Η «Συμφωνία των Πρεσπών» επανέφερε στον δημόσιο διάλογο τα σενάρια περί ύπαρξης ¨μακεδονικής¨ μειονότητας στην Ελλάδα και αναπτέρωσε τις ελπίδες τού «Δεύτερου Μέρους» για την αναγνώρισή της.
Προσεγγίζοντας, όμως, εννοιολογικά τους όρους «κράτος», «έθνος», «εθνοτική ομάδα» και «μειονότητα» θα διαπιστώσουμε, για μία ακόμη φορά, ότι δεν πρόκειται παρά μόνο για μία φαντασιακή μειονότητα, παρότι συγκεκριμένες διατάξεις της «Συμφωνίας των Πρεσπών» διατηρούν ζωντανές τις ψευδαισθήσεις των ενδιαφερομένων, τόσο ως προς την ύπαρξής της όσο και ως προς τη δυνατότητα αναγνώρισής της.
Ξεκινώντας με την κρατούσα θεωρία της νομικής προσωπικότητας[1] «Κράτος είναι λαός μονίμως εγκατεστημένος σε ορισμένη χώρα, οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο, ο οποίος ασκεί αυτοδύναμη εξουσία». Τα στοιχεία του κράτους, λοιπόν, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, είναι ο Λαός, η Χώρα, η Εξουσία και η Οργάνωση του Κράτους σε νομικό πρόσωπο. Χώρα είναι η εδαφική έκταση στα όρια της οποίας ασκείται η κρατική εξουσία. Μάλιστα, τα όρια της χώρας δεν προσδιορίζονται από το Σύνταγμα, αλλά από Διεθνείς Συνθήκες.
Περαιτέρω, Έθνος[2] είναι ένα σύνολο ανθρώπων, οι οποίοι έχουν κοινή καταγωγή ή κοινή γλώσσα ή κοινή θρησκεία ή κοινή ιστορία ή κοινή παράδοση∙ την ίδια φυλή. Αντικειμενικά κριτήρια είναι κυρίως η γλώσσα, η φυλή, η θρησκεία και η χωρική έκταση. Από τα κριτήρια αυτά, όμως, κανένα δεν είναι επαρκές για τον προσδιορισμό της έννοιας του Έθνους, γιατί υπάρχουν Έθνη που μιλούν διάφορες γλώσσες, όπως είναι το Ελβετικό, και Έθνη που μιλούν την ίδια γλώσσα, όπως είναι το Ισπανικό και τα διάφορα Λατινοαμερικάνικα. Αντιθέτως, τα υποκειμενικά κριτήρια είναι αυτά που έχουν ιδιαίτερη σημασία, όπως η κοινή (εθνική) συνείδηση, όταν, δηλαδή, οι άνθρωποι αυτοί έχουν κοινά σημεία ψυχικής συνάντησης, π.χ., στην ιστορία, τις παραδόσεις, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ιδανικά. Έθνος, επομένως, μπορεί να χαρακτηριστεί το σύνολο των ατόμων που είναι ενωμένο πνευματικά με στοιχεία κοινού πολιτισμού, κοινού ιστορικού παρελθόντος και κοινών επιδιώξεων. Επίσης, Έθνος ή Εθνότης είναι σύνολο ανθρώπων που έχουν κοινή συνείδηση και Εθνικότης είναι το να ανήκει κάποιος σε ορισμένο Έθνος ή Εθνότητα.
Σημαντικός, σε σχέση με την έννοια του Έθνους, είναι ο προσδιορισμός τής έννοιας τής εθνοτικής ομάδας. Εκείνου του κοινωνικού συνόλου, δηλαδή, το οποίο επιδεικνύει σταθερό τρόπο δράσης, αντίληψης και απεικόνισης της συλλογικής συμμετοχής του σε μια ομάδα στη βάση διαγνωστικών πολιτισμικών κριτηρίων. Η εθνοτική ομάδα που βαδίζει προς τον εθνικό διαφωτισμό της, περνά από ένα αρχικό στάδιο αυτοσυνείδησης και κατόπιν προχωρά στην εθνική απελευθέρωση μέσα από την πολιτική αυτοδιάθεση με τη μορφή κράτους. Σε αυτές τις θεωρίες για την εθνοτική προέλευση των εθνών, οι εθνοτικές ομάδες θεωρούνται συχνά μεταβατικό στάδιο στο σχηματισμό εθνών και εθνικών κρατών.[3]
Από την άλλη, όσον αφορά την έννοια της μειονότητας, παρότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ένας κοινά αποδεκτός ορισμός, εντούτοις, για τον ορισμό της «εθνικής μειονότητας» μπορούμε να βασιστούμε σε αυτόν που προβλέπεται στη Σύσταση 1201 (1993) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης – πρόσθετο πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτόν «εθνική μειονότητα» είναι μια ομάδα προσώπων σε ένα κράτος που: α) κατοικούν στην επικράτειά του και είναι πολίτες του, β) διατηρούν μακροχρόνιες, σταθερές και διαρκείς σχέσεις με αυτό, γ) παρουσιάζουν διακριτά εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά, δ) είναι αρκούντως αντιπροσωπευτικοί, αν και λιγότεροι σε αριθμό από τον υπόλοιπο πληθυσμό του ή της περιφέρειάς του και ε) ενδιαφέρονται να διάγουν από κοινού, πράγμα που αποτελεί την κοινή τους ταυτότητα, συμπεριλαμβανομένου του πολιτισμού τους, των παραδόσεών τους, της θρησκείας τους ή της γλώσσας τους.
Διαβάζοντας τη «Συμφωνία των Πρεσπών» θα διαπιστώσουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 περ. α΄, β΄ και γ΄, το επίσημο όνομα του Δεύτερου Μέρους θα είναι «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», η ιθαγένεια του Δεύτερου Μέρους θα είναι η Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας και η επίσημη γλώσσα του Δεύτερου Μέρους θα είναι η «Μακεδονική γλώσσα».
Συνεπώς, το Κράτος μας με την «Συμφωνία των Πρεσπών» εκχωρεί στο «Δεύτερο Μέρος»:
Α) Όνομα, το οποίο μέχρι την ημέρα της υπογραφής της δεν είχε, γιατί, αν το είχε, δεν θα συνέπραττε σε διεθνή συμφωνία ως κράτος χωρίς όνομα, αλλά με το όνομά του.
Β) Ιθαγένεια, την οποία μέχρι την ημέρα της υπογραφής της δεν είχε, γιατί, αν την είχε, δεν θα αποτελούσε αντικείμενο της Συμφωνίας που θα έπρεπε να ρυθμιστεί, και
Γ) Γλώσσα, την οποία μέχρι την ημέρα της υπογραφής της δεν είχε, γιατί, αν την είχε, δεν θα αποτελούσε αντικείμενο της Συμφωνίας που θα έπρεπε να ρυθμιστεί.
Στην Ελλάδα, πάντως, δεν αμφισβητείται γενικότερα η ύπαρξη ξεχωριστής ταυτότητας, ιθαγένειας και γλώσσας των πολιτών του «Δεύτερου Μέρους». Αυτό που αμφισβητείται είναι ο ισχυρισμός του ότι η ταυτότητα, η ιθαγένεια και η γλώσσα αυτή είναι μακεδονική. Η Ελλάδα, επίσης, δεν έχει καμία υποχρέωση να υποδείξει ούτε πώς θα πρέπει να ονομαστεί το «Δεύτερο Μέρος» ούτε πώς θα πρέπει να ονομαστεί η ιθαγένεια και η επίσημη γλώσσα του. Αλλά πώς δεν θα πρέπει να ονομαστούν. Γιατί τόσο η ταυτότητα όσο και η ιθαγένεια και η γλώσσα των πολιτών του δεν είναι μακεδονική. Η Μακεδονία, οι Μακεδόνες και η γλώσσα τους ήταν ανέκαθεν αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας, συνείδησης και παράδοσης και του ελληνικού πολιτισμού. Και αυτό το γνωρίζει καλά το «Δεύτερο Μέρος», και μάλιστα φέρεται να το αποδέχεται, όπως συνάγεται από το άρθρο 7 της εν λόγω Συμφωνίας. Και επειδή γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν υπάρχει ¨μακεδονική¨ εθνότητα, ιθαγένεια και γλώσσα, επιδιώκει να τις πλαστογραφήσει, προσδίδοντας σε αυτές ανύπαρκτα χαρακτηριστικά.
Κατ’ επέκταση, δεν υπάρχει και ¨μακεδονική¨ μειονότητα στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα και δη στη Δυτική Μακεδονία υπάρχει ένα σύνολο πολιτών που γνωρίζουν και ομιλούν σλάβικες λέξεις δεν αμφισβητείται από κανέναν. Αν, τώρα, μία ομάδα εξ’ αυτών δεν αισθάνεται ελληνικής εθνικής καταγωγής, είναι αναφαίρετο δικαίωμά της! Αν, μάλιστα, επιθυμεί να αποτελεί και να αποκαλείται μειονότητα, είναι επίσης αναφαίρετο δικαίωμα της! Αλλά δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα να αυτοαποκαλείται και να απαιτεί να την αποκαλούν μακεδονική! Και αυτό, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει μακεδονική μειονότητα στην Μακεδονία, όπως δεν μπορεί να υπάρξει, π.χ., πελοποννησιακή μειονότητα στην Πελοπόννησο και κρητική μειονότητα στην Κρήτη!
Αν, λοιπόν, αυτή η μειονοτική ομάδα δεν αισθάνεται ή δεν θέλει να αισθάνεται ιδίας εθνικής καταγωγής και δεν νιώθει ή δεν θέλει να νιώθει εθνική συγκίνηση και υπερηφάνεια με όλους όσοι συνέδεσαν το όνομά τους και το έργο τους με την ιστορία, τη θρησκεία, την παράδοση, τον πολιτισμό, τις επιστήμες, τις τέχνες, τα γράμματα, τον αθλητισμό, τους αγώνες και τις θυσίες του ελληνικού έθνους μέσα στο διάβα των αιώνων, είναι δικαίωμά της. Δεν νομιμοποιείται όμως να προκαλέσει τη διαφαινόμενη σύγχυση για την εικόνα όχι μόνο της συντριπτικής πλειοψηφίας εκείνων των Ελλήνων που γνωρίζουν και ομιλούν σλάβικες λέξεις, αλλά και για το σύνολο των Ελλήνων της μίας και αυθεντικής Μακεδονίας, οι οποίοι είχαν, έχουν και θα (πρέπει να) συνεχίσουν να έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζονται και να απαιτούν να ετεροπροσδιορίζονται ως Μακεδόνες! Χωρίς διευκρινήσεις και χωρίς υποσημειώσεις. Έτσι όπως είναι ιστορικά δίκαιο και ηθικά σωστό.
Ύστερα –και– από τα παραπάνω, μπορεί ο καθένας μας να κρίνει, αν η «Συμφωνία των Πρεσπών» είναι επωφελής για τα εθνικά μας συμφέροντα ή επιφέρει σε αυτά ανεπανόρθωτη ζημία.
Τούτη την ώρα των κρίσιμων αποφάσεων για την Πατρίδα, ας αναλογιστούμε όλοι τις ευθύνες μας απέναντι στην ιστορία αυτού του τόπου και τις επόμενες γενιές και ας κινηθούμε προς την κατεύθυνση του εθνικού συμφέροντος. Και το εθνικό συμφέρον επιβάλλει να μην κυρωθεί η Συμφωνία αυτή από την ελληνική Βουλή. Ας μην μείνουμε παθητικοί θεατές μπροστά σε όσα αποφασίζουν άλλοι για εμάς, χωρίς εμάς. Έτσι θα έχουμε και ήσυχη τη συνείδησή μας, ότι πράξαμε το καθήκον μας ως πολίτες αυτού του Κράτους. Πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του Συντάγματος και των Νόμων.
Καλή αντάμωση στο Συλλαλητήριο της 20ης Ιανουαρίου 2019 στην Αθήνα.
Φλώρινα, 18/01/2019
Ζήσης Πλούσκας
Πτυχιούχος του Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών (Π.Δ.Μ.)
Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στις Γλώσσες και τον Πολιτισμό των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Π.Δ.Μ.).
[1] Παναγιώτης Πουλής, Εισαγωγή στο Δημόσιο Δίκαιο, Αθήνα – Κομοτηνή 2003, σσ. 21-22.
[2] Στο ίδιο, σελ. 26.
[3] Αναστασία Καρακασίδου, Μακεδονικές Ιστορίες και Πάθη: 1870-1990, Αθήνα 2000, σελ. 62.