Ήταν μια μέρα απ’ τ’ς καλές π’ γιουμώζ’ν τα παγκάκια τ’ς πλατέας μι πάππ’ π’ λιάζουντι.
Αντάμουσαν ικεί απ’ λιέτι τρεις πάππ’, όλ’ σιαπάν απ’ τα ιβδουμήντα. Είχαν σκυμμένου του κιφαλ’ κι αδουκιούνταν τα παλιά.
Ου ένας, ου Γιώρ’ς, ήταν πιο ουριξιάτ’κους κι τ’ς κασμέριβιν.
Ώι τουν λιέει ου άλλους. Ισύ έχ’ς του χαβά σ’ αρα Γιώρ’. Ιγώ τώραϊα ξέρ’ς απού που έρχουμι; Απ’ του γιατρό. Έφκιασα ιξέτασ’ κι έχου ζάχαρουν τριάντα μι φαίνιτι μ’ είπαν. Αδουκιέσαι ρα ιτότις από ’φαγα ένα γούπου κυδουνάτου χουρίς νιρό κι ιφτά σαλιάρια;
Ιά προυχτές ζίλιψα ψίχα κόλιαντου κι ένα κι ένα μ’ ανέφκιν ου βιράγκους ου ζάχαρους. Κι άστα, σήμιρα μ’ άγριψιν κι όλας ου γιατρός κι μ’ είπιν να φκιάνου αυτά π’ μι λιέει γιατί μέχρ’ του πουδάρ’ μπουρεί να μι κόψ’ν.
Ι, τουν λιέει ου Ντιόντιους. Ιδώ ου μ’σός ου ντουνιάς έχ’ ζάχαρουν κι συ μι λιές…
Ιγώ να ιδείς τι έπαθα. Έχου προστάτ’ αρα, γι’ αυτό δε βγήκα τόσουν κιρό όξου, ήταν κι χειμώνας. Ιπρουχθές δεν μπορούσα να κατουρήσου κι ου γιατρός μι του τράβ’ξιν μ’ ένα βιράγκου λάστιχου σιακάτ’, σιαπάν του λιέν, δεν ξέρου, α τ’ αδουκήθκα, καθιτήρα τουν λιέν, τουν είχα δέκα μέρις τουν βιράγκου. Ιά Γιώρ’ ισύ μια χαρά είσι. Όκαχτους όπους είσαν σαραντάρ’ς. Σα να μπήκις στου ψυγείου.
Φτύσι μι ρα, μη μι βασκάντι κι μένα. Ου πάσα ένας έχ’ τα θ΄κά τ’. Άφκιέτιμι τώρα κι σείς.
Άιντι ρα μούλουνι. Τι να σι φτύσουμι; Αφού σι γλέπουμι. Μάγουλα σαν κώλου απού μ’κρό πιδί έχ’ς ρα.
Ώι μη μι γλέπτι ρα έτσια.
Τι ρα, τι ρα; Τι φίλ’ είμαστι; Τι έχ’ς; Πέ μας να σι παρηγουρήσουμι.
Τι να σας πω ρα αντρέπουμι.
Πε μας αρα!
Ιά αδουκιέστι ιτότις, που πήγαμι φαντάρ’ σ’ν Κόρινθο; Ιά ιτότις, άμα αδουκιέστι, μας έδουκαν ένα χάπ’ να μη μας σ’κώνιτι. Έ, ιμένα τώρα μι πιάσκιν του βιράγκου.