάμενο όλων των Αρμοστών των τεσσάρων σατραπειών, ως οιονεί Υπουργό Οικονομικών με αρμοδιότητα για όλο το κράτος, φέρων τον τίτλο «ο επί των χρημάτων». Όμως, την εποχή που ο Αλέξανδρος απουσίαζε στην εκστρατεία της Ινδικής, ο Άρπαλος καταχράσθηκε μεγάλα ποσά, γιατί ζούσε έκκλητη ζωή με πολλές ερωμένες και επιδίδονταν σε σπατάλες. Για να αποφύγει την τιμωρία του Αλεξάνδρου ο Άρπαλος κατέφυγε στην Αθήνα υπό την προστασία του Δημοσθένη, υπεξαιρώντας πέντε χιλιάδες τάλαντα του ταμείου, με συνοδεία έξι χιλιάδων μισθοφόρων, τους οποίους άφησε στο Ταίναρο. Το 324 π. Χ. ζήτησε άσυλο στην Αθήνα. Ο Αντίπατρος ζήτησε την έκδοσή του αλλά ο Άρπαλος την απέφυγε με δωροδοκίες. Παρά ταύτα, φυλακίσθηκε από τους Αθηναίους με εισήγηση του Δημοσθένη και τα λεγόμενα Αρπάλεια χρήματα κατασχέθηκαν. Όμως ξέσπασε σκάνδαλο διότι κατά την κατάσχεση βρέθηκαν μόνο 350 τάλαντα αντί των 700 που είχε δηλώσει ο Άρπαλος ότι έφερε. Ο Δημοσθένης θεωρήθηκε υπεύθυνος του ελλείμματος και κατά τον Πλούταρχο, θεωρήθηκε ότι δωροδοκήθηκε με είκοσι τάλαντα από τον Άρπαλο, με συνέπεια να καταδικασθεί σε πρόστιμο πενήντα ταλάντων, και να φυλακιστεί μέχρι την εξόφλησή του. Ο Δημοσθένης δραπέτευσε στην Αίγινα, ενώ ο Άρπαλος απελάθηκε εσπευσμένα από την Αθήνα, γιατί οι ρήτορες φοβήθηκαν τις αποκαλύψεις για τις δωροδοκίες του. Από το Ταίναρο, ο Άρπαλος απέπλευσε με τους μισθοφόρους στην Κρήτη, αλλά δολοφονήθηκε από τον φίλο του τον Θίβρωνα.
Στην Τάξη των Ελιμιωτών του μακεδονικού στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ανήκε και ο στρατηγός Κάλας. Στη μάχη του Γρανικού (334 π.Χ.) ήταν επικεφαλής του Θεσσαλικού ιππικού. Μετά τη μάχη ορίσθηκε σατράπης της Φρυγίας του Ελλησπόντου, ενώ το 333 π. Χ. προσαρτήθηκε στην επικράτειά του και η Παφλαγονία και η υπόλοιπη Φρυγία, περιλαμβάνοντας στην διοίκησή του την έκταση από τα κεντρικά παράλια του Πόντου μέχρι νότια στην Αντιόχεια της Πισιδίας και το Ικόνιο. Ο γιός του Φίλιππος του Κάλας, έγινε σατράπης της περιοχής του Ινδού.
Ο ευγενής της Ελίμειας Πολεμοκράτης ήταν στρατιωτικός, ο οποίος κατά την βασιλεία του Φιλίππου Β΄, διατηρούσε στρατό από Μακεδόνες, που τον συντηρούσε ως ευγενής Εταίρος με χορηγίες του, τις λεγόμενες λειτουργίες. Γι’ αυτό ο Φίλιππος του παραχώρησε κτήματα στην Χαλκιδική. Ο Πολεμοκράτης της Ελίμειας ήταν πατέρας του Στρατηγού Κοίνου, από τους πιο έμπιστους του Αλέξανδρου, αλλά και του Κλέανδρου, διοικητή μισθοφορικού τάγματος, ο οποίος όμως θανατώθηκε από τον Αλέξανδρο κατά την εκστρατεία.
Ένας από τους πιο ικανούς και πιστούς στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανήκων στην Ελιμιωτική Τάξη ήταν και ο Κοίνος ο Πολεμοκράτους (367 ή 370 π.Χ.-326 π. Χ.), αδελφός του Κλέανδρου, και γαμπρός του Παρμενίωνα και του Φιλώτα. Ο Κοίνος διακρίθηκε σε διάφορες μάχες και είχε υπό τις διαταγές του την ακραία δεξιά παράταξη της μακεδονικής φάλαγγας. Κατά τη μακεδονική στρατιωτική παράδοση, αυτή η θέση αποτελούσε τιμητική διάκριση για εμπειροπόλεμους και έντιμους οπλίτες και ιππείς. Έτσι η τοποθέτησή του σε αυτό το τμήμα του πεζικού της φάλαγγας, μαρτυρεί στρατιωτική οξυδέρκεια και γενναιότητα στη μάχη. Απολάμβανε την εκτίμηση του Αλέξανδρου ως υπόδειγμα Mακεδόνα στρατηγού και τον όρισε διοικητή τμήματος ιππέων Εταίρων. Το φθινόπωρο του 334 π. Χ. ο Αλέξανδρος ανέθεσε στον Κοίνο να οδηγήσει τους νιόπαντρους στρατιώτες του σε άδεια πίσω στην Μακεδονία, για να περάσουν το χειμώνα που πλησίαζε με τις συζύγους τους. Κατά την άδεια αυτή η σύζυγός του Κοίνου συνέλαβε τον γιό του τον Περδίκα. Την άνοιξη του επόμενου έτους, το 333 π. Χ., ο Κοίνος επέστρεψε με τους Μακεδόνες στρατιώτες και συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο στο Γόρδιο. Όταν ο μακεδονικός στρατός έφτασε στον ποταμό Ύφαση στην Ινδία το 326 π. Χ. ο Κοίνος ήταν ο πρώτος που είχε το θάρρος να αποτρέψει την προέλαση του στρατού πιο βαθιά προς ανατολάς και να επισημάνει στον Αλέξανδρο την αναγκαιότητα της επιστροφής, ο οποίος τελικά πείσθηκε με την προτροπή και άλλων στρατηγών, να ακολουθήσει τη συμβουλή του Κοίνου. Κατά την έναρξη της επιστροφής ο Κοίνος πέθανε από κάποια ασθένεια στον ποταμό Υδάσπη το 326 π. Χ. O Αλέξανδρος θρήνησε τον θάνατό του Κοίνου και τον τίμησε με λαμπρή ταφή, ενώ παραχώρησε στο γιό του Κοινού, τον Περδίκα, κτήματα στην Χαλκιδική.
Την επιρροή της Ελίμειας στην κοσμοϊστορική εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου εκφράζει με τον πιο εύστοχο τρόπο ο αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Σιαμπανόπουλος, στο έργο του: Αιανή: Ιστορία – Τοπογραφία – Αρχαιολογία, Θεσσαλονίκη 1995, ο οποίος γράφει: «Η συμβολή της Ελιμιώτιδας στη δημιουργία του μακεδονικού μεγαλείου και της κοσμοκρατορίας ήταν μεγάλη. Οι Ελιμιώτες γενναίοι και λιτοδίαιτοι ανέπτυξαν αξιόλογη δράση. Καθ’ όλη την διάρκεια της εκστρατείας του Μ. Αλέξανδρου η επαρχία της Ελίμειας, είχε καταστεί ως το σημαντικότερο κέντρον όπου εστρατολογούνταν οι επίλεκτες μονάδες του στρατού, οι καλύτεροι πεζεταίροι και ιππείς….». Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι η γη του Βοΐου κρύβει στα σπλάχνα της σπουδαία μνημεία της ιστορίας της Αλεξανδρινής εποχής.